Οταν χάνεις τον πιο δικό σου από τους ανθρώπους, έναν σύντροφο ζωής για πάνω από 20 χρόνια, οι λέξεις, όπως και όλα γύρω σου χάνουν το νόημά τους. Ενα ρήγμα ανοίγει ανάμεσα στο πριν και στο μετά και πρέπει να τα ξαναμάθεις όλα από την αρχή· συλλαβίζοντας. Ακόμη κι αν είσαι επαγγελματίας της γραφής.
Η δημοσιογράφος Τασούλα Επτακοίλη έγραψε το βιβλίο «Το άλλο μου ολόκληρο» κάνοντας αυτή την πορεία, ξαναμαθαίνοντας τη ζωή χωρίς τον Κώστα Μοσχούδη, τον άντρα που ερωτεύθηκε κοριτσάκι 20 και κάτι χρονών μέχρι που τον αποχαιρέτησε στο τελευταίο του ταξίδι, όπως ο ίδιος το επιθυμούσε, σε ένα αποτεφρωτήριο στη Βουλγαρία, κλαίγοντας σπαρακτικά και ψιθυρίζοντας «Ολα έγιναν όπως τα ήθελες, αγάπη μου, όπως τα ήθελες».
Δεν πρόκειται ακριβώς για ένα ημερολόγιο πένθους. Ο χρόνος πάει μπρος πίσω, όπως η ίδια βιώνει την οδυνηρή απουσία αλλά και τις αναμνήσεις μιας ζωής. Η ευλογία της να συναντήσει «το άλλο της ολόκληρο» έγινε και η κατάρα να νιώθει τώρα διπλά μισή. Το αίσθημα του πόσο τυχερή υπήρξε για την αγάπη που μοιράστηκαν αυτά τα χρόνια εναλάσσεται με τον θυμό για όσα εκείνος θα χάσει και εκείνη δεν θέλει να ζήσει μόνη της, σαν αυτό να είναι μια ιδιότυπη, δεύτερη προδοσία. Πηγαινοέρχεται στη δουλειά, ψάχνει να βρει μια νέα ταυτότητα και ταυτόχρονα αντιστέκεται: «Δεν θέλω να είμαι καμία. Θέλω να είμαι η γυναίκα του άντρα μου. Η Τασούλα του Κώστα».
Το βιβλίο παρόλα αυτά δεν είναι πεισιθανάτιο και το «προσωπικό» γίνεται «καθολικό», αφού -ακόμη κι αν δεν το ζήσαμε οι ίδιοι- όλους μας έχει απασχολήσει η απουσία, η τελεσίδικη, αγαπημένων, όπως και η αρρώστια που θα προηγηθεί. Η Τασούλα Επτακοίλη θυμώνει με τον καρκίνο γιατί χτύπησε το σπίτι της με τόση απληστία: τη μητέρα της, την ίδια και τέλος τον Κώστα που δεν του άφησε καν χρονικό περιθώριο να το παλέψει, όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία στην αρχή κι όσο δεν ενδιαφέρει τη συγγραφέα να κάνει τον πόνο της λογοτεχνία και όσο φλερτάρει με την ιδέα να πατήσει το delete και να σταματήσει, τόσο ως αναγνώστης θέλεις να συνεχίσει αυτή την τόσο ανθρώπινη, λιτή και σπαρακτική καταγραφή. Την παρακολουθείς να γυρίζει σε ένα σπίτι πιο άδειο κι από έρημο, να χαρίζει τα ρούχα του, να μην μπορεί ακόμη να πλησιάσει το γραφείο του, να αναρωτιέται μέσα στον ύπνο της γιατί η γάτα του Κώστα κοιμάται από τη δική της πλευρά του κρεβατιού.
Κι ο καιρός περνάει κι η οδύνη δεν λιγοστεύει. Και σαν ένα στοίχημα δεν θέλει να ξεχαστεί τίποτα απ’ ό,τι έζησαν, από τα μικρά κι ασήμαντα για άλλους αλλά που φτιάχνουν το σύμπαν ενός ζευγαριού, το άλλο σου μισό, που γι΄αυτούς ήταν ολόκληρο. Πάει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν τον γνώρισε σε ένα άθλιο δημοσιογραφικό γραφείο, στο πρώτο φιλί με γεύση τσιγάρου Κούπερ, βρίσκεται στον καναπέ τους με εφημερίδες και καφέδες να τα λένε, πάει στο τώρα στις εκλογές, που για πρώτη φορά ψηφίζει χωρίς να έχουν συζητήσει, να αναρωτιέται τι θα ‘λεγε για όλα αυτά τα πολλά που συνέβησαν στο μεταξύ.
Τι μένει όταν ο άλλος φεύγει; Αυτά που δεν πρόλαβες να πεις, να ζήσεις μαζί του. Κι εδώ φαίνεται δεν υπάρχει υπόλοιπο. Και οι δυο τους ήταν τυχεροί. Ολα ειπώθηκαν, βιώθηκαν, μια ζωή πλήρης, χωρίς αμφισβήτηση της αγάπης, της συνάντησης με το άλλο σου μισό, που παραμένει δίπλα σου ολόκληρο. Μένει αυτή η αδιανόητη πραγματικότητα πως το μέλλον πια δεν θα τον περικλείει. Και πως η βέρα του που πέρασες με μια αλυσίδα στο λαιμό σου για να τη φέρνεις στα χείλη σου, ή ένα κουμπί από το πουκάμισό του που βρήκες τυχαία κι αναρωτιέσαι για ώρα ποιο σημείο του αγαπημένου σώματος άγγιζε, δεν αρκούν για να τον φέρνουν δίπλα σου.
Και ο καιρός περνάει, τα δάκρυα στερεύουν, ο πόνος όχι. Και η Τασούλα Επτακοίλη ανακαλύπτει ότι στις μικρές λεπτομέρειες αρχίζει να γίνεται Κώστας. Σηκώνει τα γυαλιστερά φυλάδια των διαφημίσεων μη γλιστρήσει κανείς, όπως έκανε εκείνος, επαναλαμβάνει όλα όσα αγαπούσε να κάνει, τής το λέει άλλωστε και ο ψυχαναλυτής. Το λέει και η ίδια, με τον δικό της τρόπο «Σε λίγο θα σταματήσω να γράφω. Θ’ αφήσω το χέρι σου και θα προχωρήσω, χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω. Δε χρειάζεται. Ετσι κι αλλιώς πάντα μπροστά μου θα σε βλέπω. (…) Δε γίνεται διαφορετικά. Ησουν, είσαι και θα είσαι ο άνθρωπός μου».
«Το άλλο μου ολόκληρο» (εκδόσεις Πατάκη, σε πρόλογο Παντελή Μπουκάλα) είναι μια γενναία καταγραφή-κατάβαση στον σκοτεινό κόσμο του πένθους αλλά μαζί κι ένας ύμνος στην αγάπη και τη ζωή, δεν είναι ένα μοιρολόι αλλά μια μελαγχολική σονάτα που σου θυμίζει ότι αξίζει να ζήσεις και να αγαπήσεις.
Η ίδια έκλεισε την παρουσίαση του βιβλίου της, φέρνοντας στην παρέα μας και τον Κώστα:
«“Πολύ μελό είσαι αγάπη μου” θα ‘λεγε ο Κώστας αν ήταν εδώ. Αλλά δεν είναι. Γιατί αν ήταν, δεν θα ήμασταν εμείς εδώ, γιατί αυτό το βιβλίο δεν θα είχε γραφτεί. Είδατε τι περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή; Κι ο θάνατος; »
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News