Ο πατέρας του λάτρευε τα σπορ και ιδίως το χόκεϋ στον πάγο, η μητέρα του αγαπούσε το θέατρο και είχε κλίση στον χορό. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδυθεί ένα φρέσκο πρόσωπο του αμερικανικού χορού στις δεκαετίες του ’40 και του ’50: ο Τζιν Κέλι. Ενας μυώδης άνδρας, με αθλητικό σώμα, άρτια κίνηση και διαχυτική ενέργεια, ο οποίος γεννήθηκε το 1912 στο Πίτσμπουρκ και πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου, το 1996 -σαν σήμερα πριν από είκοσι χρόνια.
Ο Κέλι μεγάλωσε με το όνειρο να γίνει κάποτε αμυντικός των Πίτσμπουρκ Πάιρατς (αμερικανική ομάδα μπέιζμπολ). Οσο ήταν έφηβος χόρευε περισσότερο από ανάγκη -είτε για να ρίξει κορίτσια, είτε για να βγάλει χρήματα- παρά για ευχαρίστηση. Τελικά ο χορός τον κέρδισε κι έτσι προέκυψε ένα διαφορετικό όνειρο: να προσαρμόσει τη χορευτική κίνηση στη μεγάλη οθόνη, να «γλείψει», όπως είχε πει, το «μονόφθαλμο τέρας» -αυτή είναι η κάμερα- και να δημιουργήσει τη ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης, που, αναγκαστικά, απουσιάζει από τον κινηματογράφο.
«Επρεπε απλώς να σπάσω τον πάγο, κι ύστερα θα με άφηναν να κάνω ότι θέλω», είχε δηλώσει για τη φιλοδοξία του ο καλλιτέχνης. Ο πάγος άρχισε να ραγίζει από την πρώτη κινηματογραφική ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε και χόρεψε ο Κέλι, μαζί με την 20χρονη, τότε, σταρ Τζούντι Γκάρλαντ. Υστερα από το «Για σένα που αγαπώ» (1942), ακολούθησε η πρώτη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε αλλά και χορογράφησε, το «Χίλιες Τρέλες», το 1943. Και την επόμενη χρονιά λαμβάνοντας το πράσινο φως από την Columbia Pictures, ο ηθοποιός απέκτησε σχεδόν απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή της ταινίας «Σαν τα παραμύθια».
Υπό τις οδηγίες του έπεσαν αρκετοί τοίχοι του studio, ώστε να μπορεί ο ίδιος, η Ρίτα Χέιγουορθ και ο Φιλ Σίλβερς να διασχίζουν τον χώρο με μεγάλους διασκελισμούς και πλατιά «πα ντε μπουρέ». Οι περισσότερες προτάσεις του για την κινησιολογία και τη σκηνοθεσία εφαρμόστηκαν, ενώ μία συγκεκριμένη ιδέα του έγραψε Ιστορία. Η ιδέα ήταν να γυριστεί μία σκηνή στην οποία θα χόρευε ο Κέλι, ως Ντάνι ΜακΓκουάιαρ, με το alter ego του, δηλαδή, να υλοποιηθεί για πρώτη φορά στον κινηματογράφο η τεχνική της διπλής έκθεσης.
Επρεπε να «χτυπήσουν» τη σκηνή στο φιλμ δύο φορές, καλύπτοντας το μισό μέρος του φιλμ κάθε φορά, ενώ η κάμερα έπρεπε να βιντεοσκοπεί και να κάνει παύσεις ώστε να συγχρονίζεται το ένα μέρος του φιλμ με το άλλο. Και επειδή τότε δεν ήταν ψηφιακές οι κάμερες έπρεπε να μετρούν οι τεχνικοί κάθε πότε (1,2,3 πάμε, 1, 2, 3 στοπ) έπρεπε να αλλάζει η κάμερα. Αυτό σήμαινε ότι ακόμη και ο οπερατέρ θα έμπαινε στο ρυθμό της μουσικής.
«Τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μπορείς να δημιουργήσεις χορό προσαρμοσμένο στον κινηματογράφο και όχι απλώς έναν βιντεοσκοπημένο χορό επί σκηνής. Ετσι είδα το Χόλιγουντ και έτσι είδε το Χόλιγουντ εμένα», είχε πει ο καλλιτέχνης. Εκτοτε έκανε τα πάντα για να ξεγελάσει τον φακό της κάμερας. Χορογραφούσε, και ενίοτε σκηνοθετούσε, τις κινήσεις των χορευτών με τέτοιο τρόπο ώστε να πλησιάζουν διαρκώς την κάμερα ενώ πειραματιζόταν με το φως και τα χρώματα με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται η αίσθηση της τρίτης διάστασης. Και πάντοτε απέφευγε τα κοντινά πλάνα, στα πόδια ή στα χέρια, επιμένοντας να καδράρονται ολόκληρες οι μορφές των χορευτών.
Πολλοί τον σύγκριναν με τον άλλο μεγάλο χορευτή της εποχής. «Αν ο Φρεντ Ασταίρ είναι ο Κάρι Γκραντ του χορού, τότε εγώ είμαι ο Μάρλον Μπράντο», είχε δηλώσει για τις διαφορές ανάμεσα στον ίδιο και στον κατά 13 χρόνια μεγαλύτερό του Ασταίρ. Ο Κέλι υιοθέτησε ένα δικό του στιλ χορού, «δυνατό, διάπλατα ανοιχτό, τολμηρό, βασισμένο σε αθλητικές κινήσεις» όπως το είχε περιγράψει ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε το 1969. Ωστόσο η πραγματική του επιθυμία ήταν «να γίνει γνωστός αλλάζοντας την όψη του χορού στον κινηματογράφο», όπως είχε αποκαλύψει η Πατρίσια Γουόρντ Κέλι, η τρίτη γυναίκα που τον παντρεύτηκε το 1990, όταν εκείνη ήταν 31 ετών και αυτός 77. Κι επειδή ήθελε να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο αμερικανικό στιλ χορού -κόντρα στην κλασική φόρμα του ευρωπαϊκού- στις χορογραφικές και σκηνοθετικές του εργασίες ο Κέλι προτιμούσε τη μουσική αμερικανών συνθετών, όπως ο Κόουλ Πόρτερ, Ρίτσαρντ Ρότζερς, Λόρενζ Χαρτ και Ιρβινγκ Μπέρλιν.
Οι καλλιτέχνες του χορού και του κινηματογράφου τον θυμούνται για τη διορατικότητά του. «Ηταν ένας υπέροχος χορευτής. Μία κινηματογραφική ιδιοφυία που θα επηρεάζει τις ταινίες για πάντα», είχε δηλώσει η ηθοποιός και χορεύτρια Ντέμπι Ρέινολντς. Αλλά το αμερικανικό, και όχι μόνο, κοινό τον αγάπησε για την ενέργειά του και την απλότητά του. Ηταν ο σταρ που κυκλοφορούσε με μακό και λευκές κάλτσες που τόνιζαν την επιταχυνόμενη κίνηση των πελμάτων του, ο άνθρωπος που μεγάλωσε σε μία εργατική συνοικία, την περίοδο της Μεγάλης Κρίσης και χόρευε για τον «απλό άνθρωπο», και ο χορευτής που χόρευε με το ίδιο πάθος είτε είχε απέναντί του τον Φρανκ Σινάτρα, τη Ρίτα Χέιγουορθ, έναν φανοστάτη, ένα καρτούν είτε μία ομπρέλα.
Ο χορός με την ομπρέλα, το χαρούμενο τραγούδι κάτω από τη βροχή και το πλατσούρισμα μέσα στα νερά είναι η σκηνή που έχει αποτυπωθεί σε καθέναν που γνωρίζει τον Τζιν Κέλι -ή τον Αλεξ από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι»- και η καλύτερη σκηνή που έχει αφήσει πίσω του ο μεγάλος χορευτής. Την εμπνεύστηκε ο Κέλι παρατηρώντας πώς παίζουν τα παιδιά κάτω από τις σταγόνες της βροχής και, σύμφωνα με φήμες, όταν τη γύρισε έκαιγε από τον πυρετό, ενώ πέρα από τα δικά του βήματα χρειάστηκε να ντουμπλάρει και τα βήματα της συμπρωταγωνίστριάς του, Ρέινολντς.
https://www.youtube.com/watch?v=rmCpOKtN8ME
Υστερα από την κυκλοφορία του «Ενός Αμερικανού στο Παρίσι», το 1951, ο Κέλι κέρδισε ένα τιμητικό Οσκαρ για «τα επιτεύγματά του στην τέχνη της χορογραφίας στον κινηματογράφο», ενώ το 1969 έδωσε σκηνοθετικές οδηγίες και στη Μπάρμπαρα Στρέιζαντ για μία από τις πιο απολαυστικές αρμηνείες της, στην ταινία «Αλό Ντόλι».
Μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, λατινικά και εβραϊκά και έλυνε το σταυρόλεξο των New York Times μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορούσε να συζητήσει για μεταφυσικά ζητήματα με τον θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ με άνεση και να κάνει τον αμερικανό πρόεδρο, Τζον Φ. Κένεντι, να τραγουδήσει μαζί του στον Λευκό Οίκο παραδοσιακά ιρλανδικά τραγούδια.
«Στα 14 μου χρόνια ανακάλυψα τα κορίτσια. Τότε ο χορός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσες να αγκαλιάσεις μία κοπέλα. Χόρευες για να φλερτάρεις», δήλωσε ο Κέλι το 1985, όταν τιμήθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. «Αργότερα ανακάλυψα ότι χορεύεις την ευτυχία. Χορεύεις την αγάπη. Χορεύεις τα όνειρα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News