Ακούω αυτές τις μέρες από ραδιοσταθμούς διαφήμιση μιας πίπας που συγκρατεί, λέει, τις περισσότερες βλαπτικές ουσίες του τσιγάρου. Απευθύνεται «σε όσους κακώς καπνίζουν», και τους παροτρύνει στη συνέχεια να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κακής τους συνήθειας χρησιμοποιώντας την μαγική της πίπα.
Ας παραδεχτούμε εξ αρχής, ότι η διαφήμιση ευθέως απευθύνεται στους καπνιστές, αλλά και εμμέσως σε όσους δεν καπνίζουν – είτε επειδή το έχουν κόψει, είτε επειδή δεν το δοκίμασαν ακόμα.
Στους πρώτους, εφαρμόζεται το περίφημο επικοινωνιακό αξίωμα των καπνοβιομηχανιών που στα αγγλικά ονομάζεται «Harm Reduction Concept», σε ελεύθερη απόδοση «Θεωρία του Μικρότερου Κακού». Τους λέει η συγκεκριμένη διαφήμιση «καπνίστε εμένα, διότι σκοτώνω λιγότερο από το να καπνίζετε χωρίς εμένα».
Η αλήθεια είναι ότι όλες οι πίπες κάτι «κρατάνε» από το τσιγάρο. Όπως και το φίλτρο. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Απολύτως, κανείς. Όλοι οι ιατροί όμως παραδέχονται και προειδοποιούν ότι έστω το λίγο που περνάει έχει περισσότερες βλαπτικές ουσίες που μπορεί να αντέξει ένας οποιοσδήποτε οργανισμός προκειμένου να γίνει η ζημιά. Και όπως καλά γνωρίζουμε, η ζημιά είναι συνήθως μη αναστρέψιμη. Πεθαίνεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και η διαφήμιση του συγκεκριμένου προϊόντος σου λέει, και μάλιστα διθυραμβικά, αυτά που «κρατάει» η πίπα της, αλλά όχι αυτά που «περνάνε».
Χρησιμοποιούν, όπως είπαμε, την θεωρία του μικρότερου κακού, λέγοντας στον καταναλωτή «μπορείς να αυτοκτονήσεις με απλό περίστροφο, μπορείς και με καλάσνικοφ – διάλεξε!»
Το υπουργείο Εμπορίου, ρώτησα, δεν μπορεί να απαγορεύσει την διαφήμιση μιας πίπας, διότι αυτή από μόνη της, μου είπαν, δεν θεωρείται καπνικό προϊόν – λες και μπορείς να την χρησιμοποιήσεις για άλλον σκοπό.
Η αρχική «δήλωση» στην διαφήμιση «κακώς καπνίζεις, αλλά τουλάχιστον κάπνιζε με την δική μου πίπα», είναι ένα καλό αλλά αδύναμο άλλοθι, αφού όλο το υπόλοιπο σποτ κυριαρχείται από τις… μαγικές ιδιότητες του προϊόντος
Η διαφήμιση της μαγικής πίπας απευθύνεται εμμέσως και στον μη καπνιστή. Λέει στον καπνιστή εγώ σου συγκρατώ όλες τις βλαβερές ουσίες, άρα καθιστώ το τσιγάρο αβλαβές, και έτσι περνάει στον «άκαπνο» το μήνυμα «κάπνισε και εσύ». Η αρχική «δήλωση» στην διαφήμιση «κακώς καπνίζεις, αλλά τουλάχιστον κάπνιζε με την δική μου πίπα», είναι ένα καλό αλλά αδύναμο άλλοθι, αφού όλο το υπόλοιπο σποτ κυριαρχείται από τις… μαγικές ιδιότητες του προϊόντος.
Μία χώρα που νοιάζεται περισσότερο για την υγεία των πολιτών της παρά για τα έσοδα (πολύ μεγάλα, είναι αλήθεια) από την πώληση των προϊόντων καπνού, πρέπει να προφυλάξει τους μη καπνίζοντες, ιδίως τους νέους, από κάθε έμμεση διαφήμιση που μπορεί να τους γλυκάνει.
Κλασική περίπτωση είναι η προσπάθεια μεγάλων εταιρειών καπνοβιομηχανίας να συνδέσουν το προϊόν τους με εκδηλώσεις και τοποθεσίες όπου συχνάζουν και διασκεδάζουν άτομα νεαρής ηλικίας. Η σύνδεση με μια κατάσταση αναψυχής και ανεμελιάς δεν είναι τυχαία.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε κατά παραγγελία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Απρίλιο του 2012 από την εταιρία GHK με τη συμμετοχή του Πανεπιστημίου του Έξετερ στην Αγγλία και του Public Health Advocacy Institute στην Αμερική, από τα περίπου 14 δισ. που ήταν στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη για υγεία (με ΑΕΠ 231,6 ευρώ), ξοδεύονταν σχεδόν 400 εκατομμύρια ευρώ για την περίθαλψη ασθενών με παθήσεις άμεσα συνδεδεμένες με το κάπνισμα.
Η ίδια έκθεση, δείχνει ότι το 2000 πέθαναν 697.000 πολίτες χωρών της Ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου) από αιτίες ευθέως συνδεδεμένες με το κάπνισμα – το 15% όλων των θανάτων αφορά ανθρώπους άνω των 35 ετών. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του φυσιολογικού προσδόκιμου ορίου ζωής, αυτό μεταφράζεται σε απώλεια περίπου 10,4 εκατομμυρίων χρόνων ζωής, τα 2 εκατ. από τα οποία πέφτουν μέσα στις λεγόμενες εργάσιμες ηλικίες.
Το κόστος για την οικονομία της Ευρωζώνης εξ αυτού, είναι περίπου 313 δισ. ευρώ.
Εκτός δηλαδή από το κόστος στην υγεία, υπάρχει και το κόστος στην οικονομία από τις αναγκαστικές απουσίες από την δουλειά και πρόωρο θάνατο καπνιζόντων.
Η Ελλάδα είναι χώρα με μία από τις πιο αυστηρές αντικαπνιστικές νομοθεσίες, αλλά και μία από τις πιο χαλαρές προσεγγίσεις στην εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας. Η περίπτωση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη ο οποίος κάπνιζε εμφανώς και κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, είναι κλασικό παράδειγμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News