Στο… μακρινό 2014, λίγες ημέρες πριν από τις τελευταίες Ευρωεκλογές, με αφορμή το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας που είχε φιλοξενηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας είχε παραδεχθεί πως η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι συγκυριακό σύμπτωμα.
«Νομίζω ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι επικίνδυνος, επειδή παρασύρει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Οι πολίτες που βρίσκουν καταφύγιο στην ακροδεξιά δεν έχουν σωστή πληροφόρηση, είναι φοβισμένοι, γεμάτοι αγωνία για το μέλλον τους. Δεν βλέπουν άλλη λύση. Είναι μια πρόκληση να φέρουμε αυτούς τους πολίτες πίσω», είχε δηλώσει ο Χάμπερμας θέτοντας έτσι τις βάσεις ενός προβληματισμού που τα κατοπινά χρόνια έλαβε το χαρακτήρα του επείγοντος. Και συνεχίζει να τον έχει.
Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Αυστρία, με τη ραγδαία άνοδο του ακροδεξιού κόμματος του Νόρμπερτ Χόφερ στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, θέτει το ζήτημα εκ νέου από τη βάση του. Μήπως η Ευρώπη ρέπει προς την ακροδεξιά; Το βρετανικό δίκτυο BBC ανασκαλεύει τα πολιτικά συντρίμμια της Ευρώπης αναζητώντας τους θύλακες πολιτικού εξτρεμισμού που περιμένουν να αναλάβουν τις τύχες της γηραιάς ηπείρου.
Η αναζήτηση, φυσικά, δεν είναι τωρινή και δεν περιορίζεται μόνο στο πολιτικό πλαίσιο. Φαίνεται, άλλωστε, οι αιτίες να καταλήγουν στον πολιτικό στίβο και όχι να εκκινούν από αυτόν. Σχετικά πρόσφατα, το Ινστιτούτο Ερευνών Bruegel, επικαλούμενο την διεθνή βιβλιογραφία, προσπάθησε να εξηγήσει την άνοδο της ακροδεξιάς και το πώς συνδέεται με τις οικονομικές κρίσεις.
Οι συντάκτες εκείνης της έρευνας κατέληξαν σε ένα συμπέρασμα που εκ πρώτης όψεως δείχνει να έχει έρεισμα στην πραγματικότητα: ο κίνδυνος της ενίσχυσης της ακροδεξιάς και του εξτρεμισμού είναι μεγαλύτερος όταν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονται.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία που καλύπτουν 171 εκλογές σε 28 χώρες μεταξύ των ετών 1919 και 1939, οι συγγραφείς δείχνουν ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η τρέχουσα ανάπτυξη της οικονομίας αλλά η σωρευτική αύξηση ή, πιο εμφατικά, το βάθος της σωρευτικής ύφεσης. Ως εκ τούτου, ένας χρόνος αλλαγής κλίματος δεν ήταν αρκετός για να ενισχύσει σημαντικά την ακροδεξιά. Η ακροδεξιά ενισχύεται όταν συσσωρεύεται η ύφεση.
Από την μεριά τους, οι ιστορικοί Μάνουελ Φούνκε, Μόριτζ Σούλαρικ και Κριστόφ Τρέμπεχ, αναφέρουν ότι τα ακροδεξιά κόμματα αυξάνουν την δύναμη τους κατά 33% σε περιόδους παρατεταμένης τραπεζικής κρίσης.
Αυτό ως φαινόμενο καταγράφεται τόσο πριν, όσο και μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις με βάση την οικονομική κατάσταση και τα διαφορετικά εκλογικά συστήματα.
Η ισχυροποίηση των ακροδεξιών κομμάτων ήταν ιδιαίτερα έντονη μετά τις παγκόσμιες κρίσεις της δεκαετίας του 1920/1930 και μετά το 2008. Ομως, παρόμοια παραδείγματα μπορούν επίσης να βρεθούν μετά από τις περιφερειακές οικονομικές κρίσεις, όπως οι σκανδιναβικές τραπεζικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990.
Οι συγγραφείς αναφέρουν επίσης μια σημαντική πολιτική ασυμμετρία στις κρίσεις: η άκρα αριστερά δεν επωφελείται εξίσου με την ακροδεξιά στις περιόδους χρηματοπιστωτικής αστάθειας.
Οι συγγραφείς Φρανσέσκο Τρέμπι, Ατίφ Μιάν και Αμίρ Σουφί, γράφουν ότι η πολιτική πόλωση αυξάνεται κατά την περίοδο των οικονομικών κρίσεων. Οι πολίτες πολώνονται περισσότερο ιδεολογικά. Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί γίνονται πιο αδύναμοι με τάσεις να ενισχύεται η αντιπολίτευση.
Το 2003, μια στατιστική ανάλυση για την επιτυχία των ακραίων οκτώ κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ του 1970 και του 2000, διαπίστωσε ότι η ανεργία δεν έχει καμία επίδραση στην άνοδο της ακροδεξιάς, όταν ο αριθμός των μεταναστών είναι χαμηλός. Κι όμως, η αλληλεπίδραση μεταξύ της οικονομικής κρίσης και της παρουσίας των μεταναστών ενισχύει τον εξτρεμισμό.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία για τις χώρες του ΟΟΣΑ, την περίοδο 1970-2002, οι συγγραφείς Χανς Πέτερ Γκρούνερ και Μάρκους Μπρούκνερ διαπίστωσαν ότι μια πτώση μιας ποσοστιαίας μονάδας στην ανάπτυξη οδηγεί σε μια αύξηση κατά 1% στα ποσοστά δεξιών ή εθνικιστικών κομμάτων. Η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης μειώνουν τα αντικίνητρα των φτωχότερων πολιτικών να αποποιηθούν πιο ακραίες πλατφόρμες πολιτικής.
Η κατάσταση στην Ευρώπη
Ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος, Πολ Κρούγκμαν, γράφει ότι η οικονομία δεν είναι ο μόνος παράγοντας για την μετανάστευση, η τρομοκρατία παίζει σημαντικό ρόλο. Στην Ευρώπη, σιγά-σιγά διαβρώνονται οι αρχικές ιδέες της ολοκλήρωσης και της ανοικτής κοινωνίας. Επίσης, γράφει ότι είναι επίσης σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι παραδοσιακές αρχές έχουν υποτιμήσει τον εαυτό τους μέσα από επανειλημμένη αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής. Η Ευρώπη, πολύ περισσότερο από ότι στις ΗΠΑ, διοικείται από πολύ σοβαρούς ανθρώπους, που λένε στο κοινό ότι πρέπει να δεχθούν την Σένγκεν, την λιτότητα και την κανονιστική εναρμόνιση.
Οι άνθρωποι αυτοί επειδή καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος προτείνουν αυτή την πορεία. Αλλά αν τα πράγματα συνεχίσουν πηγαίνουν άσχημα, τότε όλα ανατρέπονται. Το θέμα για την Ευρώπη είναι ότι οι δογματικές πολιτικές που ακολουθούνται από το 2010 και η απροθυμία να επανεξεταστεί η στρατηγική είναι οικονομικά καταστροφική. Υπονομεύουν τη νομιμότητα ολόκληρου του ευρωπαϊκού συστήματος και μπορεί στο τέλος να υπάρξει πολιτική καταστροφή.
Ο συγγραφέας Κέβιν Ο’Ρουρκ γράφει ότι το ευρώ δεν είναι μόνο κλειδωμένο σε ένα σύνολο διαστρεβλωμένων συναλλαγματικές ισοτιμιών, αλλά και μακροοικονομικών πολιτικών με έντονες αποπληθωριστικές τάσεις. Εάν αυτές οι συνθήκες παραμείνουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και οι πολιτικοί στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα γι ’αυτό, οι ευρωπαίοι πολίτες θα στραφούν στην ακροδεξιά.
Οι Φούνκε, Σούλαρικ και Τρέμπεχ γράφουν, με τη σειρά τους, ότι τα πρώτα πέντε έτη είναι τα πλέον κρίσιμα σε δύσκολες περιόδους. Μια δεκαετία μετά από κρίσεις, οι περισσότερες μεταβλητές του πολιτικού αποτελέσματος δεν είναι πλέον σημαντικά διαφοροποιημένες από τον ιστορικό μέσο όρο.
Αυτό ισχύει για την ακροδεξιά ψήφο, αλλά και για όλα τα κόμματα. Μόνο η αύξηση του αριθμού των κομμάτων στο κοινοβούλιο φαίνεται να είναι πιο ανθεκτική τάση. Ως συμπέρασμα μπορεί να λεχθεί ότι η πολιτική αναταραχή στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης είναι κυρίως προσωρινή.
Τι έδειξε η Αυστρία
Αμέσως μετά την «καθαρή» νίκη (στον α΄γύρο) για το ακροδεξιό κόμμα της Αυστρίας, ο ευρωπαϊκός Τύπος αντιμετώπισε το ζήτημα με το γνωστό φοβικό τρόπο του. Οπως θυμίζει το άρθρο του BBC, η ισπανική εφημερίδα El Pais έκανε λόγο για «θρίαμβο της άκρας δεξιάς», η βρετανική εφημερίδα Guardian προειδοποίησε ότι θα υπάρξει αναταραχή στο μέλλον, η ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera θρήνησε για την άκρα δεξιά που ανεβαίνει συνεχώς, ενώ η γερμανική FAZ ζήτησε από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις να «ακούσουν το εγερτήριο σήμα». Είναι ολοφάνερο πως σχεδόν όλα τα δημοσιεύματα έκριναν πως υπήρχε σχέση ανάμεσα στην προσφυγική κρίση και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, η Αυστρία δεν φέρνει στην πολιτική συζήτηση κάτι καινούργιο – επαυξάνει, απλώς, την εγρήγορση και την ανησυχία. Υπάρχει μια διακριτή αναζωπύρωση ομάδων που μπορεί να κινούνται σε διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις, εντούτοις συνωθούνται κάτω από την «ομπρέλα» της ακροδεξιάς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Πρόκειται για ευρωσκεπτικιστές, κόμματα κατά της μετανάστευσης, λαϊκιστικές ομάδες και νεοναζιστές. Σε πολλές χώρες, αναφέρει το ρεπορτάζ του BBC, το εκλογικό σώμα τείνει να αποδεχθεί ως μια «κανονικότητα» την ύπαρξη των αυτών των κομμάτων. Γι’ αυτό και εμφανίζουν, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, σημαντικά εκλογικά ποσοστά.
Ηδη, θετική ανταπόκριση έχουν σε χώρες όπως είναι οι: Ιταλία, Ελλάδα, Δανία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία και στις Κάτω Χώρες. Το «κλειδί» για την επιτυχία τους είναι ότι μετέβησαν από την ακραία πρακτική στη ρητορική των παθών ενδεδυμένη, όμως, με μια φορεσιά μετριοπάθειας. Κοινώς, ολοένα και περισσότερο, αυτά τα κόμματα τείνουν να γίνουν αποδεκτά –αν δεν έχουν γίνει- ακόμη και από πολίτες δημοκρατικών φρονημάτων. Σαν να λέμε: αυτά τα κόμματα που αντιστρατεύονται τη δημοκρατία, παίζουν με τους όρους της.
Η δυσθυμία, ο κυνισμός, η πλήρης απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων και η κατακραυγή των οικονομικών ελίτ, οδηγούν μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού σε πολιτικές «λύσεις» που έχουν ως έναυσμα τη διαμαρτυρία και όχι την εναλλακτική επεξεργασία των δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Για να καταλήξει το άρθρο του BBC: «Παρά το μασκάρεμά τους, αυτά τα κόμματα έχουν διαφορετικούς στόχους και αξίες. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα δεν γίνεται να μπει στο ίδιο καλάθι με το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ. Το να αποδεικνύει κανείς την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη με το να βλέπει αυτό το αμάλγαμα ως ένα σύνολο, είναι εσφαλμένη εκτίμηση. Ο Χόφερ, είναι πολύ πιθανό να μην εκλεγεί τελικά πρόεδρος στην Αυστρία, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και η Λεπέν απέτυχε οικτρά στην περιφερειακές εκλογές. Ακόμη κι έτσι, όμως, το καμπανάκι της αφύπνισης δεν γίνεται να μην ηχήσει και ακόμη περισσότερο δεν γίνεται να μην ακουστεί καθαρά στα αυτιά των πολιτικών που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News