«Ξέρεις, γιατρέ, πώς έχουνε ντυμένες τις σερβιτόρες στη Χαβάη;» Μια πνιχτή έκφραση πόνου διέκοψε την αφήγηση, την ώρα που τρυπούσε την κοιλιά του η βελόνα και συνέχισε: «Με τα χαβανέζικα! Ε, άμα είσαι σε τέτοιο μέρος, θα πιεις και κάτι παραπάνω» Μπορεί να ήταν στο κρεβάτι του πόνου, αλλά αυτός στεκόταν άξιος να σβήσει από τα μάτια του την έκφραση ικανοποίησης, με ολίγον από πονηριά και ολίγον από νοσταλγία. Το αλκοόλ είχε καταστρέψει το συκώτι του, όμως σίγουρα δεν το ‘χε μετανιώσει.
Τριγυρνώντας στα νοσοκομεία, βλέπεις βαριά άρρωστους ασθενείς και έχεις κάθε φορά την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σου σε περίληψη ολόκληρη η ζωή τους. Ισως το σωρευμένο συναίσθημα δεκαετιών, που έγινε ανάγλυφο στο πρόσωπό τους, ίσως η αγωνία του τέλους που γίνεται πια πιθανό ενδεχόμενο, ίσως η αίσθηση του αβοήθητου, σπάνια ο άλλος μπορεί να σου κρυφτεί. Μερικές φορές ξεκινάει να σου λέει μόνος του την ιστορία της ζωής του.
Ενας που ήτανε ο πρέσβης της Ελλάδας στην τάδε πρωτεύουσα. Βλέπεις την κοινωνική άνεση και τη διπλωματία να μην τον εγκαταλείπει μέχρι την τελευταία στιγμή. Φαντάζεσαι τις γνωριμίες του, την προσωπική ικανοποίηση αλλά και τη νοσταλγία της πατρίδας που τον σημάδεψαν. Άλλος που έφαγε τη ζωή του στα χωράφια. Χαμογελαστός, κακογερασμένος, αλλά κακό δεν έκανε σε κανέναν. Έχει μάθει να σηκώνει το βάρος αγόγγυστα, δε διαμαρτύρεται, συνήθισε να είναι ένα με τη γη που μας γεννάει και μας τρέφει. Τρίτος που σε κοιτάει στα μάτια και σου ζητά να κάνεις ότι μπορείς για να ζήσει! Έχει παιδιά λέει και εγγόνια που τον χρειάζονται ακόμα. Ζωγραφισμένη η αγωνία πάνω του τι θα απογίνουν.
Υπάρχουν πάντα και οι εκπλήξεις. «Είμαι ογδονταπέντε χρονών. Αφήστε με ήσυχο, πόσο πια να πάω;» Γυναίκες που δε συμβιβάζονται σε καμία περίπτωση με τετελεσμένα, με το γεγονός ότι μεγάλωσαν. Το στυλ και το ταμπεραμέντο τους έχει κολλήσει τέσσερις – πέντε δεκαετίες πριν, στα νιάτα τους. Υπάρχουν οι δειλοί και συνεσταλμένοι, οι θρασείς και κακότροποι, οι “παντογνώστες”, οι χουβαρντάδες, οι μάγκες και οι παραπονιάρηδες. Υπάρχουν όλοι.
Και κάπου είμαστε και εμείς οι νέοι, ή τέλος πάντων, οι νεότεροι. Από κοντά κι εμείς, άλλο που μας φαίνεται μακριά. Τι μπορεί αυτό το μωσαϊκό ανθρώπινων τύπων να μας διδάξει; Έτσι κι αλλιώς, για τους περισσότερους νέους, οι πόνοι κι οι αρρώστιες ούτε φαίνονται στον ορίζοντα. Να ζήσουμε τη ζωή γεμάτη, χωρίς απωθημένα, χωρίς μικρότητες. Γιατί κι αν καμωνόμαστε ότι την αλήθεια της ψυχής την κρύψαμε καλά, βρίσκει αυτή τον τρόπο και φανερώνεται.
*Ο Νίκος Κοσμάς είναι ειδικευόμενος Καρδιολόγος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News