Χρόνης Εξαρχάκος: ένας γεννημένος θεατρίνος, που τον αγαπούσε εξίσου και το σινεμά. Εδώ στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» του Ντίνου Δημόπουλου | Finos Films
Θέματα

Χρόνης Εξαρχάκος, ο μεγάλος αδικημένος κωμικός μας

Ο ηθοποιός που έδωσε στόφα πρωταγωνιστή στους δεύτερους ρόλους, ο «τράβα μαλλί-άσε μαλλί» του ελληνικού σινεμά, που είχε το ταλέντο να μιλάει πολύ γρήγορα αλλά εξαιρετικά καθαρά, έφυγε μια μέρα σαν κι αυτή, 27 Σεπτεμβρίου του 1984, μόλις στα 52 του...
Protagon Team

Λένε ότι οι μεγάλοι κωμικοί είναι άνθρωποι θλιμμένοι. Ο Χρόνης Εξαρχάκος ήταν μεγάλος κωμικός. Το αν ήταν θλιμμένος το ήξερε μόνο ο ίδιος· άλλωστε έζησε και πέθανε (μια ημέρα σαν κι αυτή το 1984) μόνος, έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στην κωμωδία και στην ανάπηρη μητέρα του.

Ο Εξαρχάκος ήταν ένα πηγαίο κωμικό ταλέντο, γελούσες με το που έμπαινε στο δαλιανιδικό πλάνο. Υπό αυτήν την έννοια είναι αδικία που το ελληνικό σινεμά –στη χρυσή μάλιστα εποχή του– τον κράτησε μόνο σε χαρακτηριστικούς, αλλά δεύτερους ρόλους. Και παρ’ ολ’ αυτά άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα μέσα από σπαρταριστές ατάκες και σκηνές.

Με μια τέτοια τίμησε η Finos Film την επέτειο του θανάτου του (ο Χρόνης Εξαρχάκος έφυγε από τη ζωή στις 27 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία μόλις 52 χρονών).

Ηταν λοιπόν ο άνθρωπος που έδωσε στόφα πρωταγωνιστή στους δεύτερους ρόλους. Που αναλάμβανε να ενσαρκώσει έναν τρελούτσικο, συνήθως φαφλατά και γκαφατζή χαρακτήρα, και όχι μόνο τα κατάφερνε, αλλά κατάφερνε και να ξεχωρίσει, κλέβοντας συχνά την παράσταση.

Οταν για παράδειγμα σκέφτεσαι την ταινία «Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι» με τη Ρένα Βλαχοπούλου, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό, είναι η ατάκα του Εξαρχάκου «Τράβα μαλλί ανεβαίνουμε- Ασε μαλλί»: ήταν ο εκκολαπτόμενος εφευρέτης που είχε αναλάβει να πετάξει αεροπλάνο, δίνοντας στα χαρακτηριστικά μαύρα κατσαρά μαλλιά του, αεροδυναμική αξία.

Αλλά και στην «Παριζιάνα», επίσης με πρωταγωνίστρια τη Βλαχοπούλου, μας έχει μείνει αξέχαστος ως απένταρος ζωγράφος που μπογιάτιζε επιγραφές μπακάλικων για να ζήσει και άρπαξε την ευκαιρία να υποδυθεί τον gay μόδιστρο για να τα κονομήσει, μαζί με την «παριζιάνα» μοδίστρα Πελαγία. Εκεί είχε την τελευταία λέξη στα πειράγματα κάποιων καλοθελητών στη Ρόδο. Στην ερώτηση «Αγοράκι, τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα;», στο τέλος εκείνος τους απαντάει με μόρτικη φωνή, «μούσμουλα!».

Με τον Γιώργο Γαβριηλίδη στην «Παριζιάνα»

Ο Χρόνης Εξαρχάκος, το όνομα του οποίου πολύ συχνά μπερδεύουμε με εκείνο του συνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου και αφαιρούμε το «Ε» από το επίθετό του, είχε το ταλέντο, όπως έλεγαν οι σκηνοθέτες της Φίνος Φιλμς αλλά και του θεάτρου –έπαιξε σε 60 επιθεωρήσεις με μεγάλη επιτυχία– , να μιλάει πολύ γρήγορα, αλλά συγχρόνως, εξαιρετικά καθαρά.

Σπάνιο προσόν για ηθοποιό, που τον έκανε να έχει το απόλυτο timing σε κάθε κωμική ατάκα.

Από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του, εκείνη ως αστυνομικού στην ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» με το πρωταγωνιστικό ζεύγος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ. Τους «φιλοξενεί» ένα βράδυ στο κρατητήριο. Οταν η Βουγιουκλάκη του μιλάει αγγλικά (I haven’t I haven’t), εκείνος το μεταφέρει «Αϊ χάφθα αϊ χάφθα». Και περνά στην Ιστορία.

Η σκηνή κράτησε μόνο για λίγα λεπτά, όμως το ανεξίτηλο ταλέντο του, αποδεικνύει πόσο παρεξηγημένο πράγμα είναι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, η αξία ενός πραγματικά σπουδαίου «δευτερορολίστα».

Στο «Μαριχουάνα στοπ» του Γιάννη Δαλιανίδη
Ζωή Λάσκαρη, Φαίδων Γεωργίτσης και, φυσικά, Χρόνης Εξαρχάκος σε σκηνή από το «Μια κυρία στα μπουζούκια»

Συνολικά ο Χρόνης Εξαρχάκος έπαιξε σε 25 ταινίες και από την πρώτη του, τον «Καταφερτζή» του Κώστα Στράντζαλη το 1964 ως την τελευταία του, μια πολιτική σαχλαμάρα του Δημήτρη Δαδήρα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εδώ και τώρα αγγούρια!!! Πόσα φάγατε σήμερα;», υπηρέτησε τους ρόλους του με απίστευτο επαγγελματισμό.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του Χρόνη Εξαρχάκου, στο μιούζικαλ «Γοργόνες και μάγκες». Σε πρώτο πλάνο, Φαίδων Γεωργίτσης και Μάρθα Καραγιάννη
Στην ξεκαρδιστική κωμωδία «Ο γόης», μαζί με τους Κώστα Βουτσά, Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Νόρα Βαλσάμη
Στο «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971)
Στο «Γκαρσονιέρα για δέκα» (1981), όπου παρά το χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα και ενώ η ασθένεια τον είχε εμφανώς καταβάλει, ο Εξαρχάκος έδωσε ρεσιτάλ