Οσο πλησιάζουμε στις εκλογές της Τρίτης 5 Νοεμβρίου, στις ΗΠΑ η πλάστιγγα γέρνει επικίνδυνα υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, παρότι οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν πρακτικά ισοπαλία μεταξύ του πρώην προέδρου της νυν αντιπροέδρου, Κάμαλα Χάρις.
Το κλίμα αυτό, που συνδέεται με τη λεγόμενη παράσταση νίκης, τροφοδοτείται από δηλώσεις και κινήσεις στις αγορές, ενώ παράλληλα οι στοιχηματικές εταιρείες εμφανίζουν αποδόσεις που κλίνουν σαφώς υπέρ του Τραμπ. Ακόμη και στην Ελλάδα, η πλατφόρμα Stoiximan έδινε το απόγευμα της Τρίτης (30/10) απόδοση 1.40 για τη νίκη του Τραμπ και 2.80 για τη νίκη της Χάρις, νούμερα που χρίζουν ξεκάθαρο φαβορί τον πρώην πρόεδρο.
Το σκηνικό αυτό, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, οδηγεί στο ερώτημα ποιος έχει δίκιο; Οι δημοσκοπήσεις που στηρίζονται σε επιστημονική μεθοδολογία ή οι αποδόσεις στις στοιχηματικές εταιρείες που αποτυπώνουν τις προβλέψεις των παικτών υπέρ του Τραμπ;
Ο Economist θέτει το ερώτημα «πόσο έξω μπορεί να πέφτουν οι δημοσκόποι» και επιχειρεί να αναλύσει τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στις δημοσκοπήσεις και στο στοίχημα.
«Οι παίκτες που στοιχηματίζουν για το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αμερική είναι όλο και πιο σίγουροι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει» γράφει η βρετανική επιθεώρηση. Και η Polymarket, μια πλατφόρμα προβλέψεων στην οποία έχουν διακινηθεί πάνω από 2,6 δισ. δολάρια για τις εκλογές της Τρίτης, δίνει πιθανότητα 66% στη νίκη του Τράμπ.
Αυτό σύμφωνα με τον Economist σημαίνει ότι οι παίκτες του στοιχήματος θεωρούν ότι οι δημοσκοπήσεις υποτιμούν για τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση (2016, 2020, 2024) τα πραγματικά ποσοστά του Τραμπ. Εχουν όμως δίκιο;
Ο Εconomist απαντά ότι ένα τέτοιο σφάλμα σίγουρα είναι πιθανό. Οι μέσοι όροι των δημοσκοπήσεων δείχνουν πως είτε η Χάρις είτε ο Τραμπ προηγούνται ανά περίπτωση σε κάποιες από τις επτά κρίσιμες Πολιτείες (swing states) με μικρότερη διαφορά από αυτή του κανονικού στατιστικού σφάλματος των δημοσκοπήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Δημοκρατικοί φοβούνται ότι θα υπάρξει επανάληψη των σημαντικών δημοσκοπικών αστοχιών του 2016 και του 2020, όταν ο Τραμπ τα πήγε καλύτερα από ό,τι αναμενόταν.
Υπάρχει όμως εγγύηση ότι το σφάλμα θα είναι το 2024 προς την ίδια κατεύθυνση; Αποκλείεται δηλαδή, αυτή τη φορά, οι δημοσκόποι να υποεκτιμούν τη Χάρις; Η βρετανική επιθεώρηση υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το σφάλμα θα είναι προς την ίδια κατεύθυνση», προσθέτοντας ότι «εφέτος, οι δημοσκόποι έχουν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να υπολογίσουν τα προηγούμενα λάθη». Επομένως οι δημοσκοπήσεις που βλέπουμε στις ΗΠΑ έχουν λάβει υπόψη τους τα λάθη των δύο προηγούμενων προεδρικών εκλογών, όταν και υποεκτιμήθηκε η δύναμη του Τραμπ.
Το εργαλείο του Economist για την πρόβλεψη του αποτελέσματος στις προεδρικές εκλογές βασίζεται φυσικά στις δημοσκοπήσεις και λαμβάνει υπόψη τα προηγούμενα σφάλματά τους. Την Τρίτη (30/10) έδινε (εδώ) πρακτικά ισοπαλία ανάμεσα στους δύο υποψηφίους. Με δεδομένο ότι απαιτούνται 270 εκλέκτορες για τη νίκη, η πρόβλεψη έδινε στη Χάρις από 189 έως 335 εκλέκτορες και στον Τραμπ από 203 έως 349 εκλέκτορες. Με άλλα λόγια, όλα είναι ανοιχτά.
Οπως είναι γνωστό, οι δημοσκοπήσεις βασίζονται στην έρευνα επί ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος ψηφοφόρων. «Τα σφάλματα μπορούν να προκύψουν με διάφορους τρόπους», σημειώνει το βρετανικό περιοδικό και εξηγεί:
—Πρώτον, υπάρχει η φυσιολογική στατιστική διακύμανση, η οποία επηρεάζει όλες τις δημοσκοπήσεις, ιδίως εκείνες με μικρό μέγεθος δείγματος.
—Δεύτερον, υπάρχει ο κίνδυνος διακυμάνσεων της τελευταίας στιγμής ή αυτός της απροσδόκητης συμμετοχής που δεν είχε προβλεφθεί ότι θα λάβει τη συγκεκριμένη μορφή.
—Τρίτον, υπάρχει «ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τους δημοσκόπους» που σύμφωνα με τον Economist είναι «η διασφάλιση ότι το δείγμα τους είναι αντιπροσωπευτικό».
Πώς αντιμετωπίζεται ο τρίτος και… «θανάσιμος» κίνδυνος για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων; Προφανώς με τη στάθμιση του δείγματος. Οι δημοσκόποι βρίσκουν νέους τρόπους προσέγγισης των ψηφοφόρων, δίνουν κίνητρα σε ερωτηθέντες από δημογραφικές ομάδες που φοβούνται ότι υποεκπροσωπούνται και προσθέτουν «βαρύτητα» στις απαντήσεις των υποεκπροσωπούμενων ομάδων. Με άλλα λόγια «πειράζουν» το αποτέλεσμα που τους δίνει το δείγμα μέσα από σταθμίσεις που θεωρούν σωστές, λαμβάνοντας υπόψη και τα λάθη του παρελθόντος.
Η γνωστή δημοσιογραφική πλατφόρμα FiveThirtyEight έχει υπολογίσει μέσα από τη συλλογή δεδομένων τους μέσους όρους των δημοσκοπήσεων για τις προεδρικές εκλογές από το 1976 έως και το 2020. Οπως σημειώνει ο Economist, κατά μέσο όρο, η απόσταση μεταξύ των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων και του πραγματικού εκλογικού ποσοστού που δίνει τη νίκη σε έναν από τους δύο υποψήφιους, είναι 2,7% σε εθνικό επίπεδο και 4,2% σε μεμονωμένες πολιτείες. Επομένως, με βάση τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές μπορεί κάλλιστα να υπάρξει απόσταση μεταξύ των μετρήσεων και του αποτελέσματος της προσεχούς Τρίτης.
Οι αναλυτές του FiveThirtyEight εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο προβάδισμα για οποιονδήποτε υποψήφιο στις επτά κρίσιμες πολιτείες είναι μόλις 2,0% και εντοπίζεται στην Αριζόνα υπέρ του Τραμπ. Παράλληλα, η δημοσιογραφική πλατφόρμα προχωράει και σε εκτίμηση του ποιος θα είναι ο νικητής με βάση δημοσκοπικά, οικονομικά και δημογραφικά δεδομένα. Την Τρίτη (30/10) η εκτίμηση αυτή έδινε 52% στον Τραμπ και 48% στη Χάρις.
Τα λάθη του 2020 και του 2024
Τι έγινε όμως το 2016 και το 2020 όταν οι δημοσκοπήσεις υποεκτίμησαν την ψήφο υπέρ του Τραμπ και μάλιστα στις κρίσιμες πολιτείες που κρίνουν το αποτέλεσμα; Υπάρχουν απαντήσεις για το τι ακριβώς πήγε στραβά;
Μετά τις εκλογές του 2016, η «νεκροψία» έγινε από την κορυφαία ένωση επαγγελματιών που ασχολούνται με τις έρευνες κοινής γνώμης, την AAPOR (American Association for Public Opinion Research). Το συλλογικό αυτό όργανο εντόπισε δύο σημεία που ευθύνονταν για την απόκλιση μεταξύ των δημοσκοπήσεων και του αποτελέσματος:
♦ Παρατηρήθηκε μια καθυστερημένη στροφή προς τον Τραμπ, λίγο πριν την κάλπη, την οποία δεν «έπιασαν» οι μετρήσεις.
♦ Στις μετρήσεις που προηγήθηκαν των εκλογών του 2016 υπερεκπροσωπήθηκαν οι πτυχιούχοι.
Μετά από αυτή την εξέταση, οι περισσότερες εταιρείες δημοσκοπήσεων άρχισαν να σταθμίζουν τα δείγματά τους για να αποτυπώνουν καλύτερα το μορφωτικό προφίλ των ψηφοφόρων.
Τι έγινε τέσσερα χρόνια μετά; Το λάθος ήταν το ίδιο με αυτό του 2016 ή συνέβη κάτι άλλο;
♦ Οπως τονίζει ο Economist, το 2020 η υποεκτίμηση των ποσοστών του Τραμπ επαναλήφθηκε μεν, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αυτή τη φορά, η Ενωση AAPOR εντόπισε μια επικίνδυνη για την αξιοπιστία των μετρήσεων —και ελαφρώς «αντισυστημική» τάση— που ονομάζεται «μεροληψία μη ανταπόκρισης». Αυτό σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ «ήταν λιγότερο πιθανό να απαντήσουν στους δημοσκόπους». Πιο απλά, οι ερευνητές δεν έβρισκαν αρκετούς οπαδούς του Τραμπ που ήταν διατεθειμένοι να δηλώσουν τι θα ψηφίσουν, ώστε να έχουν αντιπροσωπευτικό δείγμα. Και παράλληλα, οι ερευνητές δεν είχαν αντιληφθεί το πρόβλημα.
Γιατί όμως δεν απαντούσαν οι ψηφοφόροι του Τραμπ;
—Μια εκτίμηση που έγινε από την ίδια Ενωση δημοσκόπων ανέφερε πως οι οπαδοί του Τραμπ είχαν λιγότερες πιθανότητες να βρίσκονται στο σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ώστε να απαντήσουν στο τηλεφώνημα των εταιρειών δημοσκοπήσεων.
—Μια άλλη εκδοχή όμως ανέφερε ότι οι ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται τους δημοσκόπους, γεγονός που τους αποθαρρύνει από το να απαντούν σε έρευνες. Το δεύτερο αυτό συμπέρασμα «θεραπεύεται» προφανώς πιο δύσκολα σε ό,τι αφορά την επιστημονική μεθοδολογία των μετρήσεων.
Από το 2020 και μετά, έχοντας λάβει υπόψη τους τα λάθη που έγιναν σε δύο συνεχόμενες προεδρικές εκλογές δημοσκόποι προσπαθούν να βρουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ώστε να μην εκτεθούν την προσεχή Τρίτη. Πράγμα διόλου εύκολο.
Αναζητώντας τους τραμπικούς
Οπως αναφέρει ο Economist, οι δημοσκόποι έχουν πειραματιστεί με διάφορα εργαλεία. Για παράδειγμα, στέλνουν προσκλήσεις για τη συμμετοχή σε έρευνες κοινής γνώμης που στοχεύουν σε συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας (όπως καρτ ποστάλ με πατριωτικές εικόνες) αλλά και με νέους τρόπους προσέγγισης, όπως τα μηνύματα κειμένου.
Η βρετανική επιθεώρηση αντιμετωπίζει με επιφύλαξη αυτές τις προσπάθειες των αμερικανών δημοσκόπων σημειώνοντας πως «το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να μαντέψει» αν αυτές οι μέθοδοι θα είναι αποτελεσματικές για να εξουδετερωθεί η υπερεκπροσώπηση των υποστηρικτών της Χάρος και, αντίστοιχα, η υποεκπροσώπηση των οπαδών του Τραμπ που παραμένουν απρόθυμοι να απαντήσουν σε δημοσκοπήσεις.
«Εάν τα σφάλματα που παρατηρήθηκαν το 2020 ή το 2016 επαναληφθούν έστω και σε μικρό βαθμό, αυτό θα ήταν καταστροφικό για τη Χάρις» γράφει ο Economisy καθώς θα σήμαινε ότι είναι πιθανό να χάσει και τις επτά κρίσιμες πολιτείες (swing states): Βόρεια Καρολίνα, Πενσιλβάνια, Νεβάδα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Αριζόνα και Ουισκόνσιν.
Να ανησυχούν επομένως οι Δημοκρατικοί ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν πέσει και πάλι έξω και ότι ο Τραμπ οδεύει σε νίκη; Η βρετανική επιθεώρηση είναι κάπως καθησυχαστική σε αυτό το σημείο για τους οπαδούς της Χάρις. Σημειώνει αρχικά πως όντως, «υπάρχει μια περιορισμένη αντιστοιχία μεταξύ του δημοσκοπικού σφάλματος σε μια πολιτεία σε μια εκλογική αναμέτρηση και του σφάλματος στις επόμενες εκλογές». Αυτό υποδηλώνει ότι ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να ξεπεράσει στην κάλπη τις δημοσκοπήσεις από ό,τι η Χάρις. Μέχρι εδώ ο Economist τα κάνει χειρότερα για τους υποστηρικτές της Χάρις.
Προχωρώντας όμως ένα βήμα παρακάτω, η βρετανική επιθεώρηση σημειώνει ότι η αυτή η αντιστοιχία αυτή —μεταξύ δημοσκοπικών λαθών σε δύο συνεχόμενες προεδρικές εκλογές στην ίδια πολιτεία— είναι ασθενής (άρα δεν υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να επαναληφθεί) και ότι «δεν είναι πολύ χρήσιμη για την πρόβλεψη εκλογικών αποτελεσμάτων».
Επίσης, η ανάλυση του βρετανικού περιοδικού υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλά εύλογα σενάρια με βάση τα οποία οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται να υποεκτιμούν την υποστήριξη προς την Κάμαλα Χάρις. Για παράδειγμα, τα σφάλματα που έγιναν το 2020 μπορεί όντως να οφείλονταν στην πανδημία και όχι στην απροθυμία των υποστηρικτών του Τραμπ να απαντήσουν στα τηλεφωνήματα των δημοσκόπων. Αν όντως είναι έτσι, οι δημοσκόποι μπορεί έκτοτε να διόρθωσαν υπερβολικά το δείγμα με αποτέλεσμα να υπερεκπροσωπούνται στις μετρήσεις που διαβάζουμε οι οπαδοί του Τραμπ, πράγμα που θα σήμαινε ότι η Χάρις οδεύει σε νίκη.
Σε λίγες μέρες όλα αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν. Μέχρι τότε, ο Economist επιμένει ότι οι δημοσκοπήσεις, με όλες τις αβεβαιότητές που μπορεί να εισχωρήσουν στη μεθοδολογία τους, παραμένουν ο πιο χρήσιμος δείκτης για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.