«Follow the money»: αυτή ήταν η συμβουλή που έδωσε μια ανώνυμη πηγή με το παρατσούκλι «Deep Throat» (βαθύ λαρύγγι) σε δυο νεαρούς δημοσιογράφους της Washington Post, συνδράμοντάς τους να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες της υπόθεσης Γουότεργκεϊτ, του σκανδάλου που ανάγκασε τον Ρίτσαρντ Νίξον να παραιτηθεί (τον Αύγουστο του 1974) από την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε ανάλυσή του ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica κάνει λόγο για μια «ένδοξη σελίδα» της αμερικανικής δημοσιογραφίας, η οποία στη συνέχεια πέρασε στη σφαίρα του θρύλου χάρη στο «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου» (All the President’s Men), την ταινία του Αλαν Πάκουλα που παρουσίασε το εξαιρετικό επίτευγμα των ατρόμητων ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν, τους οποίους στη μεγάλη οθόνη ερμήνευσαν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν.
Σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο, έπειτα από μισό αιώνα η προτροπή «Ακολουθήστε το χρήμα» γίνεται εκ νέου επίκαιρη, ως κατάλληλη για να γίνει κατανοητή η «συγκλονιστική», όπως τη χαρακτηρίζει, απόφαση της ίδιας εφημερίδας να μην πάρει το μέρος κανενός στην αναμέτρηση μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ για τον Λευκό Οίκο.
Μια από τις πιο σημαντικές και ιστορικές εφημερίδες των ΗΠΑ επέλεξε να μην αποκαλύψει ποιον υποστηρίζει στις πιο κρίσιμες εκλογές στην πρόσφατη Ιστορία της Αμερικής. Την απόφαση έλαβε ο Τζεφ Μπέζος, ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Amazon, ο οποίος το 2013 εξαγόρασε την Washington Post επιδιώκοντας να την εκσυγχρονίσει και να τη σώσει από την προϊούσα παρακμή.
Από οικονομική άποψη το εγχείρημα πέτυχε: σήμερα η εφημερίδα της πρωτεύουσας των ΗΠΑ έχει 2,5 εκατ. ψηφιακούς συνδρομητές, αριθμός που την καθιστά τρίτη μεγαλύτερη στις ΗΠΑ, πίσω από τους New York Times και τη Wall Street Journal. Αλλά από πλευράς παράδοσης, την οποία ανέκαθεν σεβόταν η εφημερίδα, η διαδικασία εκσυγχρονισμού ήταν από την αρχή επίμαχη και προβληματική, ενώ κάποια στιγμή άρχισε να ρίχνει βαριά τη σκιά της στην ιστορία της Washington Post.
Στην προκειμένη περίπτωση, αρνούμενος να μετάσχει στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο –αγνοώντας την ξεκάθαρη αντίθετη βούληση της σύνταξης περί υποστήριξης της Κάμαλα Χάρις– ο Τζεφ Μπέζος έσπασε μια παράδοση δεκαετιών: από την εκλογική αναμέτρηση του 1976 μεταξύ του Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ και του Ρεπουμπλικανού Τζέραλντ Φορντ έως και εκείνη του 2020, μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ, η Washington Post προσέφερε την ανοιχτή υποστήριξή της στον υποψήφιο των Δημοκρατικών (εκτός από το 1988 και την αναμέτρηση μεταξύ του Τζορτζ Μπους και του Μάικ Δουκάκης, για την οποία η εφημερίδα δεν πήρε θέση).
«Η Post (μαζί με τους New York Times) ενσαρκώνει τη φιλελεύθερη ψυχή της Αμερικής» γράφει ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι, προσθέτοντας ωστόσο ότι ενδεχομένως αυτό να μην ισχύει πια. Οπως αναφέρει στο άρθρο του ο δημοσιογράφος της Repubblica, η επιλογή του Μπέζος να κρατήσει η εφημερίδα του ουδέτερη στάση ενόψει των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου είναι η τελευταία μιας σειράς επίμαχων αποφάσεων, που θα μπορούσαν να καταδεικνύουν την επιθυμία του να τη μεταλλάξει.
Πρώτα ο Μπέζος επέλεξε ως εκδότη και διευθύνοντα σύμβουλο έναν άγγλο δημοσιογράφο, τον Γουίλιαμ Λιούις, πρώην αυλικό του Ρούπερτ Μέρντοκ, του υπερσυντηρητικού μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στη συνέχεια ανακοινώθηκε πως χρέη αρχισυντάκτη επρόκειτο να αναλάβει ένας άλλος άγγλος δημοσιογράφος, ο Ρόμπερτ Γουίνετ της φιλοσυντηρητικής Daily Telegraph, ωστόσο η εξέγερση σύσσωμης της συντακτικής ομάδας της Washington Post ανάγκασε τον Γουίνετ να αρνηθεί τελικά τη θέση. Επιπλέον, ο Μπέζος, δηλώνοντας ανοιχτά πως η εφημερίδα του πρέπει να απευθύνεται σε ένα πιο συντηρητικό αναγνωστικό κοινό, έδωσε εντολή για την πρόσληψη σχολιαστών αντίστοιχου προσανατολισμού.
Αλλά η απόφαση να μην αποκαλυφθεί η προτίμηση της εφημερίδας μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τις ΗΠΑ αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, είναι «μια πράξη δειλίας που θα έχει ως πιθανό θύμα τη δημοκρατία», όπως σχολίασε ο Μάρτιν Μπάρον, πρώην διευθυντής της Post, εκ των πρωταγωνιστών της επανεκκίνησης της εφημερίδας από τότε που την εξαγόρασε ο Μπέζος έως και το 2021, χρονιά κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε.
«Ο Τζεφ Μπέζος δεν είναι απαραίτητα τραμπικός» γράφει ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι. «Οι φήμες λένε ότι οι λόγοι της απόφασης να μην υποστηριχθεί η Χάρις (όπως προετοιμαζόταν να κάνει η συντακτική ομάδα, το κεντρικό άρθρο ήταν έτοιμο) είναι κυρίως οικονομικοί: ο Μπέζος φοβόταν ότι στην περίπτωση επικράτησης του Τραμπ, εκείνος θα τον έκανε να το πληρώσει, βλάπτοντας τα συμφέροντά του» προσθέτει.
Μετά τον σάλο που προκλήθηκε, με δημοσιογράφους αλλά και αναγνώστες να εξεγείρονται (μέλη της σύνταξης παραιτήθηκαν και δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες ακύρωσαν τις συνδρομές τους) ο Τζεφ Μπέζος αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του με ένα άρθρο στην Washington Post, όπου υπερασπίστηκε την απόφαση να μη στηρίξει η εφημερίδα του κανέναν από τους υποψήφιους για τον Λευκό Οίκο.
Ο Μπέζος αρνήθηκε ότι η απόφαση ελήφθη με γνώμονα τα επιχειρηματικά του συμφέροντα, χαρακτηρίζοντάς την απαραίτητη για τη διατήρηση της αξιοπιστίας της εφημερίδας, σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ είναι ιδιαίτερα κλονισμένη.
Υποστήριξε ότι μέσω της επιλογής ενός εκ των δύο υποψηφίων στο πλαίσιο μιας προεδρικής εκλογικής αναμέτρησης δημιουργείται «μια αίσθηση μεροληψίας, μια αίσθηση μη ανεξαρτησίας», ενώ χαρακτήρισε τον τερματισμό αυτής της διαδικασίας «απόφαση αρχής».
Ξεκαθάρισε επίσης ότι κανένας από τους υποψήφιους δεν ενημερώθηκε ούτε ρωτήθηκε σχετικά με την απόφαση, επισημαίνοντας ότι δεν έλαβε ανταλλάγματα. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της επίμαχης απόφασης –η οποία ανακοινώθηκε την Παρασκευή– και της συνάντησης που είχε την ίδια μέρα ο Ντέιβ Λιμπ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Blue Origin, της διαστημικής εταιρείας που ανήκει στον Μπέζος, με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ.
Επίσης, την Παρασκευή, μία ακόμη μεγάλη φιλελεύθερη εφημερίδα των ΗΠΑ, οι Los Angeles Times, επέλεξε να μην υποστηρίξει κανέναν εκ των δύο υποψηφίων για την προεδρία. Η σύνταξη της εφημερίδας είχε επίσης έτοιμο το κείμενο στήριξης της Κάμαλα Χάρις, ωστόσο ο Πάτρικ Σον-Σιονγκ, ο ιδιοκτήτης του Μέσου, αποφάσισε διαφορετικά την τελευταία στιγμή, ωθώντας έτσι χιλιάδες αναγνώστες να σπεύσουν να ακυρώσουν τις συνδρομές τους.