Μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει, ως κομμάτι της Δυτικής κοινωνίας, να ακούμε και να μιλάμε για την πείνα που εξαπλώνεται σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ασία. Οι περισσότεροι ίσως γνωρίζουμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι πεινούν, εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά υποσιτίζονται και πολλά από αυτά πεθαίνουν…
Η εικόνα αυτή, που έχουμε ως ευρωπαίοι πολίτες, επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας των Ηνωμένων Εθνών για το φάσμα της πείνας ανά την Υφήλιο. Ευρήματα που σοκάρουν, αν αναλογιστεί κανείς ότι 828 εκατ. άνθρωποι βρέθηκαν σε αυτή την τραγική κατάσταση το 2021 – 46 εκατ. περισσότεροι από όσους κατέγραψε η ίδια έρευνα το 2020.
Το μεγάλο ερώτημα, αυτό που συνήθως αποφεύγει να συζητά η κοινωνία μας, είναι αν υπάρχουν ευρωπαίοι πολίτες που πεινάνε ή, ακόμη πιο δύσκολο, αν υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δεν βρίσκουν τροφή, έστω και για μία ημέρα.
Τις απαντήσεις σε αυτόν τον προβληματισμό, που θα πρέπει να απασχολεί όχι μόνο τις κυβερνήσεις, την Εκκλησία ή τις δομές των ΜΚΟ που έχουν αναλάβει δράση, έδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η οποία συμπεριέλαβε στην Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών τα ερωτήματα που προτείνει ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization – FAO) για την κατάρτιση ενός εξειδικευμένου δείκτη αναφορικά με τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφή.
Τα ερωτήματα αναφέρονται στην περίοδο των 12 προηγούμενων μηνών, πριν από τη διενέργεια της έρευνας, και είχαν σκοπό να αποτυπώσουν τη δυνατότητα ή μη της παροχής στο σύνολο των μελών του νοικοκυριού επαρκούς ποσότητας κατάλληλης τροφής, προκειμένου να εξασφαλίζονται οι διατροφικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για μια υγιή διαβίωση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του έτους 2022, στην Ελλάδα το 6,6% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε σοβαρή ανεπάρκεια τροφής.
Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής κατά τα προηγούμενα έτη ήταν 6,0% το 2021, 6,1% το 2020 (δηλαδή ανέβηκαν οριακά), ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια τροφής ήταν, αντίστοιχα, 1,5% και 1,6% (δηλαδή παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο).
Μία ολόκληρη μέρα χωρίς φαγητό
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι αντιμετωπίζει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν από τη διενέργεια της έρευνας αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη μέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ενα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας πέρασε μια ολόκληρη μέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Καλύτερα από άλλους Ευρωπαίους
Βέβαια, η κατάσταση στην Ελλάδα, με το ευρύ δίκτυο κοινωνικής στήριξης των φτωχών στρωμάτων, των αστέγων, ακόμη και της ειδικής κατηγορίας των μεταναστών από την Πολιτεία, την Εκκλησία, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους εθελοντές, είναι πολύ καλύτερη από όλες τις βαλκανικές χώρες, αλλά και από τις περισσότερες ευρωπαϊκές.
Στη χειρότερη θέση (πανευρωπαϊκώς) βρίσκονται η Ρουμανία και η Βουλγαρία, με μεγάλο ποσοστό ανθρώπων να αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξασφάλισης τροφής, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Πορτογαλία, μια χώρα της ευρωζώνης, βρίσκεται στην τρίτη θέση του καταλόγου της φτώχειας.
Στον επίσημο πίνακα παρουσιάζεται ο δείκτης ανεπάρκειας τροφής του συνολικού πληθυσμού με βάση την κλίμακα ανεπάρκειας τροφής (Food Insecurity Experience Scale – FIES) στην Ευρώπη και στην Υφήλιο για την τριετία 2020-2022.
Τα στοιχεία θεωρούνται η αφετηρία, η βάση στη διαδρομή που έχουν χαράξει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο της πείνας στις αναπτυγμένες χώρες μας έως το 2030.