Δεν κάθισε ποτέ να δει μια ταινία του από την αρχή μέχρι το τέλος. Ποτέ. «Οσοι με γνωρίζουν ξέρουν πως δεν έχω την υπομονή» έλεγε ο Αμπάς Κιαροστάμι. Ισως επειδή επειγόταν να ετοιμάσει την επόμενη ιστορία του. Να δημιουργήσει αυτή τη μοναδική κινηματογραφική συνύπαρξη ρεαλισμού και παραβολής. Ο ιρανός σκηνοθέτης έφυγε την Δευτέρα 4 Ιουλίου, στο Παρίσι όπου βρισκόταν για θεραπεία καθώς μόλις τον Μάρτιο είχε μάθει πως πάσχει από καρκίνο στο στομάχι. Λίγες μέρες πριν είχε γίνει γνωστό πως έγινε μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών.
Ο θάνατός του προκάλεσε σοκ. Ακόμα και σε αυτούς που γνώριζαν την ασθένειά του. Ενα τέλος σχεδόν βίαιο, ακαριαίο για τον σπουδαίο σκηνοθέτη που πήρε Χρυσό Φοίνικα για μια ταινία που εξιστορούσε την αέναη περιπέτεια ενός άντρα που ήθελε να πεθάνει και έψαχνε οδηγώντας σε όλη την χώρα κάποιον να τον βοηθήσει. Να δεχθεί να τον θάψει. Πρόκειται βέβαια για την περίφημη ταινία «Γεύση από Κεράσι» που του χάρισε το κορυφαίο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών το 1997 και προκάλεσε μια σεισμική δόνηση που έφερε «τεκτονικές πλάκες» του ιρανικού κινηματογράφου πιο κοντά από ποτέ στον παγκόσμιο, διεθνούς απήχησης κινηματογράφο.
Διότι ο Κιαροστάμι, ο ποιητής του κινηματογράφου όπως αγαπούν να τον περιγράφουν (δεν είναι τυχαίο ότι έγραφε και ποίηση ο ίδιος), δεν ήταν απλός ιρανός. Δεν έφερε δηλαδή τη χώρα ως στοιχείο της καταγωγής. Είχε επιλέξει να ζει στο Ιράν. Δεν το εγκατέλειψε με την αλλαγή του καθεστώτος, έμεινε εκεί και συνέχισε να εργάζεται, αντιμέτωπος όπως όλοι οι δημιουργοί στη χώρα με σκληρή λογοκρισία και βλέποντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως τα δικαιώματα των γυναικών να συρρικνώνονται.
Το ένιωσε και ο ίδιος αυτό, στη στιγμή της μεγάλης του δόξας, στις Κάννες. Οταν κέρδισε το βραβείο στις Κάννες, έσπευσε να φιλήσει την Κατρίν Ντενέβ. Το σοκ και η κριτική που δέχθηκε από το καθεστώς ήταν οξύτατα: τόλμησε να φιλήσει δημοσίως μια γυναίκα. Και μάλιστα μια γυναίκα που δεν ήταν καν η σύζυγός του. Πώς μπορούσε λοιπόν να δημιουργεί, όχι απλά να δημιουργεί να καινοτομεί και να εστιάζει σε όλη τη συναισθηματική γκάμα του ανθρώπου, να φέρνει τον άνθρωπο στο κέντρο και να αφηγείται ιστορίες σε ένα αυταρχικό καθεστώς;
Οι κριτικοί, οι αφοσιωμένοι μελετητές του, επιμένουν πως κατάφερνε να ξεπερνά τον έλεγχο της λογοκρισίας και να περνά τα μηνύματά του υπογείως. Ταινίες ισχυρά μηνύματα που όμως διεύφευγαν της λογοκρισίας. Η αλήθεια είναι βέβαια πως τον κατηγόρησαν αρκετοί ότι προκειμένου να επιβιώσει στο Ιράν δεν έκανε πολιτικές ταινίες. «Το έργο του Κιαροστάμι είναι απολιτίκ» είπαν, με μομφή αφού χρέος του καλλιτέχνη, κυρίως ενός καλλιτέχνη που η φωνή μπορεί να ακουστεί διεθνώς, είναι και να καταγγέλλει. «Ποτέ δεν προτρέπω κάποιον να ψηφίσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν ωθώ τους ανθρώπους να αντιδράσουν, αλλά να βρουν την αλήθεια στην καθημερινότητα. Οσο προσπαθούμε να αγγίξουμε την αλήθεια, παραμένουμε ουσιαστικοί και απόλυτα πολιτικοί» έλεγε ο ίδιος ο Κιαροστάμι.
Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ έλεγε «ο κινηματογράφος ξεκίνησε με τον Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ και τελειώνει με τον Αμπάς Κιαροστάμι». Ο Μάρτιν Σκορτσέζε έλεγε πως ο Κιαροστάμι αντιπροσωπεύει την «υψηλότερη τέχνη στον σύγχρονο κινηματογράφο». Το Χόλιγουντ, το Παρίσι, το Λονδίνο, τον περίμεναν να εγκαταστεθεί εκεί και να μεγαλουργήσει. Ο ίδιος δεν το σκέφτηκε ποτέ. Ελεγε «Οταν ξεριζώνεις ένα δέντρο από το χώμα και το μεταφέρει σε ένα διαφορετικό μέρος, το δέντρο δεν παράγει πια φρούτα. Και αν το κάνει, δεν είναι ποτέ το ίδιο καλά όπως στο μέρος που ρίζωσε πρώτη φορά. Αν άφηνα τη χώρα μου θα ήμουν σαν ένα ξεριζωμένο δέντρο. Παράγω την καλύτερη δουλειά μου στο Ιράν».
Γεννήθηκε το 1940 στο βόρειο Ιράν μέσα σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον, αφού ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και διακοσμητής. Σπούδασε ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης (έχοντας κερδίσει έναν διαγωνισμό για εφήβους), εργάστηκε ως γραφίστας και συνεργάστηκε με ένα πρακτορείο που δημιουργούσε διαφημίσεις για το Κέντρο Διανοητικής Ανάπτυξης Παιδιών και Νέων, όπου είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει έργα με πρωταγωνιστές παιδιά (περίπου 22 ταινίες μικρού ή μεγάλου μήκους). Και ήταν τα παιδιά τα κεντρικά πρόσωπα στις πρώτες του ταινίες που άνοιξαν τον δρόμο για τη σπουδαία του καριέρα.
Κάνοντας ήρωες των ταινιών του τα παιδιά, τα διλλήματα, τις προκλήσεις, τις αλλαγές που βιώνουν, ουσιαστικά έκανε ένα δυνατό σχόλιο για τις αλλαγές και τα διλλήματα της σύγχρονης κοινωνίας μέσα σε ένα περιβάλλον που άλλαζε βίαια πολιτικά. «Θα έλεγα πως δεν υπάρχει ταινία που να μην είναι πολιτική. Κάθε φιλμ που αγκυροβολεί στην κοινωνία, κάθε ταινία που ασχολείται με την ανθρωπότητα είναι απαραίτητα πολιτική».
Το 1973 γύρισε την ταινία «Εμπειρία» για την ιστορία ενός αγοριού που προσπαθεί να γοητεύσει το κορίτσι που έχει ερωτευθεί. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ο Ταξιδιώτης» προβλήθηκε στη Δύση στη δεκαετία του ’90 και ενώ είχε ήδη γίνει γνωστός. Εκεί εξιστορούσε την ιστορία ενός αγοριού δέκα ετών που προσπαθούσε να μαζέψει χρήματα για να πάει να δει έναν σπουδαίο ποδοσφαιρικό αγώνα στην Τεχεράνη.
Ο σεισμός που συγκλόνισε το βόρειο Ιράν το 1990, σχεδόν ταυτόχρονα με τα πεντηκοστά του γενέθλια, τον καθόρισε. Οδήγησε μαζί με το γιό του μέχρι τις επαρχίες που επλήγησαν περισσότερο. Είδε τον θάνατο από κοντά. Και όπως έλεγε εκεί εξοικειώθηκε με τον θάνατο και έμαθε να είναι περισσότερο αισιόδοξος. Τουλάχιστον στις ταινίες του…
Αγαπούσε να οδηγεί στις αγροτικές περιοχές του Ιράν και να τραβά φωτογραφίες. Γνωρίζοντας πως παρεμβαίνει στον τρόπο που βλέπουμε, αφού έλεγε «Εχω παρατηρήσει πως συχνά δεν βλέπουμε αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αν αυτό δεν βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σε ένα κάδρο».
Γύρισε περισσότερες από 40 ταινίες στη ζωή του με πλέον πρόσφατες τις «Γνήσιο Αντίγραφο» με τη Ζιλιέτ Μπινός που πήρε και το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας και «Κάτι σαν Ερωτας». Και σε όσους τον θαύμαζαν έλεγε πάντα «δεν είμαι σε θέση να δώσω συμβουλή σε κανέναν άνθρωπο». Οταν όμως τον ρωτούσαν ποια αρετή πρέπει να έχει μια κινηματογραφική ταινία, απαντούσε ««Απουσία προχειρότητας και ρηχότητας θεματικής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News