Τέσσερις Γερμανοί, ένας Τούρκος και μια Ελληνίδα. Κρατούν το «Mein Kampf» σε διάφορες εκδόσεις. Ποιοι είναι και τι μπορεί να τους συνδέει; Τι μπορεί να συνδέει μία δικηγόρο ειδικευμένη στο διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με έναν συντηρητή παλιών βιβλίων και χειρογράφων, μία νομικό που ασχολείται με τα γυναικεία θέματα, έναν εκ γενετής τυφλό μουσικό παραγωγό, έναν ισραηλινό δικηγόρο, ένα τούρκο hip-hop/metalcore καλλιτέχνη και εθνολόγο και μια ελληνίδα δασκάλα και μουσικό με το δίτομο πόνημα του Αδόλφου Χίτλερ;
Το «Ο Αγών μου» (Mein Kampf) είναι το καταραμένο μπεστ σέλερ του 20ου αιώνα που έμελλε να γίνει η βίβλος του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Η κυκλοφορία του ήταν απαγορευμένη στη Γερμανία από τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι πρότινος, συμβολικά τουλάχιστον αφού εδώ και πολλά χρόνια κυκλοφορεί σε άλλες χώρες του κόσμου. Σημειώνει εξάλλου ρεκόρ αναγνωσιμότητας ως e-book στο Ιντερνετ.
Τι τροφοδοτεί το «μύθο» του και τον αναπαράγει εδώ και ενενήντα ένα χρόνια; Είναι ένα ανάγνωσμα επικίνδυνο και προπαγανδιστικό όπως υποστηρίζουν κάποιοι ή, μήπως, πρόκειται τελικά για ένα συνονθύλευμα κοινοτοπιών και παρανοϊκών ιδεολογημάτων; Τι διασφαλίζει η συμβολική απαγόρευση της επανέκδοσής του; Ποια είναι η ιστορική, πολιτική και λογοτεχνική του αξία; Τι, τέλος πάντων, λέει στο διαβόητο βιβλίο του ο Χίτλερ;
Απαντήσεις σε όλα αυτά και πολύ περισσότερα ερωτήματα που γεννά η επανεμφάνιση στα ράφια των γερμανικών βιβλιοπωλείων ενός τόσο αμφιλεγόμενου έργου (την ευθύνη της έκδοσής του έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου-Βερολίνου) τολμούν να δώσουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο –ποιοι άλλοι;- οι γνωστοί μας Rimini Protokoll. Οι πολυβραβευμένοι ντοκιμενταριστές του ευρωπαϊκού θεάτρου, που κατά καιρούς έχουν φέρει στη σκηνή από άνεργους αιγύπτιους μουεζίνηδες μέχρι και σύγχρονους αθηναίους «Προμηθείς». Εδώ και 15 χρόνια η Χέλγκαρντ Χάουγκ, ο Στέφαν Κέγκι και ο Ντάνιελ Βέτζελ οι οποίοι δημιούργησαν αυτή την πρωτοποριακή θεατρική ομάδα όταν ακόμη ήταν φοιτητές του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Θεατρικών Σπουδών στο Γκίσεν της Γερμανίας, πιστοί πάντα στους όρους ενός «θεάτρου της πραγματικότητας», φωτίζουν σημαντικά ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής επιστρατεύοντας αντί για επαγγελματίες ηθοποιούς, έναν θίασο από «ειδικούς» επί του θέματος.
Η περιοδεία τους σε διάφορες γερμανικές πόλεις ολοκληρώνεται με τρεις παραστάσεις από 21-23 Απριλίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπου και επανέρχονται δύο χρόνια μετά το συναρπαστικό «Situation Rooms», ένα ζωντανό videogame-installation για το εμπόριο όπλων.
Λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα το βράδυ Πέμπτης και ενώ οι εμπνευστές και σκηνοθέτες του έργου Χέλγκαρντ Χάουγκ και Ντάνιελ Βέτζελ έκαναν πρόβες με τον τούρκο ράπερ Volkan Terror και την Ασπα Ανωγιάτη η οποία «συνομιλεί» μαζί του παίζοντας λύρα στο ελληνικό μέρος της παράστασης, συναντήσαμε στο φουαγιέ της Στέγης τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης και μας μίλησαν για την εμπειρία τους. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα η συμμετοχή ενός ερασιτέχνη ηθοποιού σε ένα έργο με θέμα ένα βιβλίο η επανέκδοση του οποίου προκάλεσε τόσο μεγάλες αντιδράσεις στη Γερμανία.
Καθώς πηγαίνουμε να τους γνωρίσουμε κάνω διάφορες σκέψεις. Για παράδειγμα, σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι Ελληνες που δεν θα δουν αυτή την παράσταση -ίσως και κάποιοι από τους θεατές- πιστεύουν σε στερεότυπα, όπως ότι οι Γερμανοί εξακολουθούν να είναι βίαιοι και ότι θέλουν να επιβάλουν στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο το Deutschland über Alles (Η Γερμανία πάνω από όλα). Οτι οι Γερμανοί εξακολουθούν να είναι οι «κακοί» και οι Έλληνες οι «κακόμοιροι», τα θύματά τους. Ακόμα και οι νέοι άλλωστε που δεν έχουν βιώσει τον πόλεμο στην Ελλάδα, είναι επηρεασμένοι από γονείς και παππούδες εναντίον των Γερμανών. Αναρωτιέμαι επίσης πόσο εύκολο ή δύσκολο τούς είναι να γίνονται porte parole του Χίτλερ επί σκηνής; Ποια είναι τα συναισθήματά τους; Ποιες προσωπικές πληγές τούς έξυσε το «Mein Kampf»; Τι θέλουν να μας πουν; Ηθελαν άραγε να προκαλέσουν τους θεατές ειδικά σε μια εποχή που ο ρατσισμός, ο ακροδεξιός ακόμα και ναζιστικός λόγος επιστρέφουν; Πώς έχει αντιδράσει το γερμανικό θεατρικό κοινό σε όλο αυτό; Οι Γερμανοί υπήρξαν ταυτόχρονα θύτες και θύματα, όμως είναι διαφορετικό αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν θύματα του πολέμου. Τι είδους αντιδράσεις περιμένουν στην Αθήνα;
Και αν δεν είναι ηθοποιοί, τι είναι;
Ο Κρίστιαν Σπρέμπεργκ είναι αυτός που ενσαρκώνει τον Χιτλερ επί σκηνής διαβάζοντας αποσπάσματα του βιβλίου. Τυφλός εκ γενετής είναι το μέλος του θιάσου με τη μεγαλύτερη εμπειρία σε διάφορα επαγγέλματα αφού έχει εργαστεί ως χειριστής τηλεφωνικού κέντρου, ραδιοφωνικός παραγωγός, οδηγός σε dark restaurant, και πιο πρόσφατα ως προγραμματιστής επεξεργασίας κειμένων με τη μέθοδο Μπράιγ, ενώ και στο παρελθόν έχει λάβει μέρος σε παραστάσεις των Rimini Protokoll.
Η (νεότερη από όλους) Αννα Γκίλσμπαχ από το Βερολίνο η οποία διαβάζει επίσης μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο είναι δικηγόρος εξειδικευμένη σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Σιμπίλα Φλύγγε από τη Φρανκφούρτη είναι επίσης νομικός, καθηγήτρια και ερευνήτρια σε θέματα των δικαιωμάτων της γυναίκας και ο Ματίας Χάγκεμπεκ είναι βιβλιοδέτης και συντηρητής συλλεκτικών βιβλίων. Δουλεύει στην ιστορική Βαϊμάρη την πόλη του Γκέτε, του Σίλερ, του Νίτσε και του Μπαχ η οποία ταυτόχρονα υπήρξε ένα πολύ άγριο μέρος αφού εκεί κοντά ιδρύθηκε το 1937 το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβάλντ. Μίλησαν όλοι τους στο Protagon.
Κρίστιαν Σπρέμπεργκ
«Κατ’ αρχάς είμαι ευτυχής που δεν χρειάζεται να μιλάω με τη φωνή του Χίτλερ σε όλο το έργο παρά μόνο σε ένα μικρό μέρος γιατί (ο Χίτλερ) δεν μου αρέσει, ούτε η φωνή του μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι πολύ δύσκολο να μιλάς με αυτή τη φωνή, είναι πολύ δυνατή, καταπιεστική, σιδερένια, ούτε στη φωνή μου κάνει καλό. Δεν είναι τόσο εύκολο να ενσαρκώσεις τον Χίτλερ (μόνο) με τη φωνή. Τα τσιτάτα του είναι φυσικό να τα φαντάζεται κανείς όταν ακούει τη φωνή, για μένα όταν προσπαθώ να μιμηθώ τη φωνή του είναι σα να κάνω ένα μικρό βήμα (ένα πέρασμα) από τη σοβαρή ανάγνωση στη διακωμώδηση. Δεν νομίζω όμως ότι οι άνθρωποι στο ακροατήριο σκέφτονται όπως εγώ. Μερικές φορές μετά από αυτό το μέρος που μιλάω με τη φωνή του Χίτλερ χειροκροτούν. Δεν είναι πάντα σοβαρό (το ακροατήριο) και δεν ξέρω αν το κάνουν εξαιτίας της φωνής. Εγώ ο ίδιος, φυσικά δεν είμαι πίσω όλο αυτό. Στην ουσία το κάνω λίγο σαν ηθοποιός που δεν είναι απαραίτητα ο ίδιος μέσα στο ρόλο αλλά τον υποδύεται. Διαβάζω αποσπάσματα γιατί αυτό προβλέπει το σενάριο, επίσης παίζω λίγο με όλο αυτό, κατά τα άλλα όμως δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Σε κάθε περίπτωση δεν τοποθετούμαι πολιτικά, υποδύομαι κυρίως ένα ρόλο».
Αννα Γκίλσμπαχ
«Δε νομίζω ότι είναι τόσο εύκολο να συμμετέχει κανείς σε μια τέτοια παράσταση. Ο καθένας από μας έχει διαφορετικό κίνητρο για τη συμμετοχή του και δεν υπάρχει ένα μήνυμα. Δεν ξέρουμε την αλήθεια, τι πρέπει να κάνουμε με το βιβλίο ή τι θα έπρεπε να γίνει. Αυτό που θα ήθελα εγώ προσωπικά είναι να κάνω τους ανθρώπους να σκεφτούν, να μην ξεχάσουν αυτό που έγινε. Τα μέρος που διαβάζω είναι ένα κομμάτι στο οποίο ο Χίτλερ περιγράφει πώς είδε Εβραίους για πρώτη φορά. Είναι πολύ σκληρό γιατί τους περιγράφει σαν παράσιτα. Απλά το διαβάζω, δεν σκέφτομαι το νόημά του γιατί αν το σκεφτώ δεν θα νιώσω και πολύ καλά. Είναι ένα αηδιαστικό απόσπασμα. Δεν έχω διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο, έφτασα περίπου μέχρι τη σελίδα 211 και νομίζω ότι κατάλαβα το κόνσεπτ. Είναι σκληρό, αρκετά συχνά δεν αισθάνεσαι καλά κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που σταμάτησα να το διαβάζω. Είναι άβολο και τρομερό να το διαβάζεις, παρόλα αυτά πιστεύω ότι είναι χρήσιμο για να μην ξεχάσουν οι άνθρωποι. Με αυτή την έννοια είναι πράγματι σα να ξύνεις παλιές πληγές όχι για να μην τις αφήσεις να γιατρευτούν αλλά για να μην ξεχαστούν. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων που δώσαμε στη Γερμανία, οι άνθρωποι αντιδρούσαν κάθε φορά διαφορετικά. Θυμάμαι ότι στην αρχή το ακροατήριο ήταν κάπως άκαμπτο γιατί δεν ήξεραν πραγματικά τι γίνεται και το θέμα είναι κατά κάποιο τρόπο προκλητικό, αλλά μετά όλα ήταν πιο εύκολα τόσο για μας όσο και για τους θεατές. Κάθε φορά διαπιστώνεις ότι στην αρχή είναι σα να περιμένουν κάτι. Από ένα σημείο και μετά όμως καταλαβαίνουν ότι επιτρέπεται και να γελάσουν, δεν είναι σαν μάθημα ιστορίας. Μας επιτρέπεται να γελάσουμε και μπορεί να είναι αστείο ακόμη και αν μιλάς για τον Χίτλερ. Μετά χαλαρώνουν πραγματικά και βλέπεις ότι το απολαμβάνουν αλλά νομίζω ότι σκέπτονται επίσης δεν είναι απλά κάτι διασκεδαστικό. Αρνητικές αντιδράσεις δεν είχαμε ποτέ, ποτέ δεν έγινε κάτι κακό».
Σιμπίλα Φλύγγε
«Η δική μου ιστορία είναι διαφορετική από αυτή της Αννας που της συνέβη να διαβάσει το βιβλίο για πρώτη φορά στη σκηνή. Εγώ το διάβασα όταν ήμουν νέα και δεν το έχω ξεχάσει. Είναι καταπληκτικό ότι οι θεατές αντιδρούν τόσο θετικά. Νομίζω ότι ήρθαν προβληματισμένοι για το αν αυτό το βιβλίο είναι πολύ επικίνδυνο για την εποχή μας και με περιέργεια, με ερωτήσεις, όπως τι πράγμα είναι αυτό το βιβλίο, περί τίνος πρόκειται, γιατί ήταν απαγορευμένο, τι σκέφτηκαν οι γονείς μου ή οι παππούδες μου όταν το διάβασαν; Υπάρχει μήπως και στη δική μου βιβλιοθήκη; Τι θα κάνω αν το βρω στη βιβλιοθήκη της γιαγιάς μου, ποιος άλλος από την οικογένειά μου το είχε; Τέτοιες ερωτήσεις. Εντυπωσιάζονται λοιπόν με αυτό το έργο γιατί ακούνε πολλές διαφορετικές εμπειρίες, από αυτές επιλέγουν κάτι που τους είναι πιο οικείο, που τους αγγίζει περισσότερο. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μην φοβάται κανείς το βιβλίο αλλά να προσπαθήσει να καταλάβει τι επιδιώκει. Είναι ένα είδος προπαγάνδας, τεχνική που είναι εντελώς άσχετη με την εποχή μας. Είναι πολύ χρήσιμο όμως να καταλάβει κανείς τι έκανε ο Χίτλερ όταν σκέφτηκε «πώς μπορώ να είμαι προσωπικά επιτυχημένος, πώς μπορώ να κάνω προπαγάνδα που να είναι επιτυχής για μένα τον ίδιο προσωπικά». Αυτή είναι μια ερώτηση που πολλοί πολιτικοί σε πολλές χώρες του κόσμου κάνουν στον εαυτό τους. Και είναι πολύ χρήσιμο να κατανοήσει κανείς πώς κάποιο πρόσωπο που ήταν τόσο επιτυχημένο όσο ο Χίτλερ τα κατάφερε. Κινεί την περιέργεια να δει κανείς τι κάνουν σήμερα οι πολιτικοί που δεν είναι Χίτλερ ή νεοναζί για να τα καταφέρουν. Και νομίζω ότι ναι αξίζει το κόπο να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο και να το μελετήσει».
Ματίας Χάγκεμπεκ
«Οταν προετοιμαζόμαστε για την παράσταση περιμέναμε περισσότερες αντιδράσεις, προκλήσεις, αντιρρήσεις, αμφιλεγόμενες συζητήσεις, δεν έγινε όμως τίποτα από όλα αυτά. Ολα κύλησαν πολύ απαλά χωρίς προβλήματα ή ενόχληση του ακροατηρίου. Κανένας πολιτικός της Δεξιάς δεν αντέδρασε. Μετά την παράσταση μιλούσαμε με το κοινό, όλοι ήταν πολύ ευγενείς και φιλικοί, μάς ρωτούσαν πώς τα καταφέραμε, τέτοια πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι από αυτή την πλευρά απογοητεύτηκα κάπως γιατί είχα την ελπίδα ότι θα γινόταν κάτι πιο έντονο. Στην Ελλάδα δεν ξέρω τι θα γίνει. Δε μπορώ να φανταστώ αν θα λειτουργήσει η παράσταση στο ελληνικό κοινό, γιατί το θέμα της είναι πολύ γερμανικό. Σήμερα αγοράσαμε στην Αθήνα μια ελληνική έκδοση του Mein Kampf του 1961 και θα παρουσιάσουμε αυτό το βιβλίο στη σκηνή. Ειδικά για την ελληνική παράσταση στη Στέγη προσπαθήσαμε να βάλουμε και ελληνικά στοιχείο με μια Αθηναία που προσθέτει μερικές πληροφορίες στα ελληνικά, το βασικό μέρος όμως εξακολουθεί να είναι γερμανικό. Το έργο δίνει πληροφορίες για το βιβλίο, τις γερμανικές και τις διεθνείς εκδόσεις του βιβλίου. Το υπόλοιπο μέρος του είναι βιογραφικές ιστορίες των έξι ερμηνευτών. Εγώ για παράδειγμα διαβάζω το Persilschein (τη βεβαίωση του Persil). Τι είναι; Μετά τον πόλεμο κάθε ναζί έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ήταν Ναζί για να «καθαριστεί». Και το Persil ήταν το απορρυπαντικό τους. Εγώ λοιπόν διαβάζω το Persilschein του παππού μου ο οποίος δούλευε σε ένα πολύ διάσημο μπαρ στην πόλη του, έφτιαχνε το δικό του σναπς. Σε αυτό το μπαρ πήγε υποτίθεται ότι πήγε ο αφηγητής της ιστορίας μαζί με δύο εβραίους πελάτες. Σύμφωνα με το νόμο της Νυρεμβέργης του 1943 δεν επιτρεπόταν σε Εβραίους να μπαίνουν σε μπαρ. Πήγαν όμως και ο παππούς μου τους χαιρέτησε δια χειραψίας ενώ ακριβώς από πίσω τους στεκόντουσαν δύο άντρες των SS ένστολοι και ίσως το άκουσαν όλο αυτό. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή αυτή η ιστορία πάντως είναι η ιστορία κάθαρσης του παππού μου. Οι ιστορίες που αφηγούνται οι υπόλοιποι είναι επίσης πολύ προσωπικές και δεν συνδέονται άμεσα με το βιβλίο. Υπάρχει για παράδειγμα η ιστορία μιας αδελφής που ήταν μέλος της RAF της τρομοκρατικής οργάνωσης που έδρασε τη δεκαετία του 1970 στη Γερμανία και η οποία δεν συνδέεται μεν άμεσα με το Mein Kampf είναι όμως αποτέλεσμα του τρίτου Ράιχ. παρουσιάζουμε λοιπόν ένα μείγμα ιστοριών έξι ανθρώπων που μερικές φορές είναι πολύ παράξενες παράλληλα με την ιστορία της έκδοσης του βιβλίου. Μπορεί η παράσταση να μην περιέχει τόσα πολλά προκλητικά θέματα σε βοηθάει όμως να μάθεις. Αυτό που θέλουμε είναι να ανοίξει το μυαλό των ανθρώπων που ειδικά σε αυτό το θέμα είναι πολύ μπλοκαρισμένο και είναι πολύ καλό για να αρχίσουν επιτέλους να σκέφτονται και να μιλάνε».
Για το ρόλο της ελληνίδας μουσικού και του τούρκου ράπερ
Η Ασπασία Ανωγιάτη είναι μουσικός, δασκάλα που δουλεύει με παιδιά η οποία έχει ζήσει πολλά χρόνια στη Γερμανία. Στην παράσταση δίνει φωνή στο ελληνικό κοινό, είναι αυτή που μιλάει για την ελληνική έκδοση του βιβλίου και απαντάει σε σχετικές ερωτήσεις, παίζει επίσης λύρα κάνοντας ένα μικρό μουσικό διάλογο επί σκηνής με τον ράπερ Volkan T error. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχει ήταν άγνωστος στους υπόλοιπους ερμηνευτές. Μέχρι την ώρα που τους συναντήσαμε δεν την είχαν ακόμη δει, ούτε είχαν ακούσει τη μουσική της. Ξέρουν όμως ότι θα συμπληρώνει τον Volkan T error ο οποίος εκτός από τη μουσική που έχει γράψει για την παράσταση διηγείται επίσης πώς είναι να είσαι μετανάστης ή παιδί μεταναστών στη Γερμανία. Εδώ στη Στέγη όλοι περιμένουν τη νέα μορφή της παράστασης έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ειδικά για το ελληνικό κοινό. Το ίδιο κι εμείς.
Info
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών,
Rimini Protokoll [Haug & Wetzel],
«Adolf Hitler: Ο Αγών μου, τ. 1 & 2»
Κεντρική Σκηνή, 21 – 24 Απριλίου 2016, ώρα έναρξης: 20:30
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News