Θέματα

Υπόθεση Μπελέρη: Η επιμονή της Αθήνας και τα όρια του Εντι Ράμα

Ο αλβανός πρωθυπουργός δεν περίμενε την τόσο συστηματική αντίδραση της Ελλάδας. Προφανώς θεωρούσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συμβιβαζόταν με τη δική του άποψη: ότι η υπόθεση εναπόκειται στην αλβανική Δικαιοσύνη. Και ότι η Ελλάδα, πιστή στις αρχές του κράτους δικαίου, δεν θα απαιτούσε παρέμβαση της αλβανικής κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη. Τελικά συνέβη το εντελώς αντίθετο
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Αν πλέον υπάρχει μια κοινή παραδοχή στην Αλβανία για το ζήτημα του φυλακισμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη είναι ότι ο Eντι Ράμα δεν περίμενε πως η υπόθεση θα κακοφορμίσει σε τέτοιο βαθμό. Οι χειρισμοί του αλβανού πρωθυπουργού ήταν εξαρχής άτσαλοι και τελικά οδήγησαν σε μια ευθεία αντιπαράθεση Αθήνας – Τιράνων. Μια αντιπαράθεση που έχει λάβει, πλέον, χαρακτηριστικά διπλωματικής ρήξης. Με την ελληνική κυβέρνηση να πιέζει επιμόνως την Αλβανία προκειμένου ο Μπελέρης να αναλάβει άμεσα τα καθήκοντά του και τον Εντι Ράμα να μοιάζει εγκλωβισμένος στις επιλογές του, αδυνατώντας –τουλάχιστον προς το παρόν– να αποδεχτεί ότι είναι αυτός που οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία ώστε να εκτονωθεί η κρίση. Αρα να υποχωρήσει – κάτι που δεν ταιριάζει ούτε στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται, ούτε στον χαρακτήρα του.

Ο Εντι Ράμα άργησε να αντιληφθεί ότι ενδέχεται να χάσει τον Δήμο της Χειμάρρας. Οταν το κατάλαβε, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές του Μαΐου, ήταν αργά. Εξ ου και κινήθηκε βιαστικά και αμήχανα, επιχειρώντας να παγιδεύσει τον Μπελέρη με την κατηγορία της εξαγοράς ψήφων και την αυτόφωρη –σχεδόν κινηματογραφική– σύλληψή του. Αυτό που πέτυχε ο Ράμα ήταν να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο τους Χειμαρριώτες, οι οποίοι και εξέλεξαν δήμαρχο τον Μπελέρη. Με την οριακή διαφορά των επτά ψήφων.

Ο αλβανός πρωθυπουργός, όμως, δεν περίμενε και κάτι άλλο: την τόσο συστηματική αντίδραση της Αθήνας. Προφανώς θεωρούσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συμβιβαζόταν με τη δική του άποψη: ότι η υπόθεση εναπόκειται στην αλβανική Δικαιοσύνη. Και πως η Ελλάδα, πιστή στις αρχές του κράτους δικαίου, δεν θα αναμειγνυόταν στις εσωτερικές υποθέσεις μιας τρίτης χώρας και κυρίως δεν θα απαιτούσε παρέμβαση της αλβανικής κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη. Τελικά συνέβη το εντελώς αντίθετο.

Η Αθήνα «σήκωσε» πάραυτα το θέμα. Ειδικά όταν σταδιακά άρχισε να αποκαλύπτεται ότι η δικογραφία είναι διάτρητη και πως επί της ουσίας πρόκειται για μια πολιτική δίωξη με στόχο την εκπαραθύρωση του Μπελέρη από τη Χειμάρρα, προκειμένου ο Ράμα να συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή του σχεδίου ανάπλασης της παραλιακής πόλης. Ενα σχέδιο από το οποίο έχει αποκλειστεί το ελληνικό στοιχείο.

«Η αγωνία του κ. Ράμα είναι να μη χάσει το δημαρχείο της Χειμάρας. Προσπαθεί να κρατήσει τον δήμο όσο το δυνατόν περισσότερο, για να μην έρθουν στα χέρια μας στοιχεία για πλαστογραφίες, αλλαγή κατάστασης περιουσιακών στοιχείων, κλοπή περιουσιών από τους εδώ έλληνες κατοίκους» είπε προ ημερών ο Μπελέρης μιλώντας στην ΕΡΤ μέσα από το κελί του, στις φυλακές Δυρραχίου.

Η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο. Κυριάκος Μητσοτάκης και Γιώργος Γεραπετρίτης διαμήνυσαν επανειλημμένως, τόσο διμερώς όσο και στους διεθνείς οργανισμούς, ότι σε περίπτωση που οι αλβανικές αρχές δεν εξασφαλίσουν μια δίκαιη δίκη στον Μπελέρη και δεν εγγυηθούν ότι θα τηρηθεί το τεκμήριο της αθωότητας, τότε ο δρόμος της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση θα είναι παραπάνω από δύσβατος. Ακολούθησε η άρνηση της Ελλάδας να συνυπογράψει την κοινή επιστολή των 27 κρατών-μελών της ΕΕ για την έναρξη της πρώτης δέσμης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας.

Εν τω μεταξύ, στην προτελευταία συνεδρίαση του αλβανικού Δικαστηρίου κατά της Διαφθοράς αποκαλύφθηκε ότι ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας του Μπελέρη χρηματίστηκε από την αλβανική αστυνομία προκειμένου να καταθέσει κατά του δημάρχου Χειμάρρας. Αυτή μπορεί να είναι μια πρακτική που ακολουθείται στην Αλβανία, αλλά θα ήταν πρέπον ο μάρτυρας να είναι, έστω προσχηματικά, αξιόπιστος. Ο εν λόγω, όμως, εκτός ότι έχει κατηγορηθεί και καταδικαστεί για σειρά ποινικών υποθέσεων, φαίνεται ότι μαρτυρά συστηματικά για χάρη των αλβανικών αρχών. Αλλωστε, όπως λέει ο Μπελέρης από το κελί του, «σύμφωνα με την αλβανική Δικαιοσύνη, ένας μάρτυρας ίσον κανένας μάρτυρας».

Ο δε δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, που υποτίθεται ότι κατέθετε την Τετάρτη, αγνοείται, με την εισαγγελία να ισχυρίζεται ότι έχει φύγει εκτός Αλβανίας και την Αστυνομία να το διαψεύδει. Αμφότερες έχουν πρόσβαση στην ίδια πλατφόρμα ελέγχου διαβατηρίων. Η υπόθεση δεν είναι απλώς διάτρητη – αποκτά χαρακτηριστικά κακοσκηνοθετημένης φάρσας.

Στις αρχές Οκτωβρίου, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών είχε μια δύσκολη συνάντηση με τον Εντι Ράμα στα Τίρανα. Εκεί επανέλαβε τη θέση της Αθήνας, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες: ο Μπελέρης πρέπει να ορκιστεί, ακόμα κι αν αυτό χρειαστεί να γίνει μέσα στη φυλακή. Και ας κάνει η υπόθεση να τελεσιδικήσει ακόμα και τρία χρόνια. Το επίδικο είναι να υπάρξει άμεση εφαρμογή του εκλογικού αποτελέσματος και να παύσει το μεγαλύτερο παράδοξο της υπόθεσης: ο δήμος της Χειμάρρας διοικείται αυτή τη στιγμή από τον άνθρωπο που ηττήθηκε από τον Μπελέρη στις εκλογές. Ο Εντι Ράμα δεν έκανε καν τον κόπο να κινήσει τη διαδικασία διαδοχής, έστω από κάποιο στέλεχος της παράταξης του Μπελέρη. Και αυτό διότι για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να ορκιστεί ο νέος δήμαρχος.

Το δίκαιο ελληνικό αίτημα ενισχύθηκε έτι περαιτέρω από τον υπουργό Επικρατείας –και πολύ κοντινό συνεργάτη του Κυριάκου Μητσοτάκη– Σταύρο Παπασταύρου, ο οποίος σε μια από τις εξαιρετικά σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις του ταξίδεψε στην Αλβανία και συναντήθηκε στις φυλακές με τον Φρέντι Μπελέρη, με τον οποίο διατηρούν εδώ και πολλά χρόνια στενή προσωπική σχέση.

Εκτός από την έμπρακτη στήριξη της κυβέρνησης προς τον δήμαρχο Χειμάρρας, η παρουσία του Παπασταύρου στα Τίρανα εκπέμπει το στίγμα ότι η Αθήνα θα συνεχίσει να πιέζει ποικιλοτρόπως τις αλβανικές αρχές. «Η Χειμάρρα είναι ο μόνος δήμος στην Ευρώπη που έχει εκλεγμένοι δήμαρχο ο οποίος στερείται του δικαιώματός του να ορκιστεί» είπε ο κ. Παπασταύρου, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι, εκτός των άλλων, η Αλβανία παραβιάζει και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Κάπως έτσι, άρχισαν να μαζεύονται πολλά σύννεφα πάνω από το πρωθυπουργικό γραφείο του κ. Ράμα, ο οποίος θέλει όσο τίποτε άλλο να κρατά ζωντανό για τους συμπατριώτες του το ευρωπαϊκό όνειρο. Την ίδια ώρα, όμως, η υπόθεση Μπελέρη έχει λάβει και για την Αθήνα πολύ ευρύτερες διαστάσεις. Δεν είναι απλώς θέμα τήρησης της νομιμότητας, του ευρωπαϊκού κεκτημένου και προστασίας της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας που διαβιώνει στην Αλβανία. Δεν σχετίζεται μόνο με το εθνικό γόητρο. Είναι, επίσης, ζήτημα επιρροής και διπλωματική ισχύος στα Βαλκάνια.

Οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι δεν είναι διατεθειμένη να μετατρέπεται σε υποχείριο γειτονικού κράτους – ειδικά αν αυτό είναι διαχρονικά ωφελημένο από την αγαστή και κυρίως πολυεπίπεδη διπλωματική συνεργασία με την Ελλάδα. Οπως ακριβώς είναι η Αλβανία.

Λίγοι θα διαφωνήσουν με την άποψη ότι ο Εντι Ράμα, παρά τον εξαιρετικά ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και τα κραυγαλέα ελλείμματα της Αλβανίας στο κράτος δικαίου και την παραβατικότητα, απολαμβάνει σημαντικής αποδοχής σε Βερολίνο και Ουάσινγκτον. Κυρίως διότι λειτουργεί πυροσβεστικά έναντι των διαφόρων εστιών στα Δυτικά Βαλκάνια, ακόμα και αν αυτές έχουν να κάνουν με το Κόσοβο, το καμάρι της «Μεγάλης Αλβανίας».

Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι οι Βρυξέλλες θα ήθελαν από την Αθήνα να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη κατανόηση την υπόθεση Μπελέρη – τουλάχιστον μην τοποθετώντας αναχώματα στην ενταξιακή πορεία των Τιράνων, άρα συνολικότερα και στην ευρωπαϊκή διεύρυνση. Πλέον, όμως, είναι αργά. Η μπάλα είναι στο γήπεδο του Εντι Ράμα. Είναι αυτός που πρέπει να κάνει βήματα πίσω και να επιτρέψει, αν μη τι άλλο, στον Μπελέρη να ορκιστεί, έστω ως φυλακισμένος δήμαρχος. Αλλωστε όλα τα στοιχεία συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, ως μια μέση λύση που θα ικανοποιούσε εν μέρει όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Μπορεί να αργήσει, αλλά στο τέλος ο αλβανός πρωθυπουργός αυτό θα πράξει. Κι ας λένε στην Αλβανία ότι «με τον Εντι Ράμα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος».