Πριν από 45 χρόνια, το 1971, το Ολλανδικό Ραδιοτηλεοπτικό Ιδρυμα στα πλαίσια του International Philosopher’s Project, διοργάνωσε μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ του αμερικανού διανοητή Νόαμ Τσόμσκι και του enfant terrible της γαλλικής διανόησης, Μισέλ Φουκώ. Το αντικείμενο της κουβέντας τους ήταν η ανθρώπινη φύση. Τίποτα λιγότερο συναφές με την προβληματική των δύο ανδρών. Κι όμως, κατά τη διάρκεια του διαλόγου, η συζήτηση εκτροχιάστηκε -με θαυμαστό τρόπο- προσεγγίζοντας τον τύπο των κοινωνιών που δημιούργησαν οι δημοκρατίες μας.
Από εκείνη τη συζήτηση προέκυψε η ρήση-ρουκέτα του Φουκώ για την πυρηνική δομή της δημοκρατίας ως πολίτευμα και η οποία, συν τω χρόνω, μετατράπηκε σε τσιτάτο και εύκολη ρητορεία στα στόμα ενίων πολέμιών της. «Η δημοκρατία δεν είναι τίποτα άλλο από δικτατορία της τάξης», είχε πει ο γάλλος φιλόσοφος, αλλά για να είμαστε ακριβείς, και οφείλουμε να είμαστε ακριβείς, είχε πει επί λέξει: «Αν με τη λέξη «δημοκρατία» εννοούμε την πραγματική άσκηση της εξουσίας από έναν πληθυσμό που δεν είναι ούτε διαιρεμένος ούτε διατεταγμένος ιεραρχικά σε τάξεις, τότε είναι φανερό ότι απέχουμε πολύ από τη δημοκρατία. Είναι ολοφάνερο όμως ότι ζούμε κάτω από ένα καθεστώς δικτατορίας της τάξης, εξουσίας της τάξης, που επιβάλλεται με τη βία, ακόμη κι όταν τα όργανα αυτής της βίας είναι θεσμικά και συνταγματικά, και στο βαθμό αυτόν δεν τίθεται ζήτημα δημοκρατίας για μας».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τη βία ή χωρίς αυτήν, η έννοια της δημοκρατίας, ήτοι της ευρείας συμμετοχής στα κοινά πράγματα μέσω ενός συστήματος αντιπροσώπευσης, δείχνει στις μέρες μας να πάσχει ή, τουλάχιστον, να δέχεται αρκετή πολεμική ως προς την αποτελεσματικότητά του.
Το πρόσφατο δημοψήφισμα στη Βρετανία, εκείνο που διενήργησε η Ελλάδα πριν από ένα χρόνο, αλλά και οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, μας βάζουν, αίφνης, στο κυρίως θέμα: στη σημασιολογική διάσταση της συμμετοχής στα κοινά. Κοινώς: ποιοι δικαιούνται να έχουν άποψη και δικαίωμα ψήφου; Κάτω από ποιες συνθήκες επηρεάζει η κρίση ενός εκάστου για θέματα οριακής φύσης;
Οι «πούροι» θιασώτες της κοινωνίας των ολίγων και ελαχίστων «καλών» σπέρνουν το τελευταίο διάστημα το σπόρο της αμφισβήτησης σημειώνοντας με τρόπο χονδροειδή ότι οι φτωχοί και απαίδευτοι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς ψηφίζουν με αποτέλεσμα οι ψηφοφορίες να βγάζουν τρελά και παλαβά αποτελέσματα.
Πρώτη υποσημείωση: οι φτωχοί και απαίδευτοι κατέχουν την αισθητή πλειοψηφία των κοινωνικών συνόλων διότι μια ευάριθμη μειοψηφία «εκλεκτών» τους οδήγησε σε αυτό το σημείο. Κανείς δεν γεννιέται μορφωμένος και ενδεής. Εκτός αν υπάρχει κάποια γενετική έρευνα που αποδεικνύει ότι στο dna των ανθρώπων εγγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία και οι γνώσεις που θα αποκτήσουν εν ζωή.
Δεύτερη υποσημείωση: προς αυτούς τους απαίδευτους και αμόρφωτους απευθύνονται οι ελίτ προσφέροντάς τους την έννοια του «πολίτη» και ζητώντας τους τη ψήφο, τη γνώμη, τη συγκατάβαση ή την άρνησή τους. Τα καλά και συμφέροντα; Δηλαδή: όταν οι πολίτες ταυτίζονται με την κυρίαρχη άποψη είναι αρεστοί και όταν παρεκκλίνουν αυτής θεωρούνται αποσυνάγωγοι;
Κατά τον Νόαμ Τσόμσκι δεν τίθεται κανένα δίλημμα. Ως διαπρύσιος λάτρης της άμεσης δημοκρατίας, δήλωνε σε εκείνη τη συζήτηση με τον Φουκώ: «Αν είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο πράγματα, να εμπιστευτούμε τη συγκεντρωμένη εξουσία όσον αφορά τη λήψη της σωστής απόφασης σ’ αυτό το θέμα, ή να εμπιστευτούμε τις ελεύθερες συνενώσεις των ελευθεριακών κοινοτήτων όσον αφορά το ίδιο θέμα, τότε θα επέλεγα το δεύτερο». Σαν να λέμε: είναι προτιμότερο να κάνει λάθος μια κοινότητα ανθρώπων από το να αφήσουμε μια ελιτίστικη ομάδα να κανοναρχεί τις απόψεις των πολλών.
Το ερώτημα είναι, ωστόσο, ενεργό και μένει να απαντηθεί: κι αν οι πολλοί, όντως, κάνουν λάθη; Αν το πλειοψηφικό «Οχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα ήταν ένα είδος ομαδικής πλάνης; Αν το Brexit των Βρετανών ήταν μια πράξη αυτοχειρίας; Αν οι Αμερικανοί υπερψηφίσουν τον πρώτο παρατυχόντα σχιζοφρενή για πρόεδρό τους (βλ. Τραμπ);
Μήπως, λοιπόν, η λαϊκή κρίση είναι ευεπίφορη στα λάθη; Μακριά από το… αγριεμένο πλήθος και τις λογής λαϊκιστικές περικοκλάδες, μπορεί κανείς να εικάσει βάσιμα ότι, όντως, πολλές φορές ολόκληρες κοινωνίες καταλήφθηκαν από το «κακό» ή το «λάθος». Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η άνοδος του Χίτλερ δεν ήταν αποτέλεσμα ένθεης κρίσης. Ούτε ο «πατερούλης» Στάλιν ήταν κάποιο κοινωνικό πείραμα.
Τούτο, όμως, απέχει πολύ από το θέτει κανείς μια γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα τους λιγότερο και τους περισσότερο «ικανούς» στο να λειτουργούν σε συνθήκες δημοκρατίας.
Αν η μόρφωση και το κοινωνικό στάτους είναι τα βασικά κριτήρια κατηγοριοποίησης, τότε μάλλον είμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο που προσεγγίζει την «ορθοδοξία» της δημοκρατίας, την οποία, φευ, έχουν δικαίωμα να την διακηρύττουν μόνο λίγοι, ελάχιστοι και εκλεκτοί. Κι αν αυτοί, με τη σειρά τους, κάνουν (ένα ακόμη) λάθος; Ποιος θα τους κρίνει; Οι ακόμη λιγότεροι εκλεκτοί; Στο τέλος θα μας απομείνει ένας (μεσσίας) να κρίνει τους πάντες.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα πολιτική εννοιολόγηση; Μια μεσσιανική σύλληψη, ενδεχομένως; Μια εσχατολογική ερμηνεία των αποτελεσμάτων της δημοκρατίας επί τη βάσει κοινωνικών συμφραζομένων;
Ο ιταλός φιλόσοφος, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, είχε επισκεφθεί πριν από τρία χρόνια την Αθήνα και είχε μιλήσει για τη σύγχρονη έννοια της δημοκρατίας. Είχε πει: «Η δημοκρατία είναι μια έννοια διφορούμενη. Σημαίνει τη συγκρότηση του πολιτικού σώματος, αλλά και την τεχνολογία, απλώς, της διακυβέρνησης: σήμερα η δημοκρατία είναι μια τεχνική της εξουσίας, ανάμεσα σε άλλες. Ας κάνουμε αυτή τη διάκριση, ανάμεσα στην πραγματική δημοκρατία ως συγκρότηση του πολιτικού σώματος και τη δημοκρατία ως τεχνική διακυβέρνησης που στηρίζεται στα γκάλοπ, τις εκλογές, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τη διακυβέρνηση ιδίως μέσω των ΜΜΕ κλπ. Η δεύτερη εκδοχή, αυτό που οι κυβερνήσεις αποκαλούν δημοκρατία, δεν μοιάζει σε τίποτα με την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα. Αν αυτό είναι η δημοκρατία, απλούστατα, δεν με ενδιαφέρει».
Υπάρχει, όμως, και ο αντίλογος. Ο βέλγος συγγραφέας Ντέιβιντ φαν Ρέιμπρουκ, δημοσίευσε στις 29/6 στον βρετανικό Guardian ένα μακροσκελές άρθρο γύρω από τις παθογένειες της σύγχρονης δημοκρατίας και την ανάγκη να περάσουμε από την «πολλή συμμετοχή» σε μια κεντρομόλα διευθέτηση των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Μάλιστα, κάνει λόγο για «εκλογικό φονταμενταλισμό» με τους οπαδούς αυτής της «ασθένειας» να πιστεύουν πως οι εκλογές λύνουν όλα τα θέματα των κοινωνιών. Αρα, μέσες άκρες, το ζητούμενο σε μια δημοκρατία δεν πρέπει να είναι μόνο το δικαίωμα της ψήφου, ή, τουλάχιστον, να μην περιορίζεται μόνο σε αυτό το καθήκον, αλλά θα πρέπει να υπάρχει μια εξαντλητική συζήτηση της κοινωνίας γύρω από θέματα που την απασχολούν.
Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» εξηγούσε πως το βασικό ελάττωμα της δημοκρατίας είναι ότι εξομοιώνει τα ανόμοια και εξισώσει τα άνισα. Δίνει ίσα δικαιώματα σε άτομα με διαφορετικές υποχρεώσεις, άρα καταργεί την υπευθυνότητα, ενώ οι διαφορετικές ικανότητες των ατόμων αυτομάτως γκρεμίζουν την έννοια της αξιοκρατίας. Βέβαια, κινδυνεύουμε από τούτη τη μικρή περικοπή ενός μνημειώδους βιβλίου να λάβουμε λανθασμένες απόψεις για την άποψη του Σταγειρίτη.
Ωστόσο, και πάλι το ερώτημα παραμένει: θέλουμε μια δημοκρατία α λα καρτ, κατά το δοκούν, κατά περίσταση; Ή μια δημοκρατία των πολλών που θα έχει δικαίωμα ακόμη και στο λάθος;
Οπως έλεγε και ο Ρούσβελτ: «Κάθε φορά που καλείσαι να πάρεις μια απόφαση το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι το σωστό, το αμέσως καλύτερο είναι να κάνεις το λάθος. Το χειρότερο πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News