Την πρώτη φορά που ο αείμνηστος Βαγγέλης Γιαννόπουλος πήρε έναν «τενεκέ ξεγάνωτο» και τον περιέφερε στη Βουλή, το ακροατήριο χειροκρότησε. Πολλοί το είδαν ως χαριτωμένο. Σε αρκετούς φάνηκε γραφικό. Λίγοι το βρήκαν χυδαίο.
Στο λαϊκό θυμικό ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος είχε καταχωρηθεί ως cult φιγούρα, κάτι σαν ρολίστας του παλιού ελληνικού σινεμά. Και επειδή ήταν η εποχή που η Ελλάδα πετούσε προσχήματα και υιοθετούσε νέα ήθη, ο πολιτικός του λόγος συμβάδιζε με το κυρίαρχο ρεύμα. Δηλαδή ποιος θα μιλούσε καλύτερα σε έναν λαό που άκουγε ρεμπέτικα και διάβαζε «Αυριανή»; Ο Μένιος ο Κουτσόγιωργας.
Αν ο Γιαννόπουλος σου έπαιρνε τα αυτιά, ο Μένιος σου έλεγε ότι θα στα κόψει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μητσικώστας πήρε έμπνευση από τον Γιαννόπουλο, άφησε, όμως, τον Κουτσόγιωργα ήσυχο. Διότι ο Βαγγέλης το πολύ να σου έριχνε κανένα light μπινελίκι. Ο Μένιος σου έλεγε ότι δεν δικαιούσαι δια να ομιλείς.
Και οι δυο πρωταγωνίστησαν στην πολιτική σκηνή των ΄80ς, ερχόμενοι με φόρα από τα ’60ς, επιδεικνύοντας ένσημα «αγώνων», όπως τους αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα. Ηταν δημοφιλείς, με ρεζερβέ στα πρωτοσέλιδα της «Αυριανής» (ο Γιαννόπουλος και στα μπουζούκια). Ασφαλώς ήταν ετεροβαρείς πολιτικά, όμως αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι το υφολογικό τους σουξέ. Εντάξει, το όλον ΠΑΣΟΚ μια λαϊκή απογευματινή ήταν, όμως αυτοί οι δύο προσέφεραν στους ψηφοφόρους και κάτι ακόμα: έκφραση θυμικού με θεσμική κατοχύρωση. Αυτό ήταν που τους έκανε αγαπητούς. Το λαϊκό ύφος και η απενοχοποιημένη αισθητική. Ο Γιαννόπουλος αφόριζε οτιδήποτε δεν ήταν του λαού. Και ο Κουτσόγιωργας εξέφραζε το αντιδεξιό μένος. Βέβαια ουδέποτε εκστόμισαν απειλές εμφύτευσης ανθρώπου τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Ηταν άλλοι οι καιροί. Παρεμπιπτόντως, το προβλεπόμενο βάθος τάφου είναι 1,20 μέτρα. Τρία μέτρα είναι υπερβολή. Και καλόν είναι ο υπουργός Πολάκης να διευκρινίσει αν ο υπό εμφύτευση θα είναι εν ζωή ή όχι.
Και όμως, η πολιτική στην πατρίδα μας έχει, κατά βάση, παράδοση ευπρέπειας στην εκφορά του λόγου και στην αντιπαράθεση των επιχειρημάτων. Ακόμα και πριν τη δικτατορία, στη μακρά περίοδο ανωμαλίας του δημοσίου βίου, ο τσαμπουκάς δεν αποτελούσε εργαλείο λόγου και σύγκρουσης. Μπορεί να είχαν τους παρακρατικούς τους, τη βία και τη νοθεία τους, αλλά, όλα και όλα, ο πολιτικός άνδρας ήταν πρώτα το κουστούμι και οι καλοί του τρόποι. Είχαμε και τότε εκρηκτικές συνεδριάσεις της Βουλής, αλλά κανένας δεν ζήτησε από τον πολιτικό του αντίπαλο να στηθεί στα τέσσερα. Τότε η δεξαμενή άντλησης πολιτικού προσωπικού ήταν περιορισμένη στα όρια του αστικού κόσμου. Ακόμα και οι πολιτικοί της Αριστεράς κόμιζαν ήθος και τρόπους αστικής ευγένειας. Ως και ο «καπετάν Γιώτης», ο Χαρίλαος Φλωράκης, φορούσε τη γραβάτα του στη μεταπολιτευτική Βουλή, υιοθετώντας ήπιους τόνους και τον συμβατικό κώδικα αισθητικής.
https://www.youtube.com/watch?v=G9zbDbflf9k
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που προκαλεί την υφολογική όξυνση; Που είναι η πρίζα που δίνει ρεύμα στον Πολάκη; Η κρίση από μόνη της δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την έκπτωση. Είναι και κάτι ακόμα. Το επικοινωνιακό περιβάλλον ευνοεί υψηλούς τόνους και φθηνούς τσαμπουκάδες. Για την ακρίβεια όποτε αλλάζει το επικοινωνιακό περιβάλλον, σηκώνεται ένα κύμα που ευνοεί τις δυνατότερες φωνές. Το φαινόμενο της «Αυριανής» και η άνοιξη των μέσων στην αρχή των ’90ς έδωσαν επικοινωνιακό άλλοθι ακόμα και στον πιο φθηνό τσαμπουκά. Η τηλεθέαση νομιμοποίησε τη γραφικότητα. Και είναι κατά βάση δύο οι κατηγορίες των πολιτικών που επιβραβεύει περισσότερο ο λαός. Εκείνους με τους οποίους ταυτίζεται πλήρως και εκείνους που βλέπει με δέος. Οι κανονικοί άνθρωποι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας.
https://www.youtube.com/watch?v=-OGxUISMelw
Στο νέο επικοινωνιακό τοπίο η πολιτική του τσαμπουκά κερδίζει έδαφος επειδή οικοδομείται με τα υλικά της εποχής. Δεν χρειάζονται επιχειρήματα, αλλά συνθήματα. Η λογική δεν κρίνεται απαραίτητη όταν γίνεται επίκληση συναισθημάτων ή ενστίκτων. Αφήστε τους χρυσαυγίτες στην άκρη που είναι μία κατηγορία και case study από μόνοι τους. Θυμάστε, ας πούμε, κανένα σοβαρό επιχείρημα του Πάνου Καμμένου; Μία σημαντική πρόταση του Γεράσιμου Γιακουμάτου; Τι θα σας μείνει από τον Παναγιώτη Κουρουμπλή; Το έργο του ή η μανιέρα της προκάτ οργής που, όταν χρειάζεται, διατυπώνει και απειλές κατά της ελευθερίας του Τύπου; Η Κανέλλη θα είχε πολιτικό βίο αν ήταν ήρεμη; Πως θα πορευόταν ο Αδωνις αν μιλούσε πολλά ντεσιμπέλ πιο κάτω; Ποιος θα πρόσεχε τη Σοφία Βούλτεψη αν δεν έβγαζε τίτλους; Και ποιος θα έδινε έστω και μία ψήφο στον Δημήτρη Καμμένο αν δεν έβρισκε ανταπόκριση σε ταπεινά ένστικτα;
Από τον Τραμπ ως τον Πάνο Καμμένο δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση, ούτε διαφορετικός δρόμος. Είναι η εύκολη πολιτική που δεν επενδύει μόνο στην κούραση του ακροατηρίου αλλά και στην πλήξη του. Σε μία εποχή που εκφράζεσαι γρήγορα με like, tweets και SMS, είναι λογικό να υφίσταται κοινό που ψωνίζει πολιτική του τσαμπουκά. Η άλλη όψη είναι η πολιτική του χαβαλέ. Οι πολιτικοί φωνάζουν περισσότερο καθώς η πολιτική γίνεται πιο λαϊκή υπόθεση. Η Ραχήλ Μακρή δεν ήταν αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά της νέας επικοινωνίας. Ολοι φωνάζουν επειδή δεν μπορούν να ακουστούν αλλιώς.
Ο Πολάκης υποτίθεται σοκάρει. Υπερβολές. Αν σοκάρει κάτι, είναι η υπουργική ιδιότητα σε έναν τύπο που, όντας γιατρός, καπνίζει δημοσίως στη Βουλή και ομιλεί λες και είναι σε καφενείο του χωριού του. Ωστόσο έχει το κοινό του, ψηφοφόρους και τηλεθεατές που τον επιδοκιμάζουν. Δεν αποκλείεται δε, να διαθέτει και διείσδυση σε άλλους πολιτικούς χώρους, απέναντι και στα άκρα.
Για πολλά χρόνια ακόμα το είδος Πολάκη θα διατηρεί υψηλή ποσόστωση στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Συνηθίζουμε να συγκρίνουμε την ελληνική Βουλή με αντίστοιχα κοινοβούλια στον δυτικό κόσμο. Αδικο για μας, προσβλητικό για εκείνους. Οταν αποκτήσουμε και εμείς έναν αιώνα ομαλού κοινοβουλευτικού βίου, τότε το ήθος και η παράδοση θα υπερισχύουν των επικοινωνιακών τάσεων. Δεν θα ζήσουμε, φυσικά, για να το δούμε, αν και, τελικά, είναι εξαιρετικά πιθανό να μη φτάσουμε ποτέ εκεί. Να είναι ο Πολάκης το τέλος ή η αρχή του τέλους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News