«Τι είναι γέρος; Κάποιος χωρίς σώμα». Μα, εκείνος, κατά δήλωσή του, ήταν άνθρωπος του σώματος περισσότερο και όχι του πνεύματος. Εστω κι αν από το δεύτερο συνθετικό της ανθρωπινότητάς του «ίδρυσε» το καλλιτεχνικό του υποκείμενο. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος δεν είναι ανάμεσά μας. Τη στιγμή που τα social media ανέκραξαν το ψυχωφελές RIP για τον Ντέιβιντ Μπάουι και η ιντερνετική σφαίρα μετακινήθηκε από τους ήχους του «Changes», του «Space Oddity», του «Starman» και του «Heroes», ένας «ήρωας» της Αθήνας, ένας παθιασμένος λάτρης τούτης της πόλης και του μεθυσιού που την κυριεύει κατά καιρούς, έσβησε το καντήλι του και αποχώρησε ήσυχα.
Τι μπορείς να πεις για έναν σκηνοθέτη που έφτιαχνε «ταινίες από το τίποτα για το τίποτα»; Οτι τα κατάφερε. Μόνο που το ελάχιστο, σε σημείο εξαφάνισης που υπονοεί το τίποτα, ποτέ δεν διέτρεξε τις ταινίες του. Δεν είναι ζήτημα αξιολογικής κρίσης ή κριτικής τοποθέτησης επί των ταινιών του, αλλά η αίσθηση ότι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, πέρα από ταινίες δημιούργησε πρώτα δικό του σύμπαν γεμάτο σημάνσεις, δρόμους και ανθρώπους που τους περιδιαβάζουν. Επικεντρωμένος στο αστικό τοπίο, η Αθήνα είναι ο αγαπητικός τόπος, ερωτευμένος με τη γαλλική νουβέλ βαγκ, λάτρης της λογοτεχνίας, μάστορας της σύζευξης του πραγματικού με το ψευδαισθητικό, ο Παναγιωτόπουλος κινήθηκε σε όλη την γκάμα των ανθρώπινων παθών: έρωτες, φιλίες, αυτοκαταστροφές και περιπλανήσεις. Στην άκρη του δρόμου, μια ακίδα αποδόμησης πάντα υπήρχε για να δηλώνει πως ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης είναι ένα παιδί που δεν κουράζεται από το παιχνίδι.
Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές αλλά και ξένες παραγωγές. Το 1960-1973 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης, ενώ την ίδια περίοδο συνήθιζε να περνά τον χρόνο του στην en:Cinémathèque Française, γαλλική ταινιοθήκη που κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία ταινιών στον κόσμο. Το 1973 επιστρέφει στην Αθήνα. Πλάι του καθ’όλη τη διάρκεια, η σύντροφός του Μαριάννα Σπανουδάκη, η οποία, ως ενδυματολόγος, συμμετέχει πιστά σε όλες του τις παραγωγές. Ταινίες του έχουν λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ και έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις («Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», «Delivery», «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη»).
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν για την Αθήνα ότι ο Γούντι Αλεν για τη Νέα Υόρκη. Ο υμνωδός της που δεν παραγνωρίζει τις ασχήμιες της. Α, βέβαια, διότι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στεκόταν πάντα, ως άλλος ήρωας του Ντοστογιέφσκι, εκστατικός και έκθαμβος μπροστά στην ομορφιά – «είναι αίνιγμα η ομορφιά». Το έχει γράψει ο ρώσος συγγραφέας στον «Ηλίθιο», αλλά το έχει πει κι ένας ήρωάς του στο «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» (2002). Ισως γι’ αυτό οι κατά καιρούς πρωταγωνίστριές του, μέσα από τον δικό του φακό/πρίσμα/θέαση εμφανίζονται στο πανί θελκτικές, χυμώδεις, γήινες και σάρκινες.
Αθήνα, περιπέτειες, ταινίες, βιβλία. Αυτές ήταν οι σταθερές του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Για πολλά χρόνια διέμενε σε μια παλιά μονοκατοικία, με ενοίκιο, της οδού Ραβινέ. Οταν χρειάστηκε να μετακομίσει στην Ηροδότου συνειδητοποίησε πως η απόφαση ήταν απείρως πιο δύσκολη από το να κάνει μια ταινία. Επειδή, όμως, ήταν άνθρωπος της συνήθειας στο νέο σπίτι ακολούθησε τη λογική του παλιού: ίδια διάταξη στα έπιπλα, ο άσπρος γάτος του, η φιλόξενη ατμόσφαιρα ενός αστικού σπιτιού που δεν ντρέπεται για την καλλιτεχνική του ατμόσφαιρα δίχως να κραυγάζει γι’ αυτήν.
Επίσης του άρεσαν τα καφέ διότι σε αυτά, μέσα σε καπνούς τσιγάρα, κουβέντες, ζυμωνόταν μια ιδέα, πολλές ιδέες μαζί. «Εχω περάσει τη μισή ζωή μου σε καφέ. Τα λατρεύω», είπε κάποια στιγμή. «Πιστεύω ότι ένας λόγος της παρακμής της Γαλλίας είναι γιατί μείωσε τα καφέ της. Ηταν πανεπιστήμια. Τα δωμάτιά μας στο Παρίσι ήταν πολύ μικρά και χωρίς θέρμανση. Ντυνόμαστε για να κοιμηθούμε, γιατί κρυώναμε… Περνούσαμε όλοι μας τη ζωή στα καφενεία. Φιλόσοφοι, καλλιτέχνες και πόρνες. Στην Ελλάδα δεν είναι το ίδιο, γιατί δεν υπάρχει πνευματική ζωή με διαμάχες. Κάνω, για παράδειγμα, μια ταινία και αν δεν αρέσει του άλλου, το παίρνει προσωπικά. Με βλέπει και αλλάζει πεζοδρόμιο. Μου το έλεγε και ο Ελύτης. Οταν έκανε το “Αξιον Εστί” οι άνθρωποι άλλαζαν πεζοδρόμιο. Αντί να αντιπαρατεθούν, να γίνει διάλογος…».
Του άρεσε η λογοτεχνία. Τα βιβλία ήταν σε πολλές ταινίες του το έναυσμα για να γράψει σενάριο και να κάνει ταινίες. Δημήτρης Νόλλας, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Σωτήρης Δημητρίου, Αλμπέρ Κοσερί, Γιόζεφ Ροτ, Θανάσης Αλεξανδρής, Ζάχος Παπαζαχαρίου: αυτοί είναι μερικοί από τους μακρινούς ή κοντινούς συνοδοιπόρους του, καθώς του πρόσφεραν τις λέξεις τους κι εκείνος τις έκανε ταινίες. Γιατί γύριζε ταινίες; Για να έχει κάτι να κάνει και όχι για να πει κάτι. Αυτό διατεινόταν. «Οταν κάνω μια ταινία είναι γιατί θέλω να κάνω κάτι, όχι για να πω κάτι. Αν ήξερα τι ήθελα να πω θα το έλεγα, δεν θα γύριζα ταινία. Το σινεμά είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Η φιλοδοξία μου είναι να κάνω ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα».
Επίσης, απεχθανόταν τον ρεαλισμό. Μπορεί η αρχή του νήματος μιας ιστορίας να πατούσε σε αυτό που λέμε «πραγματική πραγματικότητα», όμως τίποτα δεν έμενε στο ισοπεδωτικό επίπεδο μιας πρωτοεπίπεδης καταγραφής. Θα πει κάποια στιγμή: «Ο ρεαλισμός είναι ο τρόπος με τον οποίο τα ρηχά μυαλά αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα». Ή, αλλιώς διατυπωμένο: «Κάνοντας μια ταινία, υποχρεωτικά απευθύνεσαι στο κοινό. Οταν όμως γαργαλάς το κοινό, δεν προάγεις τίποτα. Ο,τι κίνησε την ανθρωπότητα, ήταν έργα που δεν διαβάστηκαν από εκατομμύρια».
https://www.youtube.com/watch?v=sk6JPLYXLwU
Από τα «Χρώματα της Ιριδος» του 1974, την πρώτη του ταινία, έως την «Κόρη του Ρέμπραντ» του 2015, την έσχατη, παρεμβάλλεται μια πλειάδα ταινιών (σχεδόν κάθε χρόνο κι από μια) που έχουν κατακτήσει τη δική τους θέση στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Δεν έγινε καλτ σαν τον Νίκο Νικολαΐδη. Δεν απέκτησε την αίγλη του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Παρέμεινε, όμως, ένας σκηνοθέτης που δεν πρόδωσε το όραμά του. Που δεν καμώθηκε τον σπουδαιοφανή, που δεν θέλησε να υποδυθεί κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Οι ταινίες του είναι πολλές και αρκετές από αυτές έχουν μείνει γερά κρατημένες στο φαντασιακό εκείνων που τις είδαν: «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Ο Εργένης», «Αυτή η νύχτα μένει», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Beautiful people», «Η Λιμουζίνα», «Δεσμά Αίματος», «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα-Κωνσταντινούπουλη» και άλλες πολλές.
Στα 74 χρόνια του η καρδιά του τον πρόδωσε. Ηταν μεσάνυχτα Δευτέρας τότε που το σώμα του είδε όση ομορφιά του χρειαζόταν και είπε να ακολουθήσει την αναπόδραστη πορεία του γήρατος. Τι είναι ένας γέρος; Κάποιος χωρίς σώμα. Τι είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος; Το σώμα των ταινιών του.
Χθες ο Ντέιβιντ Μπάουι, σήμερα ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Δεν μπήκε καλά το 2016.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News