Οταν ήμουν παιδί η αλάνα γύρω από το γήπεδο της Τούμπας είχε ακόμα επάνω της το πρώτο χώμα. Την όργωναν τα καρότσια, φορτωμένα με κασέτες. Παράνομες για το σπίτι, νόμιμες για το αυτοκίνητο – εκείνες οι μεγάλες οι άσπρες. «Πάρτε κασέτες από τους γύφτους» φώναζαν οι «άλλοι» στο τοπικό ντέρμπι. Η περιγραφή ήταν λίγο ως πολύ ακριβής. Στη δυτική Θεσσαλονίκη μπορεί να κυκλοφορούσαν Ντάτσουν χωρίς πινακίδες, όλα, όμως, έφεραν το «ΠΑΟΚ αγάπη μου», προαιρετικά δε και το «Η Παναγιά μαζί σου» (το «γ» στην «Παναγιά» μόλις που ακούγεται).
Δίπλα στα καρότσια, που έπαιζαν βραχνιασμένο Στράτο και πικραμένο Στέλιο, ήταν οι ψησταριές. Ο καπνός έφτιαχνε ατομικό μανιτάρι από τσίκνα. Λουκάνικα, σουβλάκια, ψωμάκι, πίτα. «Θα με κάνεις ένα σάντουιτς με σουβλάκι;». Με χώμα από την αλάνα, ντομάτα και μουστάρδα για τοξικολογική εξέταση. Οταν πήγα στρατό αμφισβήτησα τη χρησιμότητα των εμβολίων. Πίστευα ότι αφού δεν έπαθα τίποτα στην Τούμπα, ο οργανισμός μου έχει αναπτύξει τεράστιο εύρος αντισωμάτων. Οι αυτοκινούμενες καντίνες έδιναν σάντουιτς με λουκάνικο, ροξάκι και τουλούμπα. Πορτοκαλάδα ή λεμονάδα μέσα σε στρογγυλή συσκευασία από σκληρό πλαστικό – αργότερα εμφανίστηκε η χάρτινη «Φλώρινα». Και «σπαστό» καφεδάκι για τους μεγαλύτερους. Καφές, ζάχαρη και νερό, έτοιμα μέσα σε πλαστικό ποτήρι. Πρέπει να είναι ελληνική η πατέντα.
Πρόλαβα τα χάρτινα καπέλα στο γήπεδο. Ηταν φτιαγμένα από σκληρό χαρτόνι. Μίας χρήσης, εκτός και αν ήσουν προσεκτικός. Εχω δει ανθρώπους να τα τσαλακώνουν θυμωμένοι, να τα σκίζουν, να τα δαγκώνουν. Κασκόλ που ήταν λες και κάποιος έγδαρε ασπρόμαυρα γατιά. Δεν ήταν φθηνό. Το είχαν οι άνδρες στο λαιμό, έπρεπε να στο δώσει ο μπαμπάς σου. Ο δικός μου δεν ήταν με μας. Ομως τότε δεν ήταν περίεργο να πηγαίνει ένας πιτσιρικάς μόνος στο γήπεδο. Κυριακή στην Τούμπα δεν ξεχώριζε το καλό παιδάκι από το χαμίνι. Ολοι ένα χέρι ψάχναμε να μας βάλει στο γήπεδο, σαν παιδί του. Και επειδή εγώ είχα μέσο τον κύριο Νικήτα που ήταν φύλακας στα αποδυτήρια, έμπαινα επισήμους και έκανα και ένσημα «ούζου» -ήταν η ονομασία για τα ball boy, εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις του «Ούζο 12» που κυριαρχούσε στα ελληνικά γήπεδα.
Σας λέω για τα μέσα και τα ύστερα της δεκαετίας του ’70, πριν κατασκευαστεί το στέγαστρο στην Τούμπα. Ασπρόμαυρη εποχή στις φωτογραφίες της, ασπρόμαυρη και η ομάδα. Τότε που οι θέσεις των επισήμων ήταν πλαστικά μαξιλάρια πάνω σε κρύο μάρμαρο. Εκεί, λοιπόν, έβλεπα τη γνωστή εικόνα με τα τέσσερα-πέντε γεροντάκια. Ιδρυτικά μέλη του ΠΑΟΚ, μου εξηγούσαν οι μεγάλοι. Και λίγο πιο κάτω, κοντά στο κάγκελο, άλλοι παππούδες που στα ξεσπάσματα τους μαζί με βρισιές και σάλια σου πέταγαν και ένα «εγώ γιαβρί μου βλέπω τον ΠΑΟΚ από το πρώτο του παιχνίδι». Θα είχε και άλλους τέτοιους στο γήπεδο. Σκορπισμένοι στις κερκίδες, πάνω σε μαξιλάρια από φελιζόλ, κάτω από ομπρέλες ή μέσα σε σακούλες για τη βροχή. Χρυσά δόντια σε στόματα που ανοίγουν χαρούμενα, καμαρώνοντας μία από τις καλύτερες ενδεκάδες που είδε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και στο ημίχρονο να πέφτουν στα τσιμέντα προπολεμικές ιστορίες, αφηγήσεις για εκείνο ή το άλλο παιχνίδι στο παλιό γήπεδο, στο Συντριβάνι. Φτωχαδάκια. Αμόρφωτα φτωχαδάκια, χαμάληδες και μεροκαματιάρηδες της παλιάς λαχαναγοράς. Πρόσφυγες ρε, με ένα λάμδα τόσο παχύ που σκέπαζε τα πάντα. Οικοδόμοι που, στα τέλη του ’50, πήγαιναν στην Τούμπα να κάνουν μεροκάματο στο χτίσιμο του γηπέδου. Ακόμα και σήμερα ο ΠΑΟΚ έχει το μεγαλύτερο ιδιόκτητο γήπεδο ποδοσφαίρου χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους.
Τι απέγιναν οι άνθρωποι που έχτισαν τον ΠΑΟΚ; Ναι, το ξέρω, πέθαναν – οι τελευταίοι έφυγαν τη δεκαετία του ’80. Είναι Απρίλιος του 1926 και 34 άνθρωποι υπογράφουν το καταστατικό του συλλόγου. Ξέρουμε τι είχαν στην καρδιά, αλλά όχι πού έφτανε το μυαλό. Μπορούσαν, άραγε, να φανταστούν τι έσπερναν στη σκαμμένη, από τον πόλεμο και τη φωτιά, Θεσσαλονίκη; Λες να γίνεται, εκεί που είναι τώρα, να ακούν κάθε φωνή που γέννησαν και κάθε χτυποκάρδι; Δυστυχώς ο ΠΑΟΚ δεν έχει φερθεί στην ιστορία του όπως της αξίζει. Κανένας στη δεκαετία του ΄70 ή του ’80 δεν είχε το νου και την πρόνοια να κρατήσει για πάντα τη μνήμη, το πρόσωπο, τη φωνή, την ιστορία αυτών των ανθρώπων.
Ο ΠΑΟΚ, βέβαια, είναι πάντα οι άνθρωποι του. Τι άλλο να είναι; Οι τίτλοι του; Ο ΠΑΟΚ είναι ο κόσμος του. Η ευχή και η κατάρα του συλλόγου. Η αβάντα και ο μπελάς του. Η ψυχή του αλλά και η αρρώστια που λες ότι θα τον σκοτώσει καμιά φορά. Τόσες δεκαετίες, τόσα παιχνίδια, τόσο κρύο, τόση βροχή, τόσα χιλιόμετρα και μόνο δυο πρωταθλήματα. Αυτό δεν το αντέχεις αν πηγαίνεις στο γήπεδο μόνο για να δεις μπάλα. Οταν γίνεσαι ΠΑΟΚ μεταλαμβάνεις δαίμονα, δεν ασπάζεσαι ένα ευγενές πνεύμα. Δεν έχω πανηγυρίσει γκολ όπως εκείνο του Βρύζα στο Χάιμπουρι. Και όμως, μετά από χρόνια, έχοντας δει τη φάση εκατοντάδες φορές, κατάλαβα ότι τη βλέπω επειδή, στην πραγματικότητα απολαμβάνω την κερκίδα. Στο γκολ του Κλάους μέσα στην Τότεναμ ξεχνάω τη φάση. Κρατάω μέσα μου εκείνο το πρόσωπο του ημίγυμνου «μάρτυρα» της κερκίδας. Του τύπου που αισθάνεται απόγνωση γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί τη χαρά του. Γίνεσαι ΠΑΟΚ επειδή είναι μεγάλη ομάδα. Ομως τον αγαπάς για αυτά που αρνείται να σου δώσει. Ο ΠΑΟΚ δεν είναι χαρά. Είναι πρώτα πόνος.
Η ομάδα έγινε 90 ετών. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι πνίγεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι όμως και στιγμές που ο ΠΑΟΚ πνίγει την πόλη. Ισως αυτή η επέτειος να είναι ευκαιρία για τον σύλλογο και τη Θεσσαλονίκη να δημιουργήσουν μία καινούργια σχέση. Πώς θα είναι αυτή; Δεν το ξέρω. Θα έχει πάθος, σίγουρα. Και γκρίνια και μιζέρια. Ο ΠΑΟΚ πρέπει πρώτα αυτό να συζητήσει. Να τιμήσει το παρελθόν, αναζητώντας το μέλλον του. Να επικοινωνήσει περισσότερο με τον κόσμο και την πόλη του. Η ιστορία, ούτως ή άλλως, είναι με το μέρος του. Είμαστε ακόμα στην αρχή.
Αφιερωμένο, σαν ένα λουλούδι στα Τέμπη, στα παιδιά που έχουν χάσει τη ζωή τους για τον ΠΑΟΚ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News