Παρά το «προκλητικό» ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδας Die Welt, το Μέγαρο Μαξίμου αυτήν την φορά δεν εξέδωσε καταγγελτική ανακοίνωση κατά των «πληρωμένων εχθρών της Ελλάδας».
Στο άρθρο της 2ας Ιανουαρίου, η συντηρητική γερμανική εφημερίδα έκανε δημοσιογραφικό ποδαρικό στην κάλυψη της νέας φάσης της ελληνοευρωπαϊκής περιπέτειας, περιγράφοντας και αναλύοντας τις προσδοκίες (;) που μπορεί να έχει κάποιος σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της εκκρεμότητας μεταξύ Αθήνας, Βρυξελλών, Βερολίνου ή Ουάσιγκτον (και ποιος ξέρει ποιας άλλης πρωτεύουσας).
Κατά το ρεπορτάζ, αλλά και με βάση όλες τις ενδείξεις που στο εσωτερικό οι περισσότεροι προτιμούν πλέον να αγνοούν, το 2016 μοιραία και αναπόφευκτα οδηγεί την Αθήνα και τους δανειστές της σε νέα σύγκρουση. Ισως η βεβαιότητα του Πρωθυπουργού στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του να ήταν ένα πρώτο δείγμα για το τι θα πρέπει κάποιος να αναμένει: «Το 2016 που έρχεται θα είναι το έτος της ανάκαμψης και της ανασυγκρότησης. Η χρονιά που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση και, μαζί, το τέλος της επιτροπείας και την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας», διαβεβαίωσε μεταξύ των άλλων ο κ. Τσίπρας.
Ενώ λοιπόν την Δευτέρα 4 Ιανουαρίου τα ευρωπαϊκά όργανα θα ασχοληθούν για πρώτη φορά με την ελληνική πρόταση (προσοχή στις λέξεις!) «αναμόρφωσης» του Ασφαλιστικού, που είναι και το πρώτο στάδιο δοκιμασίας για την αξιολόγηση, οι γερμανικές πηγές θεωρούν την πορεία προδιαγεγραμμένη και οι λόγοι εξηγούνται επαρκώς. Με τρόπο δε που αναδεικνύει τις αντιφάσεις και την επικίνδυνη τακτική της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αρχίζει να διαφαίνεται.
Αναλυτικότερα:
– Η ελληνική κυβέρνηση διατείνεται, έστω και εμμέσως, ότι οι προτάσεις της δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν και ότι πάντως η ίδια δεν πρόκειται να κάνει πίσω στο θέμα π.χ. της μείωσης των συντάξεων. Κατά τούτα, στελέχη της κυβέρνησης ούτε καν υπανίσσονται κάποια καθυστέρηση στην αξιολόγηση, παρά θέλουν να εμφανίζονται βέβαια για ολοκλήρωσή της τον Φεβρουάριο. Αντιθέτως, η αντίληψη που κυριαρχεί στους συντηρητικούς κύκλους της γερμανικής κυβέρνησης, οι οποίοι και εκφράζονται μέσω της Welt, είναι εντελώς διαφορετική: «Η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος θα λάβει χώρα τον Απρίλιο ή το αργότερο έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου», αναφέρει η εφημερίδα – και ακολούθως αναδεικνύει το σημείο όπου πιθανώς θα πρέπει να αναμένεται το μεγαλύτερο πρόβλημα, λόγω του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο η Αθήνα αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
Η νέα διαπραγμάτευση θα πραγματοποιείται σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, όπου όμως για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου θα θεωρεί πως έχει διαπραγματευτικά όπλα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει
-Το σημείο αυτό αφορά την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Στοιχείο το οποίο η Αθήνα επιχειρεί να αναδείξει σε σημείο τριβής με τους δανειστές και να επιδιώκει την αποχώρηση του Ταμείου από το πρόγραμμα, αγνοώντας (;) τις επιπτώσεις. Οπως τονίζεται στο ίδιο άρθρο της Welt: «Μόνο εφόσον οι δανειστές κρίνουν ότι η Ελλάδα θα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της θα συμμετάσχει το ΔΝΤ στο τρίτο πακέτο βοήθειας. Από τη συμμετοχή του ΔΝΤ εξαρτάται όμως η συγκατάθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας των γερμανών συντηρητικών στην εκταμίευση περαιτέρω δόσεων». Υπό αυτούς τους όρους, μία παράταση της εκκρεμότητας και μία τρόπον τινά επανάληψη του σκηνικού του πρώτου εξαμήνου του 2015 δεν θα πρέπει να αποκλείεται για το νέο έτος.
Στουρνάρας: «Δεν αντέχουμε αποτυχία στην αξιολόγηση»
-Με αυτά τα δεδομένα, πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι και στο εσωτερικό της χώρας, αρχίζουν να διατυπώνουν σαφείς προειδοποιήσεις. Μεταξύ αυτών η σαφέστερη έρχεται από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος σε άρθρο του στη Καθημερινή υπογραμμίζει: «Μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, επαναφέροντας στη μνήμη την αρνητική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015. Επανάληψη αυτής της εμπειρίας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους που δύσκολα θα τους αντέξει αυτή τη φορά η ελληνική οικονομία».
-Το ζήτημα είναι πως η νέα αυτή διαπραγμάτευση θα πραγματοποιείται σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, όπου όμως για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου θα θεωρεί πως έχει διαπραγματευτικά όπλα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει. Κυριότερο μεταξύ αυτών, κατ’ αντιστοιχία με την χρεωκοπία του 2015 είναι η προσφυγική κρίση, με την οποία η κυβέρνηση εκτιμά ότι μπορεί να πιέσει την Ευρώπη. Κατά την Welt «η Ανγκελα Μέρκελ θα βρεθεί υπό αυτούς τους όρους στις αρχές του έτους σε δύσκολη θέση. Από τη μία όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινοβουλευτικής της ομάδας είναι πιθανό να διατυπώσουν διαφωνίες απέναντι στην πολιτική της, εάν η Ελλάδα παραπέμψει το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στις ελληνικές καλένδες. Από την άλλη πλευρά όμως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δε θα είναι πλέον σε θέση να ασκήσει την ίδια πίεση στην Ελλάδα όπως πριν από έναν χρόνο. Κι αυτό επειδή το Βερολίνο χρειάζεται την Αθήνα λόγω προσφυγικής κρίσης για την φύλαξη των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Εντονη ανθελληνική ρητορική
Παρά ταύτα και στο πεδίο του Προσφυγικού δεν παρατηρείται διάθεση συνεργασίας μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου. Οι μεν γερμανοί συντηρητικοί (βλ. πρόσφατες δηλώσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ περί εξόδου της χώρας από την συνθήκη Σένγκεν) επανέρχονται για λόγους εσωτερικής λαϊκιστικής κατανάλωσης στην ανθελληνική ρητορική, από την άλλη η Αθήνα απορρίπτει τις προτάσεις για την δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών τρόπων και μέσων διαχείρισης του ζητήματος (βλ. ευρωπαϊκή ακτοφυλακή).
Το μείγμα «Αξιολόγηση-Προσφυγικό» μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες να αποδειχθεί εκρηκτικό για την Ευρώπη. «Ομως η πρώτη έκρηξη θα σημειωθεί στην Ελλάδα», παρατηρούν εδώ και εβδομάδες διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News