Τα οφέλη της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων γίνονται αντιληπτά μόνον όταν αυτή καταρρέει. Και όταν καταρρέει η διεθνής τάξη, συνήθως υποφέρουν περισσότερο οι πιο αδύναμοι. Τον ιστορικό αυτόν νόμο επικαλείται σε εκτενή ανάλυσή του στον Economist ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι, σημειώνοντας πως πρέπει να τον έχουν κατά νου όλοι οι παγκόσμιοι ηγέτες ενόψει της Συνόδου Κορυφής για την Ειρήνη στην Ουκρανία, που θα διεξαχθεί στην Ελβετία στις 15 Ιουνίου.
«Εάν δεν μπορεί να αποκατασταθεί η ειρήνη, και η τάξη, που βασίζεται σε διεθνείς κανόνες, συνεχίσει να αποτυγχάνει, τα καταστροφικά αποτελέσματα θα γίνουν αισθητά σε παγκόσμιο επίπεδο» προειδοποιεί ο διάσημος όσο και οξυδερκής ισραηλινός ιστορικός και φιλόσοφος. «Οποτε οι διεθνείς κανόνες χάνουν το νόημά τους, οι χώρες, νομοτελειακώς, αναζητούν ασφάλεια στους εξοπλισμούς και στις στρατιωτικές συμμαχίες». Τούτου λεχθέντος, και δεδομένων των γεγονότων στην Ουκρανία, δεν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει την Πολωνία για τον σχεδόν διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών της, ούτε τη Φινλανδία για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο η αύξηση των αμυντικών δαπανών συμβαίνει σε βάρος των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας, καθώς τα χρήματα, αντί να επενδύονται σε σχολεία και σε νοσοκομεία, ξοδεύονται για άρματα μάχης και πυραύλους. Επιπλέον, όπως εξηγεί ο Χαράρι, η αύξηση των αμυντικών δαπανών τείνει να διευρύνει την ήδη υπάρχουσα ανισότητα, καθώς τα στρατιωτικώς ανίσχυρα κράτη γίνονται αυτομάτως εύκολη λεία.
Συγχρόνως, καθώς οι στρατιωτικές συμμαχίες εξαπλώνονται σε όλον τον κόσμο, αναπόφευκτα πλήττεται το διεθνές εμπόριο και το υψηλότερο τίμημα το καταβάλλουν τα φτωχά κράτη. Και καθώς αυξάνονται οι εντάσεις μεταξύ των στρατιωτικών μπλοκ, αυξάνονται και οι πιθανότητες «μια μικρή σπίθα σε μια απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου να πυροδοτήσει μια παγκόσμια πυρκαγιά. Δεδομένου ότι οι συμμαχίες εδράζονται στην αξιοπιστία, ακόμη και μια μικρή πρόκληση σε μια ασήμαντη τοποθεσία μπορεί να καταστεί casus belli για έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο» επισημαίνει ο Χαράρι.
«Η ανθρωπότητα τα έχει δει όλα αυτά στο παρελθόν. Πριν από περισσότερα από 2.000 χρόνια, ο Σουν Τσου, ο Τσανάκια και ο Θουκυδίδης έδειξαν πώς σε έναν άνομο κόσμο η επιδίωξη της ασφάλειας καθιστά τους πάντες λιγότερο ασφαλείς. Επίσης, προηγούμενες εμπειρίες, όπως ο Β’ Παγκόσμιος και ο Ψυχρός Πόλεμος, μας έχουν επανειλημμένως διδάξει ότι σε μια παγκόσμια σύγκρουση είναι οι αδύναμοι εκείνοι που υποφέρουν δυσανάλογα» συμπληρώνει, ως διαπρεπής ιστορικός.
Σχετικά με τους αδύναμους που υποφέρουν δυσανάλογα, αναφέρει ενδεικτικά ότι κατά τον B’ ΠΠ ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απωλειών καταγράφηκε στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, τη σημερινή Ινδονησία, όπου έχασαν τη ζωή τους από 3,5 έως 4 εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως από την πείνα και την καταναγκαστική εργασία υπό τον ιαπωνικό ζυγό. Το ποσοστό των απωλειών στη χώρα έφτασε στο 5% επί του συνολικού πληθυσμού, ενώ στις ΗΠΑ στο 0,3%, στη Βρετανία στο 0,9% και στην Ιαπωνία στο 3,9%. Ακόμη, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συγκεκριμένα την περίοδο 1955-1956, από 500.000 έως ένα εκατομμύριο Ινδονήσιοι σκοτώθηκαν σε σφαγές που προκλήθηκαν από εντάσεις μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών.
Επιστρέφοντας στο παρόν, ο Χαράρι γράφει πως η κατάσταση τώρα είναι δυνητικά χειρότερη σε σχέση με το 1939 ή το 1965. Καταρχάς, πλανάται εκ νέου πάνω από τον κόσμο το φάσμα ενός πυρηνικού πολέμου, που θα έθετε σε κίνδυνο εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους και σε ουδέτερες χώρες. Συγχρόνως, όμως, η ανθρωπότητα καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει και τις πρόσθετες «υπαρξιακές απειλές» της κλιματικής αλλαγής και μιας ανεξέλεγκτης (αρρύθμιστης) Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών σημαίνει πως τα χρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη τροφοδοτούν μια παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών. Και όσο εντείνεται ο στρατιωτικός ανταγωνισμός, τόσο περιορίζεται η καλή θέληση που απαιτείται για τη σύναψη συμφωνιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οι αυξανόμενες εντάσεις μειώνουν επίσης τις πιθανότητες επίτευξης συμφωνιών όσον αφορά τη χρήση όπλων εφοδιασμένων με συστήματα ΤΝ.
«Ειδικά ο πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς και ο κόσμος μπορεί σύντομα να δει σμήνη πλήρως αυτόνομων drones να πολεμούν μεταξύ τους στον ουρανό της Ουκρανίας σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους στο έδαφος. Τα ρομπότ-δολοφόνοι έρχονται, αλλά οι άνθρωποι παραλύουν από τις διαφωνίες» αναφέρει ο Χαράρι.
«Εάν η ειρήνη δεν επέλθει σύντομα στην Ουκρανία, όλοι είναι πιθανό να υποφέρουν, ακόμη κι αν ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Κίεβο και πιστεύουν ότι οι μάχες εκεί δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς». Ωστόσο «η ειρήνη δεν είναι ποτέ εύκολη […] ενόψει αντικρουόμενων αξιώσεων και συμφερόντων, είναι δύσκολο να αποδοθούν ευθύνες και να βρεθεί ένας εύλογος συμβιβασμός» εξηγεί ο ισραηλινός ιστορικός. Ομως τα πράγματα όσον αφορά την κατάσταση στην Ουκρανία είναι εξαιρετικά απλά.
Συνοψίζοντας τα γεγονότα, θυμίζει ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, το 1991, η ανεξαρτησία και τα σύνορα της Ουκρανίας αναγνωρίστηκαν διεθνώς. Μάλιστα, η χώρα ένιωθε τόσο ασφαλής ώστε συμφώνησε να εγκαταλείψει το πυρηνικό οπλοστάσιο που είχε κληρονομήσει από τη Σοβιετική Ενωση χωρίς να απαιτήσει από τη Ρωσία ή άλλες δυνάμεις να κάνουν το ίδιο.
Ως αντάλλαγμα, το 1994 η Ρωσία (καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία) υπέγραψε το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, υποσχόμενη να «απόσχει από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας» της Ουκρανίας. «Επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες πράξεις μονομερούς αφοπλισμού στην Ιστορία. Η ανταλλαγή πυρηνικών βομβών με χάρτινες υποσχέσεις φαινόταν στους Ουκρανούς σοφή κίνηση το 1994, όταν η εμπιστοσύνη στους διεθνείς κανόνες και τις συμφωνίες ήταν υψηλότατη» σχολιάζει ο Χαράρι στον Economist.
Επειτα από μια εικοσαετία, το 2014, ξέσπασε ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, όταν οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κριμαία και υποκίνησαν αυτονομιστικά κινήματα στην ανατολική Ουκρανία. Κάποια στιγμή η ένταση μειώθηκε αλλά η σύρραξη συνεχίστηκε επί μία οκταετία, έως ότου, τον Φεβρουάριο του 2022, η Ρωσία εξαπέλυσε μια ολική επίθεση με στόχο να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία.
Η Μόσχα έχει δώσει διάφορες δικαιολογίες για τις ενέργειές της, κυρίως ότι ήθελε να προλάβει μια επικείμενη Δυτική επίθεση εναντίον της. Ωστόσο ούτε το 2014 ούτε το 2022 υπήρχε άμεσος κίνδυνος ένοπλης εισβολής στη Ρωσία. «Η αόριστη συζήτηση για τον “Δυτικό ιμπεριαλισμό” ή την “πολιτιστική αποικιοκρατία της CocaCola” μπορεί να είναι αρκετά καλή για να τροφοδοτεί συζητήσεις σε γυάλινους πύργους, αλλά δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη σφαγή των κατοίκων της Μπούτσα ή τον βομβαρδισμό της Μαριούπολης και τη μετατροπή της σε ερείπια».
Ειδικά όσον αφορά την αποικιοκρατία, ο Χαράρι σημειώνει πως κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας ο όρος αναφερόταν σε περιπτώσεις ;oπου ένα ισχυρό κράτος, όπως η Ρώμη, η Βρετανία ή η τσαρική Ρωσία, κατακτούσε ξένα εδάφη και τα μετέτρεπε σε επαρχίες του. Ομως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτό το είδος ιμπεριαλισμού κατέστη σταδιακά ταμπού.
Παρότι δεν έλειψαν οι πόλεμοι στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, έως σήμερα καμία διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα δεν εξαφανίστηκε από τον χάρτη απλώς λόγω της προσάρτησής της σε έναν ισχυρό κατακτητή. Οταν το Ιράκ, για παράδειγμα, προσπάθησε να το κάνει αυτό στο Κουβέιτ το 1990-91, ένας διεθνής συνασπισμός αποκατέστησε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του Κουβέιτ. Και όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, το 2003, δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα προσάρτησης της χώρας ή κάποιου τμήματός της.
Η Ρωσία, όμως, έχει ήδη προσαρτήσει, όχι μόνο την Κριμαία, αλλά και όλα τα εδάφη που κατέχουν σήμερα τα στρατεύματά της στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος Πούτιν ακολουθεί την αυτοκρατορική αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε έδαφος που κατακτάται από τον ρωσικό στρατό αυτομάτως προσαρτάται στο ρωσικό κράτος. Μάλιστα, η Μόσχα έφτασε στο σημείο να προσαρτήσει αρκετές περιοχές τις οποίες οι δυνάμεις της απλώς σκοπεύουν να κατακτήσουν, όπως τα μη κατεχόμενα τμήματα των περιφερειών της Χερσώνας, της Ζαπορίζια και του Ντονέτσκ.
«Εάν επιτραπεί στον Πούτιν να νικήσει στην Ουκρανία, αυτού του είδους ο ιμπεριαλισμός θα επιστρέψει σε όλον τον κόσμο» υποστηρίζει ο Χαράρι, διερωτώμενος τι θα εμπόδιζε στη συνέχεια τη Βενεζουέλα να κατακτήσει τη Γουιάνα ή το Ιράν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή η ίδια η Ρωσία την Εσθονία ή το Καζακστάν. «Κανένα σύνορο και κανένα κράτος δεν θα μπορεί να βρει ασφάλεια σε τίποτα εκτός από εξοπλισμούς και συμμαχίες. Εάν σπάσει το ταμπού όσον αφορά τις ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις, τότε ακόμη και τα κράτη των οποίων η ανεξαρτησία και τα σύνορα κέρδισαν διεθνή αναγνώριση εδώ και πολύ καιρό, θα βρεθούν αντιμέτωπα με έναν αυξανόμενο κίνδυνο εισβολής, ακόμη και να γίνουν ξανά ιμπεριαλιστικές επαρχίες».
Επικαλούμενος μια ομιλία που εκφώνησε ο αντιπρόσωπος της Κένυας στον ΟΗΕ, Μάρτιν Κιμάνι, τον Φεβρουάριο του 2022, ο Χαράρι γράφει πως η κινητήρια δύναμη της ρωσικής επιθετικότητας είναι η «αυτοκρατορική νοσταλγία».
Οι εδαφικές απαιτήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν έχουν βάση στο διεθνές δίκαιο. Φυσικά, όπως κάθε χώρα, η Ρωσία έχει θεμιτές ανησυχίες για την ασφάλεια και κάθε ειρηνευτική συμφωνία πρέπει να τις λαμβάνει υπόψη. Τον περασμένο αιώνα η Ρωσία υπέστη επανειλημμένες εισβολές που στοίχισαν τη ζωή πολλών εκατομμυρίων πολιτών της.
«Οι Ρώσοι αξίζουν να νιώθουν ασφάλεια και να χαίρουν σεβασμού» αναγνωρίζει ο Χαράρι, «αλλά καμία ρωσική ανησυχία για την ασφάλεια δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καταστροφή του ουκρανικού έθνους. Ούτε θα πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι και η Ουκρανία έχει θεμιτές ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια. Δεδομένων των γεγονότων της περασμένης δεκαετίας, η Ουκρανία χρειάζεται σαφώς εγγυήσεις κατά πιθανής μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας, πιο ισχυρές από το Μνημόνιο της Βουδαπέστης ή τις Συμφωνίες του Μινσκ του 2014-15. Οι αυτοκρατορίες πάντα δικαιολογούσαν τις ενέργειές τους, δίνοντας προτεραιότητα στις δικές τους ανησυχίες για την ασφάλεια, αλλά όσο μεγαλύτερες καθίσταντο τόσο περισσότερες ανησυχίες για την ασφάλεια αποκτούσαν» εξηγεί ο ισραηλινός στοχαστής.
Η Αρχαία Ρώμη, λόγου χάρη, πραγματοποίησε την αυτοκρατορική στροφή της λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια στην κεντρική Ιταλία και τελικά βρέθηκε να διεξάγει βάναυσους πολέμους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ιταλία επειδή ανησυχούσε για την ασφάλεια στον Δούναβη και στον Ευφράτη. «Εάν οι ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια αναγνωριστούν ως νόμιμη βάση για την πραγματοποίηση κατακτήσεων στον Δνείπερο, μπορεί σύντομα να χρησιμοποιηθούν και αυτές για να δικαιολογήσουν κατακτήσεις στον Δούναβη και στον Ευφράτη» προειδοποιεί ο Χαράρι.
Για να αποτραπεί μια αναβίωση του ιμπεριαλισμού χρειάζεται επίσης αποτελεσματική ηγεσία από πολλές κατευθύνσεις. Στην επικείμενη Σύνοδο για την Ειρήνη στην Ουκρανία θα μπορούσαν να γίνουν δύο πολύ σημαντικά βήματα.
Καταρχάς, οι ευρωπαϊκές χώρες, μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι στόχοι του ρωσικού ιμπεριαλισμού, θα πρέπει να δεσμευτούν ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία επ’ αόριστον. Για παράδειγμα, καθώς η Ρωσία εντείνει τις επιθέσεις της με στόχο να καταστρέψει τις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας, η Ευρώπη θα πρέπει να εγγυηθεί τον ενεργειακό εφοδιασμό της χώρας από σταθμούς παραγωγής ενέργειας σε χώρες του ΝΑΤΟ, σημειώνει ο Χαράρι.
Ανεξάρτητα, δε, από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών τον Νοέμβριο, η Ευρώπη θα πρέπει να δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει να προσφέρει στην Ουκρανία τα χρήματα και τα όπλα που χρειάζεται, ώστε να συνεχίσει να προστατεύεται και να αντιστέκεται. Δεδομένων των απομονωτικών τάσεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και άλλων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας, η Ευρώπη δεν μπορεί να βασίζεται στις ΗΠΑ.
Ο Χαράρι κρίνει πως τέτοιου τύπου δεσμεύσεις είναι το μόνο που θα μπορούσε να πείσει τη Μόσχα να διαπραγματευτεί σοβαρά για την ειρήνη: «Η Ρωσία έχει πολλά να χάσει από έναν παρατεταμένο πόλεμο. Κάθε μήνα που συνεχίζεται ο πόλεμος, το όνειρο του Πούτιν να κάνει τη χώρα του μεγάλη δύναμη ξεθωριάζει, επειδή η ουκρανική εχθρότητα προς τη Ρωσία βαθαίνει, η εξάρτηση της Ρωσίας από άλλες δυνάμεις αυξάνεται και η Ρωσία υστερεί περισσότερο στην τεχνολογία. Η παράταση του πολέμου απειλεί να μετατρέψει τη Ρωσία σε κράτος υποτελές στην Κίνα» εξηγεί.
Το δεύτερο σημαντικό βήμα είναι η ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών –με στόχο, πάντα, την ειρήνη– από μη ευρωπαϊκές χώρες. Ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Κένυα – γράφει- συχνά επικρίνουν τις Δυτικές δυνάμεις για παλαιότερα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Ομως στην προκειμένη περίπτωση «οι μη Δυτικές δυνάμεις θα πρέπει να δράσουν για την προστασία της διεθνούς τάξης, όχι για να εξυπηρετήσουν μια παρακμάζουσα Δύση, αλλά για δικό τους όφελος. Αυτό θα απαιτήσει από χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία να δαπανήσουν πολιτικό κεφάλαιο, να αναλάβουν κινδύνους και, αν όλα τα άλλα αποτύχουν, να λάβουν θέση υπέρ των διεθνών κανόνων. Αυτό θα έχει κάποιο κόστος, αλλά αν δεν κάνουν τίποτα το τίμημα θα είναι πολύ υψηλότερο» γράφει ο Χαράρι.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Χαράρι θυμίζει πως τον Σεπτέμβριο του 2022 ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι είπε στον Πούτιν ότι «η σημερινή εποχή δεν είναι εποχή πολέμου». Οταν ο Μόντι επικαλέστηκε αργότερα τη συνομιλία τους, προσέθεσε ότι η σημερινή εποχή «είναι εποχή διαλόγου και διπλωματίας. Ολοι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσουμε την αιματοχυσία και τον ανθρώπινο πόνο».
«Αν δεν αναληφθεί αποφασιστική δράση από τους παγκόσμιους ηγέτες, φαίνεται πως η εποχή του διαλόγου θα τελειώσει και μια νέα εποχή απεριόριστου πολέμου θα μας περιμένει» καταλήγει ο Χαράρι στον Economist, προτρέποντας τους παγκόσμιους ηγέτες να παραστούν στην επικείμενη σύνοδο κορυφής και να συνεργαστούν με στόχο τον δίκαιο και οριστικό τερματισμό του πολέμου.