Το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου του 2011, ένας άνδρας στέκεται στη μέση της σκηνής του Αρχαίου Θεάτρου της Μαρώνειας, στη Ροδόπη κι απαγγέλλει «Ιλιάδα». Το θέατρο είναι κατάμεστο κι η βραδιά μαγική. Είναι ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησε με μοναδικό τρόπο ο Θοδωρής Γκόνης, στον κατανυκτικό αρχαιολογικό χώρο. Ο Μαρωνίτης καταχειροκροτήθηκε από τον κόσμο, συγκινήθηκε. Πέρσι συνάντησε στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» της Θεσσαλονίκης έναν από τους φωτογράφους εκείνης της βραδιάς. «Ήταν μια από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής μου», του είπε.
Ήταν Μαρωνίτης όνομα και πράμα. Ο πατέρας του, Νικόλαος, καταγόταν από τη Μαρώνεια, 775 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 300 από τη Θεσσαλονίκη. Οι Μαρωνίτες με υπερηφάνεια αναφέρουν το μεγάλο δάσκαλο ως συντοπίτη τους. Αν και ποτέ δεν έζησε εκεί, ο Δημήτρης Μαρωνίτης επισκεπτόταν την περιοχή. Σε μια τέτοια επίσκεψη το 1998, στην παρέα βρισκόταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας στη Νομική του ΑΠΘ και πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, Άρης Στυλιανού. Ο Μαρωνίτης τους ξενάγησε στον αρχαιολογικό χώρο και τους απήγγειλε μια ραψωδία από την Οδύσσεια τη μετάφραση της οποίας είχε, μόλις, τελειώσει. «Ήταν αεικίνητος, δε σε άφηνε ποτέ να ησυχάσεις», λέει στο protagon ο Άρης Στυλιανού, ο οποίος –αν και πολύ νεότερος- υπήρξε ένας από τους πολύ στενούς φίλους του εκλιπόντος δασκάλου.
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Το αντίθετο. Ρώτησα κάποιο φίλο εάν έκανε ποτέ παρέα μαζί του. «Όχι. Ήταν μια άλλη ελίτ. Και δικαίως. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήξερε γράμματα», απάντησε αφοπλιστικά.
Όλοι έχουν να λένε για τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του και το ύφος του που πρόδιδε απαιτητικό άνθρωπο. «Σε ζόριζε. Σε έβαζε να σκέφτεσαι, να συζητάς σοβαρά, ακόμη και στο μπαρ ή την ταβέρνα, δεν ήθελε εύκολες λύσεις», λέει ο κ. Στυλιανού. «Ήταν όντως αυστηρός και απαιτητικός. Δε χάιδευε, δεν έλεγε “τα καημένα τα παιδιά”, δεν κατέβαζε το επίπεδό του, απαιτούσε να ανέβουν οι άλλοι επίπεδο. Θεωρητικοποιούσε τα βιώματά του, ήταν σοβαρός χωρίς να είναι σοβαροφανής. Ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος κι ένας σπουδαίος, εξαιρετικός δάσκαλος. Ήταν, πάνω απ’ όλα, Δάσκαλος. Δίδασκε, είχε μανία με τη διδασκαλία, ακόμη και στις ταβέρνες δίδασκε».
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης μεγάλωσε φτωχικά, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Σοφοκλέους, ανάμεσα στην Κασσάνδρου και την Αθηνάς, προς την Άνω Πόλη. Ο πατέρας του ήταν καπνεργάτης. Το 1939 μπήκε με εξετάσεις στο Πειραματικό Γυμνάσιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σπούδασε στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ κι από το 1953 έως το 1959 απασχολήθηκε ως άμισθος βοηθός του Ιωάννη Κακριδή. Για το βιοπορισμό του, εργάστηκε έως το 1965 ως καθηγητής στα ξενόγλωσσα Γυμνάσια, το Γαλλικό Δελασάλ και τη Γερμανική Σχολή. Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία με υποτροφία κι ο γάμος του με την Ανθή Τσαπούλη. Απέκτησαν δυο κόρες, την Εριφύλη και την Νίκη.
Το 1965 έγινε υφηγητής στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ, απ’ όπου απολύθηκε λίγο μετά την επιβολή της χούντας. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος επίσης πέρασε από το Πειραματικό Γυμνάσιο, διατηρεί μια πολύ έντονη ανάμνηση του Μαρωνίτη από τα χρόνια εκείνα και την αφηγείται στο protagon. «Όταν είχε απολυθεί από τη χούντα, είχαμε κάνει μια ομάδα και μας μάζευε στο πατάρι του Ζήτα Μι (ήταν η γκαλερί που διατηρούσαν το ζεύγος Παύλου και Μίνας Ζάννα στην Αριστοτέλους) και μας έκανε μαθήματα. Δεν ήταν το κλασικό μάθημα, λογοτεχνία, γλώσσα, Αρχαία, και δεν ήταν μόνο το μάθημα. Ήταν μαθήματα ζωής, μεγάλη απόλαυση, η συζήτηση, τα ερεθίσματα, μετά συνεχίζαμε με φαγητά και ποτά…»
Παράλληλα, αν και απολυμένος από το ΑΠΘ και υπό δίωξη, ο Μαρωνίτης έδινε διαλέξεις στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, σθεναρά αντιστεκόμενος στο καθεστώς. Το καλοκαίρι του 1969 συνελήφθη στη διάρκεια μιας διάλεξης και κρατήθηκε για ένα μήνα στην Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης. Αποφάσισαν, με την οικογένειά του, να μετακομίσουν στην Αθήνα, καθώς η Θεσσαλονίκη ήταν μικρή πόλη με πολλούς χαφιέδες. Εκεί, του προσφέρθηκε μια δουλειά σε εκδοτικό οίκο, αλλά το Φεβρουάριο του 1971 συνελήφθη εκ νέου από την ΕΣΑ κι έμεινε για 10 μήνες στον Κορυδαλλό. Όταν βγήκε από τη φυλακή, εξακολούθησε τη δράση του, δημοσιεύοντας άρθρα εναντίον του καθεστώτος στο ΒΗΜΑ, όπου εργαζόταν ως επιφυλλιδογράφος. Συνελήφθη για τρίτη φορά το Μάρτιο του 1973 κι έμεινε σε κελί του ΕΑΤ – ΕΣΑ βασανιζόμενος επί 6 μήνες.
Επανήλθε στο Πανεπιστήμιο ως εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική το 1974 και το 1975 εξελέγη καθηγητής στην Α’ έδρα Κλασικής Φιλολογίας. Κινούνταν πάντα στο χώρο της αριστεράς, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Συμμετείχε σε εκδηλώσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού και είχε διατελέσει υποψήφιός του σε εκλογές, όπως και με τον ενιαίο Συνασπισμό το 1989. Μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου του Ρήγα Φεραίου τον θυμούνται σε συναντήσεις προκειμένου να τον στηρίξουν στις πρώτες πρυτανικές εκλογές που διενεργήθηκαν με τον νόμο πλαίσιο 1268/1982. Δεν τους έταξε τίποτε, δεν διαπραγματεύτηκε καθόλου. Τον στήριξαν και, με το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ να είναι απέναντί του, κατάφερε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 20%. Εξελέγη πρύτανης ο Δημήτρης Φατούρος. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης εναντιωνόταν σε κάθε πιθανή σύγκλιση του χώρου του με το ΠΑΣΟΚ, και αποχώρησε από το Συνασπισμό το 1990, όταν αποφασίστηκε να στηρίξει το Φατούρο για δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, δεν ήταν κάτι προσωπικό με το Φατούρο. Αντιθέτως, είχαν φιλική σχέση. Συνδαιτυμόνας θυμάται μια βραδιά στο σπίτι του Δημήτρη Φατούρου στην παραλία της Θεσσαλονίκης το 1975, στην εποχή της μεταπολίτευσης, εποχή ιδιαιτέρως φορτισμένη και έντονη. Ήταν εκεί διάφοροι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Δημήτρης Τσάτσος κι ο Δημήτρης Μαρωνίτης, όλοι τους κάτω των 50 ετών. Ο συνδαιτυμόνας θυμάται τις υψηλότατου επιπέδου αναλύσεις, το κλίμα του προβληματισμού για την πορεία προς μια δημοκρατική κατεύθυνση κι αναρωτιέται πώς θα ένιωθαν, σήμερα, οι τότε μεσήλικες που μελετούσαν και συμμετείχαν σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές με στόχο μια δίκαιη Ελλάδα.
Ο εκλιπών δε μασούσε τα λόγια του και δεν δίστασε ποτέ να συγκρουστεί. Ως «sui generis, αριστοκράτη του πνεύματος και βαθιά εστέτ» τον περιγράφει παλιός του σύντροφος. Δεν έκανε εκπτώσεις στο πνευματικό του έργο, δεν ξέφευγε από τις αρχές του, ενώ υπήρξε και αισθητικά τολμηρός για την εποχή του. Για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, εμφανιζόταν στη Θεσσαλονίκη με χρωματιστά παντελόνια, κάτι μοναδικό για πανεπιστημιακό δάσκαλο. Είχε μια ξεχωριστή αισθητική αντίληψη των έργων τέχνης κι αυτό φαινόταν στις επιφυλλίδες και τα άρθρα του.
Μιλούσε σαν να έγραφε. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται, συνήθως επικρατεί η τάση η γραφή να μιμείται την ομιλία. Ο Μαρωνίτης μιλούσε σαν να έγραφε, απαιτητικά, φιλοσοφικά, αυστηρά, ελιτίστικα, δηκτικά. Δε χαριζόταν σε κανέναν και οι φοιτητές του πολλές φορές έτρεμαν για τη συμπεριφορά του. Όσο κι αν μετρούσε τα λόγια του, πάντως, δεν απέφευγε κι αθυροστομίες. Για παράδειγμα, τον θυμούνται να φωνάζει στο διάδρομο της Φιλοσοφικής σε φοιτητή: «Εκτός από συνδικαλιστής, είσαι και μαλάκας;»
Λάτρευε το θέατρο, κι επί κυβέρνησης Τζαννετάκη το 1989 διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 1990, λόγω των αντιδράσεων που προκαλούσαν οι τολμηρές πρωτοβουλίες του στο «συντηρητικό κατεστημένο των ηθοποιών του θεάτρου», όπως λεν άνθρωποι που τον γνώρισαν καλά. Από μαθητής μετείχε σε θεατρικές ομάδες. Ως φοιτητής, ήταν στη θεατρική ομάδα του ΑΠΘ, ενώ έπαιξε και σε παραστάσεις. Για παράδειγμα, το 1997 είχε το ρόλο του παιδαγωγού στην «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου κι έζησε τη χαρά να εμφανιστεί σε Αρχαία Θέατρα όπως της Δωδώνης και της Επιδαύρου. Είχε φιλική σχέση με τον Κάρολο Κουν και τον Μίνω Βολανάκη, όπως και με άλλους θεατρανθρώπους.
Συνταξιοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο το 1996. Όλα αυτά τα χρόνια, έως το 2000, μοίραζε τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλονίκη έμενε σε νοικιασμένο σπίτι στην οδό Γρηγορίου Παλαμά 5 και σύχναζε στο κοντινό καφέ μπαρ De Facto. Εκεί γύρω ήταν και τα εστιατόρια που προτιμούσε, το Vivere στην οδό Ζεύξιδος και το Tiffany’s στην Ικτίνου. Είχε παλιούς φίλους που δεν ήταν δημόσια πρόσωπα. Από το 2000 έμεινε μόνιμα στην Αθήνα, αλλά επισκεπτόταν κατά διαστήματα τη Θεσσαλονίκη.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης κατάφερε να μετατρέψει μια αδυναμία του σε δύναμη. Αν και πέρασε κάποιο χρόνο σπουδών στη Γερμανία, δεν έμαθε καλά άλλη γλώσσα πέραν της ελληνικής. Δε σκεφτόταν σε κάποια άλλη γλώσσα, όπως συμβαίνει συχνά σε όσους είναι πολύγλωσσοι. Αυτό τον βοήθησε να εξελίσσει διαρκώς τη γνώση του στην ελληνική και τις μεταφράσεις του, κάτι που αναγνωρίζεται διεθνώς. Ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό Κανόνα» αναφέρεται σε κείμενα του Μαρωνίτη, ενώ στην Αμερική έχουν υιοθετηθεί οι ομηρικές μεταφράσεις του. «Με το μυαλό και την τόλμη του, εάν ο Δημήτρης Μαρωνίτης έγραφε σε μια πιο ισχυρή γλώσσα όπως τα αγγλικά ή τα γαλλικά, θα ήταν ένας παγκόσμιος διανοούμενος. Δεν είχε να ζηλέψει κάτι από τον Ντεριντά…», καταλήγει ο Άρης Στυλιανού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News