H εκφωνήτρια στη συγκέντρωση έχει εμπειρία αντίστοιχη του Κωστάλα στο καλλιτεχνικό πατινάζ. Ξέρει πότε θα μιλήσει, πότε θα «πατήσει» τον Μπιθικώτση για να διαβάσει σύνθημα και φυσικά πώς θα χρωματίσει τη φωνή με οργή και αγωνιστικό σθένος. Διέκοψε το ξύλο που, χρόνια τώρα, τρώει ο Ανδρέας, για να αναγγείλει την άφιξη των τρακτέρ από τη Νίκαια. Δεν ήταν απαραίτητο να μας το πει, το καταλάβαμε και μόνοι μας. Ο ήχος από τις κόρνες έφτασε προτού οι ρόδες πατήσουν την Αμαλίας.
Είναι η κορυφαία στιγμή του αγροτικού συλλαλητηρίου. Τρακτέρ στο Σύνταγμα! Με τα φώτα τους αναμμένα, με τον Μαρίνο Αντύπα στις σημαίες, κουρασμένα πρόσωπα μπροστά και πίσω από το παρμπρίζ – δέκα ώρες ταξίδι ήταν αυτό. Στα ηχεία πήγε ο Παπακωνσταντίνου, με τα «Αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. «Καβάλα στα άλογα σας, πάρτε τη γη δικιά σας!» Εντάξει, αντικαθιστούμε το άλογο με τρακτέρ και το ηθικό παραμένει αγωνιστικά ακμαίο.
Τι περιμένεις να δεις εκείνη τη στιγμή; Το ροζιασμένο χέρι του αγρότη να σχηματίζει γροθιά που υψώνει αψίδα αγώνα ως τον ουρανό. Οχι ακριβώς. Το χέρι υψώνεται, αλλά η γροθιά δεν πρόκειται να γεννηθεί. Το χέρι κρατάει πλέον smartphone. Και να, οι οθόνες τους φέγγουν σαν τα κεράκια στην Ανάσταση. Δεν μπορεί πια να γίνει αλλιώς. Συμμετέχεις σε ένα συλλαλητήριο και το αντιμετωπίζεις ως επικοινωνιακό γεγονός. Και αφού μπορείς να το αποθανατίσεις, θα πατήσεις το REC.
Παίρνεις φωτογραφίες και βίντεο την ώρα που και οι υπόλοιποι κάνουν το ίδιο, έχοντας εσένα στο κάδρο. Και εσύ το δέχεσαι, φυσικά. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να μην έδινες την εικόνα σου στην συσκευή ενός αγνώστου. Ομως η παρουσία στο συλλαλητήριο αυτομάτως συνεπάγεται αποδοχή των επικοινωνιακών όρων.
Μιλάμε για αγρότες έτσι; Οχι για «επαγγελματίες» που θα έρθουν συντεταγμένα, ακολουθώντας συνθήματα και σημαίες – αν παρατηρήσετε από ψηλά το μπλοκ του ΠΑΜΕ θα εντυπωσιαστείτε από την κίνηση του σχηματισμού. Οι αγρότες, όμως, είναι απλώς εκεί. Ασυντόνιστοι και ανοργάνωτοι. Δεν υπάρχει κάποιος να δώσει σύνθημα στο πλήθος. Φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται.
Οι Κρητικοί δέχονται πρόθυμα να ποζάρουν. Οι άνθρωποι πάνω στα τρακτέρ στρέφουν το κινητό προς αυτούς που τους βιντεοσκοπούν. Μπροστά από τα τρακτέρ υπάρχει φορτηγό με καρότσα το οποίο μεταφέρει επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους. Κάποιοι αποφασίζουν ότι θα ήταν ωραία εικόνα να ανέβουν και δύο ιερείς. Και τους ανεβάζουν. Εκείνοι το απολαμβάνουν ενώ χώνονται στις μνήμες εκατοντάδων τηλεφώνων. Τους κατέβασαν 300 μέτρα πιο κάτω και έπρεπε να επιστρέψουν με τα πόδια. Ομως ο ένας πρόλαβε και έκανε δηλώσεις σε τηλεοπτικό δίκτυο, απαντώντας με συνθήματα στις ερωτήσεις του νεαρού ρεπόρτερ. Πάνω σε καρότσα, ναι;
Που λέτε αυτό το συλλαλητήριο είχε και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα. Ομως μέσα της κρύβει τόση ποικιλομορφία που άλλες χώρες θέλουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να ξεδιπλώσουν. Εδώ δεν είναι έτσι. Εδώ βλέπεις τον Λαρισαίο και τον Αιγιώτη και πιάνεις τη διαφορά στην προφορά. Αν δε, βάλεις τον Κρητικό δίπλα στον Ηπειρώτη, βλέπεις δύο διαφορετικούς κόσμους πάνω στο ίδιο χώμα. Ολη αυτή η ομορφιά στήθηκε στην πλατεία. Σαν να έχεις λαογραφική σύναξη. Και, τι κρίμα, θα ήταν ακόμα καλύτερα αν το κάθε γκρουπ έστηνε τη δική του κουζίνα. Δεν γίνονται αυτά στην Ελλάδα. Κάπως, άλλωστε, πρέπει να δουλέψει και η συστοιχία των πάγκων του «βρώμικου», ξέρετε που βλέπεις το σουβλάκι (εντάξει, το καλαμάκι) και αναρωτιέσαι τι πλάσμα να ήταν αυτό όταν είχε πόδια και ούρα. Προτιμήθηκαν οι πάγκοι που διέθεταν και τσίπουρο. Φραπέ και τσίπουρο με ένα ευρώ. Το καύσιμο του αγρότη.
Δεν ήταν τόσο πολλοί ή, αν θέλετε, δεν ήταν ο όγκος που περιμέναμε να δούμε. Και αν δεν ερχόταν το ΚΚΕ να μπαλώσει τρύπες, η πλατεία από ψηλά θα έδειχνε σαν ξεδοντιασμένο στόμα που καπνίζει, έτσι όπως ανέβαινε η τσίκνα από τις ψησταριές. Ηταν μία συγκέντρωση σχεδόν ανδρική. Οταν η εκφωνήτρια φώναξε ένα «συνάδελφοι», αρκετοί έβαλαν τα γέλια. Γέλια χοντροκομμένα, όπως αρμόζει στα πρόσωπα, στα ρούχα, στα χέρια.
«Τους χρυσαυγίτες θα τους καταλάβεις, ξεχωρίζουν ανάμεσα μας» μου είπε ένας τεράστιος τύπος από την Κρήτη. Οντως, τους είδα λίγο πιο κάτω, στη γωνία να περιμένουν. Δεν έγινε τίποτα. Και όταν κάποιοι έβαλαν φωτιά σε κλαδιά μπροστά από τη Βουλή, κανένας δεν ζήτησε να καεί το μπουρδέλο. Ηταν θυμωμένοι, σίγουρα. Αλλά και με εκείνη τη διάθεση του χαβαλέ που ψάχνει να βάλει γέλιο σε μία δύσκολη κατάσταση.
Πολλοί έμειναν για να περάσουν μία νύχτα, ίσως και δύο, στην πρωτεύουσα. Θα δημιουργήσουν σουρεαλιστικές εικόνες, ειδικά στα μπαρ γύρω από το Σύνταγμα. Και κάποιοι θα δοκιμάσουν και καρπούς που δεν βγάζουν τα χωράφια τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News