Εδώ και έξι χρόνια μιλάμε για μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις είναι καταρχήν αυτό που απαιτούσε η τρόικα και τώρα οι «θεσμοί». Οι μεταρρυθμίσεις ήταν αυτό που υποσχόταν κάθε κυβέρνηση από τον Παπανδρέου μέχρι τον Τσίπρα. Οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που συστηματικά τις συγχέουν με τα δημοσιονομικά μέτρα (δηλ. τις περικοπές και την αύξηση της φορολογίας) οι αριβίστες αντιμνημονιακοί αλλά και οι οικονομικά αναλφάβητοι.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές για τις οποίες ξέρουμε τόσο πολλά και τόσο λίγα. Εκτός από κάτι για το οποίο είμαστε απολύτως βέβαιοι: δεν πραγματοποιούνται. Είναι χαρακτηριστικό το εξής: Η Ελλάδα, έχει έντονα συμπτώματα αυτού που ονομάζουμε «κούραση από τις μεταρρυθμίσεις» (reform fatigue). Δεδομένου ότι μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει ελάχιστες, αναρωτιέται κανείς γιατί να υπάρχουν τόσες αντιστάσεις και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό.
Αυτές τις ημέρες διάβασα ένα σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που σας το συστήνω. Πρόκειται για το νέο βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου με τίτλο Αλλάζει η Ελλάδα; Η Πολιτική Οικονομία των Μεταρρυθμίσεων (εκδόσεις Επίκεντρο, 2016). Ο Σκάλκος είναι ένας νέος πολιτικός επιστήμονας αλλά έχει ταυτόχρονα και αρκετή εμπειρία καθώς έχει διατελέσει σύμβουλος σε τρία υπουργεία. Το βιβλίο του προσπαθεί να απαντήσει στο καυτό ερώτημα: γιατί είναι δύσκολο να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και γιατί είναι ακόμα πιο δύσκολο να εφαρμοστούν στην Ελλάδα; Ο Σκάλκος δεν ενδιαφέρεται τόσο να παρουσιάσει, για άλλη μια φορά, τη θεσμική παθογένεια της Ελλάδας. Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να καταγράψει τη διεθνή εμπειρία αλλά και τη διεθνή βιβλιογραφία πάνω στους τρόπος υπέρβασης των αντιστάσεων και των εμποδίων. Eτσι μέσα σε δύο περίπου ώρες, όσο χρειάζεται για να διαβάσει κανείς τις 120 σελίδες του βιβλίου (που περιλαμβάνει και έναν πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο του Καθηγητή Πάνου Καζάκου), θα μάθετε σχεδόν όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε για τη θεωρία και τη διεθνή εμπειρία των μεταρρυθμίσεων. Και με πολύ απλά λόγια, διότι το βιβλίο είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο και πολύ καλά οργανωμένο.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το βιβλίο θα ήθελα να προσθέσω και κάποιες δικές μου σκέψεις που αφορούν την Ελλάδα.
Καταρχήν θα πρέπει να γνωρίζετε ότι οι αιτίες της κρίσης που περνάμε εδώ και 7 χρόνια είναι κυρίως θεσμικές. Η παγκόσμια κρίση του 2008, η παθογένεια μιας Ευρωζώνης με σαθρό θεσμικό υπόβαθρο και εγγενείς αντιφάσεις, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας, το προβληματικό εμπορικό ισοζύγιο, η μυωπική συμπεριφορά των εταίρων και τα λάθη στα προγράμματα διάσωσης, αποτελούν βέβαια σοβαρές αιτίες ή αφορμές που οδήγησαν στην ασφυξία του 2010 και στην αποτυχία που ακολουθεί την εφαρμογή κάθε Μνημονίου. Oμως το ελληνικό πρόβλημα είναι κυρίως θεσμικό (με την ευρεία έννοια). Γι’ αυτό δεν λύνεται αν δεν υιοθετήσουμε επειγόντως τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Και ποιες είναι αυτές, θα με ρωτήσετε εύλογα. Καταρχήν θα πρέπει να ανοίξει η αγορά. Αν θεωρείτε ότι αυτό έχει γίνει, ότι η Ελλάδα είναι μια ελεύθερη αγορά ή, ακόμα χειρότερα, αν θεωρείτε την Ελλάδα «παράδεισο του νεοφιλελευθερισμού» είστε ή αδαής, ή ιδεοληπτικός ή άθλιος πολιτικάντης. Γιατί η Ελλάδα πριν από την κρίση, στη διάρκεια της κρίσης και σήμερα που διαβάζετε αυτό το κείμενο, ήταν, είναι κι από ό,τι φαίνεται θα παραμείνει η λιγότερο ανοικτή οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Και, μαζί με τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία μια από τις πιο κλειστές στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Μην αναρωτιέστε λοιπόν γιατί δεν υπάρχει ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα, γιατί δεν βρίσκετε δουλειά (ποιος να σας την προσφέρει;), γιατί οι τιμές πολλών προϊόντων δεν λένε να πέσουν παρά τη μείωση της ζήτησης και τον αποπληθωρισμό, γιατί δεν γίνονται ξένες επενδύσεις ενώ έχει μειωθεί τόσο το εργατικό κόστος. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουν αμέσως ριζικές δομικές μεταρρυθμίσεις που να ανοίγουν τις αγορές στον ανταγωνισμό. Μόνο έτσι θα έχουμε επενδύσεις, θα ανοίξουν επιχειρήσεις, θα υπάρξουν επιτέλους θέσεις εργασίας.
Αυτοί που θέλουν να παραμείνει η Ελλάδα μια κλειστή κορπορατιστική οικονομία είναι οι ισχυροί ολιγάρχες που υπερασπίζονται τα καρτέλ τους, οι ισχυρές επαγγελματικές οργανώσεις που υπερασπίζονται τα κλειστά επαγγέλματά τους και βέβαια τα ισχυρά σωματεία του δημόσιου τομέα
Μα ποιος κρατά κλειστή την αγορά; Θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι φταίει η ιδεοληψία της παρούσας κυβέρνησης. Είναι αλήθεια, οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα για το πώς λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος. Θα το παλέψουν μέχρι το τέλος. Αλλά, κακά τα ψέματα, και οι προηγούμενες κυβερνήσεις αντιπαθούσαν τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά. Oμως όλα αυτά είναι μάλλον προσχήματα. Γιατί στην πραγματικότητα αυτοί που θέλουν να παραμείνει η Ελλάδα μια κλειστή κορπορατιστική οικονομία (και εξασφαλίζουν την σιωπηρή συνενοχή των πολιτικών) είναι οι ισχυροί ολιγάρχες που υπερασπίζονται τα καρτέλ τους, οι ισχυρές επαγγελματικές οργανώσεις που υπερασπίζονται τα κλειστά επαγγέλματά τους και βέβαια τα ισχυρά σωματεία του δημόσιου τομέα που υπερασπίζονται τα εξοργιστικά προνόμιά τους. Η πολιτική δύναμή αυτών των ομάδων είναι τόσο μεγάλη και η άγνοια των υπολοίπων τόσο αξιοθρήνητη που οι πρώτοι δεν κινδυνεύουν από τη λαϊκή κατακραυγή και οι δεύτεροι ενίοτε είναι τόσο ανόητοι ώστε να τους υπερασπίζονται κιόλας!
Από εκεί και πέρα χρειάζονται επειγόντως μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα και στο ασφαλιστικό. Αν διαβάζετε συνεπώς το Protagon δεν χρειάζεται να προσθέσω πολλά. Θα σημειώσω μόνο τα εξής (για μια αναλυτική παρουσίαση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, κατεβάστε δωρεάν από εδώ την έκθεση του ΟΟΣΑ):
(α) για το Φορολογικό: πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει, πέραν πάσης αμφιβολίας, πόσο η λιτότητα στραγγαλίζει μια οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα πρόγραμμα λιτότητας δεν είναι απαραίτητο – ειδικά σε περιπτώσεις δημοσιονομικού εκτροχιασμού, όπως η δική μας. Oμως υπάρχουν, χοντρικά, δύο ειδών προγράμματα. Από τη μια αυτά που βασίζονται στη μείωση των κρατικών δαπανών και από την άλλη τα φορομπηχτικά. Τα δεύτερα δεν στραγγαλίζουν απλώς αλλά εξοντώνουν μια οικονομία. Τα πρώτα αντίθετα έχουν πολύ λιγότερο καταστροφικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα όταν επικεντρώνονται στο «λίπος» του κρατικού μηχανισμού και οι περικοπές γίνονται με διάκριση και με κριτήρια αποτελεσματικότητας. Στην Ελλάδα από τη μια φορολογούμε ανηλεώς ό,τι αναπνέει και από την άλλη οι περικοπές αντί να στοχεύσουν το κρατικό «λίπος» διέλυσαν την υγεία και την παιδεία και ισοπέδωσαν ό,τι απέμεινε από την αγορά. Πετύχαμε δηλαδή τον συνδυασμό που σκοτώνει – κυριολεκτικά. Προσθέστε στα παραπάνω ότι το σύστημα αυτό είναι εξαιρετικά άδικο (καθώς η φοροδιαφυγή από μεγάλες ομάδες συνεχίζει να οργιάζει) και βέβαια αναποτελεσματικό – τα έσοδα μειώνονται.
(β) για το Ασφαλιστικό: αυτή είναι η βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί καθώς ο συνδυασμός της υπογεννητικότητας με ένα σύστημα που δεν μπορεί να επιβιώσει, διότι είναι ταυτόχρονα (και αυτό) άδικο και αναποτελεσματικό, πυροδοτείται από την ανυπαρξία υγιούς οικονομικής δραστηριότητας που να εξασφαλίζει τουλάχιστον μια παράταση στη ζωή του. Η πρόσφατη ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης ήταν το αντίστοιχο ενός τσιρότου πάνω σε μια πληγή που αιμορραγεί. Η αντίστροφη μέτρηση όμως συνεχίζεται.
Τι χρειάζεται για να μπορέσουν να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις; Δυστυχώς αρκετές προϋποθέσεις. Απαντήστε μόνες/οι σας αν υπάρχουν:
- Εναν λαό που να έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο και να έχει κατανοήσει ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, ακόμα κι όταν είναι επώδυνες.
- Μια πολιτική ηγεσία έτοιμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος αλλά που να διαθέτει επίσης τη λαϊκή στήριξη.
- Μια ομάδα τεχνοκρατών που να έχει θεωρητική επάρκεια αλλά και να γνωρίζει καλά τη διεθνή εμπειρία. Θα πρέπει η ομάδα αυτή βέβαια να στηρίζεται πλήρως από την πολιτική ηγεσία.
- Οσο γίνεται περισσότερη διαφάνεια σε όλα τα στάδια. Η κυβέρνηση πρέπει να εξηγεί με σαφήνεια τους στόχους, τις μεθόδους, τα βήματα και να αξιολογεί τα αποτελέσματα με ειλικρίνεια.
- Τέλος, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι δίκαιες και αμερόληπτες. Πρέπει δηλαδή να επιλεγούν εκείνες που μεγιστοποιούν το κοινωνικό όφελος και όχι εκείνες που ελαχιστοποιούν το πολιτικό κόστος. Και μετά την επιτυχία τους το κοινωνικό πλεόνασμα πρέπει να μοιράζεται όσο δικαιότερα γίνεται. Αν δεν συνοδευτούν από έμπρακτη κοινωνική αλληλεγγύη θα υπονομευθούν πολιτικά και δεν θα έχουν συνέχεια.
Γνωρίζω ότι η παραπάνω λίστα δεν ακούγεται καθόλου ρεαλιστική. Σε μια καθημαγμένη, διχασμένη, απογοητευμένη κοινωνία που δεν λειτουργεί καν ως τέτοια αλλά ως συνονθύλευμα ατομικών στρατηγικών και δράσης ισχυρών δικτύων αυτές οι προϋποθέσεις ακούγονται ανεδαφικές. Oμως αυτή είναι η μοναδική διέξοδος. Κουτσά-στραβά έστω, αυτά περίπου πρέπει να κάνουμε. Μέχρι να το πάρουμε απόφαση θα συνεχίσουμε να συζητάμε τη μιζέρια μας, μοιραίοι, άβουλοι και βέβαια αναμένοντας το θαύμα.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News