Στην παραλία ήταν ωραία, αλλά τι σου γράφω τώρα, δεν έχω συναντηθεί ποτέ με παραλία που να μη μου αρέσει, με ξέρεις, θάλασσα δώσε μου εμένα κι ας είναι και στην Ανταρκτική. Οχι ότι με χαλάει ένα σούπερ-ντούπερ απόγευμα με την άμμο πούδρα, το νερό κρύσταλλο και τις Σποράδες λίμνη. Τα μικρά παίζουν, εν εξάλλω, γουαμπόμπες με το θείο. Κάτι άλλα, άσχετα ιταλάκια νήπια, πλησιάζουν σαν τα παπάκια να παίξουν κι αυτά, «πάσα!», «πάσα!», είναι η μόνη λέξη με την οποία μπορούν να επικοινωνήσουν. Mπαίνουν στην ομάδα, είναι πολύ γλυκούλι. Πάσα.
Οι υπόλοιποι χύμα στο κύμα από δω κι από ‘κει. Στο βάθος, το φάντασμα του Εμίρη. Δεν είναι σήμερα εδώ, αλλά συνήθως «παρκάρει» απέναντί μας ο Εμίρης μια θαλαμηγό-υπερωκεάνειο. Δεν τον βλέπουμε ποτέ, μόνο τα φουσκωτά του και τους φουσκωτούς του έχουμε δει, κι όλο πλάθουμε ιστορίες πώς θα είμαστε αν είμαστε εμίρηδες. Μια φορά βάλαμε στο θείο σαρίκι και τον προσκυνάγαμε, δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκαν οι φουσκωτοί, αλλά τέλος πάντων, πάσα.
Πίσω στους θάμνους ρίχνει ένα ωραιότατο κατούρημα και μετά ξεμπουκώνει το παπάκι του για να φύγει ο Τεν-Τεν. Κινέζος που κάνει μασάζ σε τουρίστες. Δεν έχει δουλειά σήμερα, την κάνει νωρίς. Στενοχωριέμαι, δέκα χρόνια πριν δεν υπήρχε περίπτωση να τρακάρω τον Τεν-Τεν και να μην τον απασχολήσω μισή ώρα για την πιεσοθεραπεία. Είναι πολύ καλός, τύφλα να ‘χουν τα καλύτερα σπα. Αλλά ο Τεν-Τεν έχει την ίδια ταρίφα με πριν δέκα χρόνια, τριάντα ευρώ αυχένας- πλάτη. Θα μείνω άτριφτη, δεν χάλασε κι ο κόσμος του, αύριο θα ρεφάρει.
Πάσα.
Τα παιδιά, οι μπαμπάδες, οι μαμάδες, ο Τεν-Τέν, η μαμά-μπουρκίνι, ο Εμίρης, ο κακομοίρης, τα μπακούρια, τα ζευγάρια, τα μωρά, επίσης δεν δίνουν δεκάρα, βρεγμένοι από την ίδια θάλασσα, σκεπασμένοι από τα ίδια αστέρια που ανάβουν σιγά σιγά
Το αιώνιο μεσημέρι της νοτιοδυτικής Σκιάθου (ο ήλιος είναι ψηλά μέχρι τις εφτάμιση) αρχίζει να φέρνει, με τα χίλια ζόρια, σε απόγευμα. Σκάει άλλη μια οικογένεια. Ο σύζυγος, δυο κοριτσάκια, και η μαμά. Με μπουρκίνι. Δεν έχω δει ποτέ μπουρκίνι εκτός αραβικού κόσμου. Ολόμαυρη φόρμα, συνδυασμός δύτη-Φαντομά, εφαρμόζει από το κεφάλι ως τους αστραγάλους. Για να σπάσει η μαυρίλα, πάνω από τη φόρμα φορεμένο μπούστο δετό λουλουδάτο κλάρα-λίκρα. Και φούστα ασορτί, επίσης λίκρα, όλα από το ύφασμα που φτιάχνονται τα μαγιό. Μαύρα γυαλιά πολύ μεγάλα, δεν έχει τόσο ήλιο, μάλλον για να σκεπάζουν το πρόσωπο. Τα κοριτσάκια τους πλατσουρίζουν στα ρηχά με ένα βρακί το καθένα, τα γδύνουν, τα βάζουν κάτω από την πρόχειρη ντουσιέρα, τα ξεπλένουν, τα σκουπίζουν. Εγώ περιμένω τη σειρά μου, να ξεπλυθώ, φορώντας τα γνωστά αίσχη: μπικίνι ελαχιστότατο σε στυλ Ζιζέλ, λαχανί φλούο (η Καπνικαρέα από την Ιπανέμα). Υποκρινόμαστε τη μαμά- μπουρκίνι ότι δεν κοιταζόμαστε, αλλά σχεδόν ακούμε μέσα στο μυαλό μας τι μπορεί να αναρωτιέται η μία για τον κόσμο της άλλης.
Πάσα.
Δύση τώρα: σε έγχρωμο σινεμασκόπ τεχνικολόρ, η χαρά του Ινσταγκραμ. Τι κι αν ξεπλύθηκα, θέλω κι άλλη βουτιά στα μωβ νερά. Πλατς. Τα παιδιά με τους μπαμπάδες το έχουν γυρίσει στο νερο-βόλεϊ, με μια μπάλα σίχαμα, τη βρήκαμε στην αποθήκη, ούτε ξέρω πόσα χρόνια. Δεκάρα δεν δίνουν. Δίπλα, ένα ζευγάρι ερωτευμένων, στα ρηχά, δεν αντέχει τόση γλύκα και πλακώνεται στα μπαλαμούτια και τα γλωσσόφιλα. Το ζευγάρι είναι δύο άντρες, λιγάκι παχουλοί, λιγάκι καραφλοί είναι ηλιοβασίλεμα, είναι ερωτευμένοι, δεκάρα δεν δίνουν. Τα παιδιά, οι μπαμπάδες, οι μαμάδες, ο Τεν-Τέν, η μαμά-μπουρκίνι, ο Εμίρης, ο κακομοίρης, τα μπακούρια, τα ζευγάρια, τα μωρά, επίσης δεν δίνουν δεκάρα, βρεγμένοι από την ίδια θάλασσα, σκεπασμένοι από τα ίδια αστέρια που ανάβουν σιγά σιγά, σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου, με το φεγγάρι στα μισά του, κι ο μαλωμένος με τον εαυτό του Θεός, για μια στιγμή, μένει ακίνητος, να σκεφτεί πόσο μαλάκας είναι.
Πάσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News