Τα μονοθέσια της Φόρμουλα 1 επιστρέφουν από τις θερινές τους διακοπές. Το Σαββατοκύριακο (27-28 Αυγούστου), αυτός ο ιδιαίτερος ήχος τους που «τρελαίνει» τους λάτρεις των γκραν πρι, θα ακουστεί στη φημισμένη πίστα του Σπα, στο Βέλγιο. Τι σύμπτωση! Εκεί όπου τέτοιες μέρες πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, ο γητευτής τους -ο Μίχαελ Σούμαχερ, ο οποίος εδώ και σχεδόν τρία χρόνια αγωνίζεται για τη ζωή του- έκανε την εκκίνηση της θρυλικής καριέρας του.
Ηταν 24-25 Αυγούστου 1991. Ο Γερμανός πιλότος κάθισε στο τιμόνι της Jordan μάλλον τυχαία. Ο κανονικός, ο Μπερτράν Γκασό, είχε μπει φυλακή -για δυο μήνες- για επίθεση σε οδηγό ταξί στο Λονδίνο. Αλλά, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς. Οταν το «αφεντικό», ο Εντι Τζόρνταν, ρώτησε τον 22χρονο -τότε- Σούμαχερ (τον οποίο είχε μόλις προσλάβει, καταβάλλοντας στη Mercedes 150.000 δολάρια) αν γνωρίζει καλά το Σπα, εκείνος τον διαβεβαίωσε οτι «το ‘χει». Η αλήθεια ήταν, πως δεν είχε οδηγήσει ποτέ στο συγκεκριμένο σιρκουί.
Οσοι γνώριζαν αυτή τη «λεπτομέρεια», στοιχημάτιζαν οτι αυτό το ψέμα θα έβαζε τον «Σούμι» σε μεγάλους μπελάδες. Εκείνος, όμως, ατάραχος ως συνήθως, πήρε ένα ποδήλατο και έφερε την πίστα δυο βόλτες. Ηταν η γνωριμία του μαζί της. Την επομένη (24 Αυγούστου 1991), στις κατατακτήριες δοκιμές, αν και είχε μπει για πρώτη φορά σε μονοθέσιο της F1 -σε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο σ’ εκείνον-, ήρθε έβδομος.
Αυτό το πρώτο κεφάλαιο του μπεστ-σέλερ που ο Σούμαχερ έγραψε στη Φόρμουλα 1, περιγράφει τη φιλοδοξία του μεγαλύτερου γιου ενός οικοδόμου από την Κολωνία, την αυτοπεποίθησή του, την ψυχραιμία του, το ταλέντο του. Ολα αυτά που -μεταξύ άλλων- χαρακτήριζαν τον πιο επιτυχημένο πιλότο των μονοθέσιων, σε όλη τη διάρκεια της παραμυθένιας διαδρομής του.
Στον αγώνα, στις 25 Αυγούστου 1991, ο «Σούμι» στάθηκε άτυχος. Λόγω τεχνικού προβλήματος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά την εκκίνηση. Κανένας, όμως, απ’ όσους τον είδαν -στον κατατακτήριο αγώνα- να κατακτά την πίστα του Σπα και να παίρνει με μαεστρία την Eau Rouge, τη διαβόητη στροφή του, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία: το νέο αστέρι της Φόρμουλα 1 είχε μόλις γεννηθεί.
Αν και στον πρώτο του αγώνα δεν τερμάτισε καν, ο Φλάβιο Μπριατόρε τον προσέλαβε αμέσως στην ομάδα της Benetton-Ford και του έδωσε θέση οδηγού. Οταν τελείωσε η πρώτη περίοδος, ο Σούμαχερ είχε αποκομίσει τέσσερις βαθμούς σε πέντε αγώνες. Ενα χρόνο αργότερα, στις 30 Αυγούστου 1992, η πίστα του Σπα τον αποζημίωσε για την ατυχία του στον παρθενικό του αγώνα. Εκεί, στο Βελγικό Γκραν Πρι, πέτυχε την πρώτη από τις 91 νίκες της καριέρας του.
Το τέλος της σεζόν τον βρήκε στην τρίτη θέση, πίσω από τον Μάνσελ και τον Πέτρεσεν, αλλά μπροστά από τον «αιώνιο» ανταγωνιστή του, τον Αϊρτον Σένα. Ακόμη και σήμερα, που ο βραζιλιάνος οδηγός δεν υπάρχει εδώ και 22 ολόκληρα χρόνια, και ο Γερμανός χαροπαλεύει, ο Σένα και ο Σούμαχερ «τρέχουν» -ο ένας εναντίον του άλλου- σε έναν φανταστικό αγώνα για την ανάδειξη του κορυφαίου πιλότου όλων των εποχών. Στον κόσμο της Φόρμουλα 1, διαχρονικά, διαλέγεις και παίρνεις: το ανεπανάληπτο ταλέντο του Αϊρτον ή το «ρομπότ – νικητή» Μίχαελ.
Οι αριθμοί διηγούνται για τον Σούμαχερ: επτά παγκόσμιοι τίτλοι, εκ των οποίων πέντε διαδοχικοί (2000-2004), 91 νίκες -σχεδόν διπλάσιες από εκείνες του Αλέν Προστ-, 77 ταχύτεροι γύροι, 68 pole positions, 155 εμφανίσεις στο βάθρο των νικητών, ρεκόρ μέσης ταχύτητας (247.586 χλμ./ώρα, το 2003 στο Ιταλικό Γκραν Πρι), και ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (2002) που κέρδισε έξι αγώνες πριν από το τέλος του. Το 2006, όταν αποσύρθηκε για πρώτη φορά από τη δράση, είχε προλάβει να καταρρίψει όποιο ρεκόρ συνάντησε στον δρόμο του.
Αλλά, δεν είναι μόνον οι αριθμοί, που μιλούν για το μεγαλείο του «Σούμι». Ακόμη και οι αντίπαλοί του παραδέχονται, οτι σε αυτά τα περίπου 20 χρόνια της καριέρας του προσέδωσε στην έννοια «οδηγός της Φόρμουλα 1», ένα νέο νόημα. Δεν υπήρξε μόνον ο πιο δεξιοτέχνης πιλότος της εποχής του, αλλά και ο ικανότερος ηγέτης ολόκληρης της ομάδας που κινεί ένα μονοθέσιο.
Αλλά, ο γερμανός ήρωας, ο βολικός συνεργάτης, ο καλός οικογενειάρχης, είχε και μια άλλη πλευρά
Ο Σούμαχερ ευτύχησε να πορευτεί με τα καλύτερα διαθέσιμα μέσα. Με άριστους συνεργάτες γύρω του -τους καλύτερους στο αντικείμενό τους- ή με την Bridgestone να του παρέχει ελαστικά ειδικά σχεδιασμένα για να ταιριάζουν στο δικό του στιλ οδήγησης. Είναι μόνο δυο από τα πολλά παραδείγματα. Αλλά, ήταν τα προσωπικά του χαρίσματα που τα έκαναν όλα να λειτουργήσουν άψογα.
Αυτά που -κυρίως- τον διέκριναν στη σταδιοδρομία του στη Φόρμουλα 1, ήταν ο απόλυτος επαγγελματισμός, η τελειομανία και η απόλυτη προσήλωσή του στον στόχο. Δεν είναι τυχαίο, οτι με τη δική του -τεράστια- συνδρομή, η Ferrari κατέκτησε πρωτάθλημα κατασκευαστών έπειτα από 16 «πέτρινα» χρόνια (1983-1999), και πρωτάθλημα οδηγών ύστερα από 21 χρόνια αλλεπάλληλων αποτυχιών (1979 -2000). Η συμβολή του Σούμαχερ στην εξέλιξη των μονοθέσιων της σκουντερία, υπήρξε καθοριστική.
Ο «Σούμι» είχε ξεχωρίσει από τα πρώτα του χιλιόμετρα, όταν ακόμη «έτρεχε» για τη Mercedes, πριν από το ντεμπούτο του στο Σπα. Του άρεσε να δοκιμάζει τα όρια, του αυτοκινήτου του αλλά και τα δικά του. Με ό,τι κι αν καταπιανόταν, δεν άφηνε πέτρα που να μην τη γυρίσει ανάποδα. Σκεφτόταν καινοτομίες, μελετούσε στρατηγικές, δεν εγκατέλειπε κανένα πρόβλημα προτού βρει μια λύση που τον ικανοποιούσε. Με προσήλωση, με αυστηρότητα που αντανακλούσε στο πρόσωπό του. Λες και φορούσε προσωπείο.
«Κόκκινο Βαρώνο» τον αποκαλούσαν, γι’ αυτή του την ψυχρότητα. Αλλά, όπως θυμάται ο Ρος Μπράουν, άλλοτε τεχνικός διευθυντής της Ferrari που συντρόφευσε τον Σούμαχερ σχεδόν σε ολόκληρη την καριέρα του, κανείς απ’ όσους δούλεψαν κοντά του, δεν είχε το παραμικρό παράπονο από τη συμπεριφορά του. Ηταν φιλικός με όλους και προσπαθούσε -όσο μπορούσε- να τους βοηθήσει να λύσουν τα προβλήματά τους. Ακόμη κι όταν είχε γίνει η πρώτη φίρμα στη Φόρμουλα 1.
Για την παροιμειώδη ικανότητά του να συγκεντρώνεται, έχει διηγηθεί μια ιστορία η Σαμπίνε Κεμ, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Σούμαχερ το 2000, τη χρονιά που κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο με τη Ferrari. Τον γνώρισε ως δημοσιογράφος, όταν πήγε να του πάρει μια συνέντευξη σε μέρα δοκιμών. Την ώρα που εκείνος απαντούσε σε κάποια από τις ερωτήσεις της, ένας τεχνικός τον διέκοψε, λέγοντάς του οτι τον χρειάζονται επειγόντως. Για να κάνει τρεις γύρους και να διορθώσουν ένα προβληματάκι.
Ο Σούμαχερ άφησε τη φράση του στη μέση και εξαφανίστηκε. Πέντε λεπτά αργότερα, αφού είχε κάνει τους γύρους του, επέστρεψε στη συνέντευξη και ολοκλήρωσε την πρότασή του. «Ούτε εγώ δεν θυμόμουν, τι τον είχα ρωτήσει», έλεγε πολλά χρόνια αργότερα η κυρία Κεμ. Δεν παρέλειψε να αναφέρει και τον λόγο για τον οποίο οι συνεργάτες του τον αγαπούσαν τόσο πολύ: «Τους σεβόταν όλους. Ποτέ, σε κανέναν, δεν είπε «εγώ είμαι ο Σούμαχερ, εσύ ποιος είσαι;».
Αλλά, ο γερμανός ήρωας, ο βολικός συνεργάτης, ο καλός οικογενειάρχης, είχε και μια άλλη πλευρά. Αυτή που οι αντίπαλοί του γνωρίζουν καλά. Σε ένα άθλημα με αδυσώπητο ανταγωνισμό, γεμάτο πονηρές τακτικές και αγωνιστικές κατεργαριές, ο συνήθως πράος Σούμαχερ δεν έχανε ευκαιρία για εντάσεις και τριβές. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που θυμάται ο συνάδελφός του, Ντέιβιντ Κούλθαρντ, το οποίο συνέβη -πάλι στο Σπα- μια βροχερή μέρα του 1998.
Οταν ο Κούλθαρντ, από απροσεξία, έπεσε ελαφρώς πάνω στο μονοθέσιο του Σούμαχερ την ώρα που τον προσπερνούσε, ο Γερμανός κατηγόρησε τον Σκωτσέζο οτι πήγε να τον σκοτώσει. Στον επόμενο αγώνα, στη Μόντσα, ο Μπέρνι Εκλστοουν κανόνισε μια συνάντηση, για να λυθεί η παρεξήγηση. Ο Κούλθαρντ θυμάται τον ακριβή διάλογο:
– Κούλθαρντ: «Είσαι σίγουρος οτι έχεις πάντα δίκιο, Μίχαελ;».
– Σούμαχερ: «Ναι, έτσι πιστεύω…».
– Κούλθαρντ: «Ελα τώρα. Στο σπίτι σου, με τη γυναίκα σου, ποτέ δεν έχεις άδικο εσύ;».
– Σούμαχερ: «Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ άδικο».
«Παραδόθηκα», εξομολογήθηκε με χαμόγελο ο Κούλθαρντ. «Οταν κάποιος είναι τόσο εγωιστής και αρνείται να παραδεχτεί την οποιαδήποτε αδυναμία του, δεν έχει νόημα να διαπραγμετεύεσαι μαζί του».
Οταν επρόκειτο για τον αγώνα, για τη νίκη, αυτό ήταν το στιλ του Σούμαχερ. Αντιμετώπιζε τα πάντα με την ίδια αυτοπεποίθηση, την ίδια ορμή που τον έκανε να παίρνει τις στροφές στις πίστες με ασύλληπτη ταχύτητα. Στο 99,9% του χρόνου του, ο Γερμανός ήταν ένας μειλίχιος άνθρωπος. Στο υπόλοιπο 0,1% διαπίστωνες την ψυχρή πλευρά του χαρακτήρα του. Πολλοί συνάδελφοί του τον «σταύρωσαν» γι’ αυτήν. Οι ίδιοι, στη θέση του, έκαναν πολύ χειρότερα. Μόνο που στη θέση του -να αγωνίζονται για τη νίκη και τον τίτλο- βρέθηκαν πολύ λιγότερες φορές από ‘κείνον.
Ο άνθρωπος που -το 1994- είδε τον Σένα να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του, στην Ιμολα, δεν ήταν από τα πιο… ήσυχα παιδιά. Εκείνη τη χρονιά, έπεσε με το μονοθέσιό του πάνω σε αυτό του Ντέϊμον Χιλ. Οι αγωνοδίκες δεν τον τιμώρησαν, και πήρε τον τίτλο. Το 1997, στην Χερέθ, προσπάθησε να βγάλει εκτός πίστας τον Βιλνέβ, και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από όλους τους αγώνες εκείνης της περιόδου.
Ο «Σούμι», ο πιλότος που έτρεχε στα όρια του αδύνατου, δεν υπολόγιζε τίποτα μπροστά στη νίκη. Και δεν συγχωρούσε το παραμικρό λάθος. Δεν το ανεχόταν, ούτε στον εαυτό του. Σύμφωνα με μαρτυρίες των «αφεντικών» του, πολλές φορές, πριν από την έναρξη της σεζόν, τους ζητούσε να κάνει ένα ιδιωτικό τεστ, για να σιγουρευτεί οτι παραμένει τόσο γρήγορος όσο ήταν την προηγούμενη χρονιά. Πριν από λίγους μήνες, δηλαδή…
Αν και η υστεροφημία του πληγώθηκε σοβαρά από την επιστροφή του στις πίστες, το 2010 με τη Mercedes (μια θέση στο βάθρο και ένας ταχύτερος γύρος στα δοκιμαστικά του Μονακό ήταν η συγκομιδή του μέσα σε τρία χρόνια), η Ιστορία τον αντιμετωπίζει όπως του άξιζε. Οχι, όμως, και η ζωή. Στις 4 Οκτωβρίου 2012, συνταξιοδοτήθηκε με δόξα και τιμή. Αλλά, έμελλε να ξαναμπεί σε αγώνα. Αυτή τη φορά για τη ζωή του, μετά το φοβερό ατύχημά του στο σκι.
Ενίοτε χρειάζεται να μεσολαβήσει ένας θάνατος ή μια τραγωδία, για να επανεκτιμήσουμε τις αξίες. Ανθρώπους ή καταστάσεις. Η περιπέτεια του Σούμαχερ έχει γίνει αφορμή για συγκρίσεις: του 47χρονου θρύλου με τους επιγόνους του. Για τις παλιές καραβάνες της F1, οι σημερινοί αστέρες των μονοθέσιων -ο Χάμιλτον, ο Φέτελ, ο Αλόνσο- είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι, όμως κανείς τους δεν διαθέτει το «πακέτο» του Σούμαχερ. Κανείς τους δεν μπορεί να αλλάξει το τοπίο στη Φόρμουλα 1, όπως εκείνος.
Οποιος κι αν νικήσει αυτό το Σαββατοκύριακο στο Σπα, όσες νίκες κι αν κατακτήσει ακόμη, τον «Σούμι» δεν θα τον προσπεράσει. Ο άνθρωπος που πριν από 25 χρόνια δεν κατάφερε να τερματίσει σε αυτή την πίστα, είναι -πλέον- η ίδια η καρό σημαία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News