Τέλη της δεκαετίας του ‘60. Στις συζητήσεις των πιτσιρικάδων της εποχής άρχισαν να παίρνουν ξεχωριστή θέση μια ομάδα κι ένας παίκτης: Ολλανδία και Γιόχαν Κρόιφ. Εννοείται ότι δεν τον είχαμε δει (ακόμα) να παίζει. Η τηλεόραση μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα και στο μικρό χωριό, όπου μεγάλωσα, ήταν ένα παιχνίδι της φαντασίας μας. Ομως, όλο και κάτι έλεγε το ράδιο στα αθλητικά του, κάπου-κάπου έπεφτε στα χέρια μας και καμιά αθλητική εφημερίδα (Αθλητική Ηχώ και Φως των Σπορ).
Το 1971, με την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό του (τότε) Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ήρθε η ώρα η φαντασία να γίνει πραγματικότητα. Ο πιο ευκατάστατος μαγαζάτορας είχε αποκτήσει το μαγικό κουτί. Το βράδυ της 2ας Ιουνίου, το μισό χωριό -εννοείται όλη η πιτσιρικαρία- έπιασε από νωρίς θέσεις. Δεν υπήρχε οπαδός του Παναθηναϊκού ανάμεσά μας. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που μας απασχολούσε. Μέσα από την -ασπρόμαυρη και με χιόνια, εννοείται- οθόνη, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έκαναν οι Ολλανδοί του Αγιαξ. Από ένα σημείο και μετά λυπόμασταν τους αμυντικούς του Παναθηναϊκού -Καψής, Καμάρας, Τομαράς, Σούρπης- που πάσχιζαν απέναντι σ’ αυτόν τον ψηλό ξανθό -όλοι ξανθοί ήταν- και κοκαλιάρη. Κάθε φορά που ο εκφωνητής -ο Γιάννης Διακογιάννης, δεν κάνω λάθος- έλεγε το όνομά του, πεταγόμασταν: ο Κρόιφ ρε, ο Κρόιφ! Δεν είχαμε ξαναδεί μπάλα ζωντανή από το «κουτί». Κανονικά στραβάδια.
Το Γουέμπλεϊ πέρασε όπως πέρασε. Τρία χρόνια αργότερα, 7 Ιουλίου 1974, ο πρώτος μεγάλος τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου, που ήρθε η ώρα μας να δούμε. Σε δική μας τηλεόραση πλέον, πάντα ασπρόμαυρη, αλλά με λιγότερα χιόνια. Γερμανία – Ολλανδία στο Μόναχο. Δεν πρέπει να υπήρχε «Γερμανός» στην ομήγυρη. Κι αν υπήρχε, εξαφανίστηκε στο πρώτο λεπτό. Οι Ολλανδοί έκαναν τη σέντρα, άλλαξαν καμιά δεκαπενταριά μπαλιές, ο ιπτάμενος Γιόχαν μπούκαρε στην περιοχή των Γερμανών. Ανατροπή, πέναλτι και 0-1.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι Γερμανοί ισοφάρισαν και στο 68′ πέτυχαν το νικητήριο γκολ με τον δαίμονα Γκερντ Μίλερ. Ο Κρόιφ και η παρέα του πίεσαν επί 20 λεπτά, αλλά έχασαν το Κύπελλο. Τραγωδία για μας.
Αλλά τότε ο Κρόιφ αποτυπώθηκε στο μυαλό μας. Και μετά βέβαια, με την Μπαρτσελόνα. Κι ας μην κατάφερε ποτέ να πάρει Μουντιάλ. Το 1978, όταν ο Κρόιφ δεν πήγε με την Εθνική Ολλανδίας στο Μουντιάλ της Αργεντινής του δικτάτορα Βιντέλα, έπεσε μεγάλη θλίψη στους ολλανδόφιλους του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου. Τότε δεν ξέραμε τι είχε συμβεί. Μήπως ξέρουμε σήμερα; Εδώ ορισμένες πιθανές εξηγήσεις.
Ο Κρόιφ σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο, έγινε προπονητής. Θεωρείται ο πρόδρομος της Μπαρτσελόνα που βλέπουμε σήμερα. Οταν ανακοίνωσε ο ίδιος ότι πάσχει από καρκίνο, κάποιοι θυμηθήκαμε ότι από μικρός ήταν με ένα τσιγάρο στο χέρι. Ακόμα και στο διάλειμμα των αγώνων άναβε ένα. Πριν από ένα μήνα, όταν έκανε αυτήν εδώ την συγκλονιστική δήλωση, ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος. Ηθελα να πιστέψω ότι ο Κρόιφ θα πάρει το μεγαλύτερο τρόπαιό του απέναντι στον καρκίνο, αλλά κόλλησα σ’ αυτό το «ο αγώνας δεν έχει λήξει ακόμα».
Εληξε σήμερα 24 Μαρτίου 2016. Αλλά μόνο αυτός ο αγώνας. Ο Κρόιφ περνάει στο πάνθεον των ανθρώπων που άλλαξαν το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ηταν ο παίκτης που νόμιζες ότι χόρευε στο γήπεδο. Ο παίκτης που δεν ήθελες να τον αγγίζουν οι αντίπαλοι. Ο παίκτης που μας μεγάλωσε ποδοσφαιρικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ο παίκτης που νόμιζα ότι δεν ήθελε να πατάει το γρασίδι, αλλά να κοντρολάρει, να ντριπλάρει, να πασάρει και να σκοράρει στον αέρα.
Γι’ αυτόν τον παίκτη, τον αέρινο Γιόχαν των παιδικών μας χρόνων, αξίζει να μαραθούν για μια μέρα τα γρασίδια των γηπέδων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News