«Από φιλοσοφική σκοπιά, παρατηρώ πως η πανδημία μας αναγκάζει να σκεφτούμε κάτι το οποίο έως σήμερα απασχολούσε μόνον τους ειδικούς: το ότι πρέπει να δράσουμε έχοντας πλήρη επίγνωση της άγνοιάς μας. Σήμερα όλοι οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως οι κυβερνήσεις τους πρέπει να λάβουν αποφάσεις, γνωρίζοντας τα όρια των γνώσεων των επιδημιολόγων που συμβουλεύονται. Ελάχιστες φορές έχει φωτιστεί τόσο ωμά η σκηνή κατά την οποία η πολιτική δράση βυθίζεται στην αβεβαιότητα. Ενδέχεται αυτή η ασυνήθιστη εμπειρία να αφήσει το αποτύπωμά της στη συλλογική συνείδηση», υποστηρίζει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, σχολιάζοντας την επέλαση του κορονοϊού ανά την υφήλιο. Σύμφωνα με τον κορυφαίο γερμανό στοχαστή η ανθρωπότητα καλείται λόγω της πανδημίας να αντιμετωπίσει δύο βασικές ηθικές προκλήσεις.
«Διακρίνω δύο πιθανές περιπτώσεις μη σεβασμού της αρχής του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την οποία το γερμανικό Σύνταγμα εγγυάται στο προοίμιό του και αναφέρει και στο δεύτερο άρθρο του διακηρύσσοντας πως “Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα”», ανέφερε ο 90χρονος Χάμπερμας στη Le Monde, εξηγώντας πως η πρώτη περίπτωση σχετίζεται με τη διαδικασία διαλογής ασθενών ενώ η δεύτερη αφορά την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για την άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Οσον αφορά τη διαλογή των ασθενών με στόχο να αποφευχθεί η υπερφόρτωση (όπως μοιραία συνέβη στην Ιταλία) των εθνικών συστημάτων υγείας των χωρών που πλήττονται από τον κορονοϊό, «εάν ο αριθμός των ασθενών είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των διαθέσιμων κρεβατιών στις ΜΕΘ, οι γιατροί αναπόφευκτα θα πρέπει να λάβουν μια τραγική απόφαση, καθώς σε κάθε περίπτωση θα είναι ανήθικη», σημείωσε ο Χάμπερμας, γεγονός που εξηγεί γιατί οι γιατροί και οι νοσηλευτές τείνουν ενίοτε να μην τηρούν «την αρχή της ίσης αντιμετώπισης κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από το κύρος του, την καταγωγή του την ηλικία του κτλ, και στην περίπτωσή μας ειδικά, να δίνουν προτεραιότητα στους νέους έναντι των μεγαλύτερων σε ηλικία».
Ιδανικά θα μπορούσαν οι ίδιοι οι ασθενείς προχωρημένης ηλικίας να ζητήσουν από τους γιατρούς να προσέξουν περισσότερο τους νέους, προβαίνοντας οικειοθελώς σε μια ηθικά αξιέπαινη πράξη αλτρουισμού. «Αλλά ποιος γιατρός θα “ζύγιζε” την “αξία” ενός ανθρώπου έναντι της “αξίας” ενός άλλου ανθρώπου, καθιστώντας, έτσι, τον εαυτό του κυρίαρχο επί της ζωής και επί του θανάτου;», διερωτάται ο κύριος εκπρόσωπος του δεύτερου κύματος στοχαστών της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης. Και υπογραμμίζει πως «αντικειμενοποιητική ποσοτικοποίηση» που εδράζεται σε «αξίες» οικονομικές επ’ ουδενί δεν μπορεί να αποτελεί το πρίσμα μέσα από το οποίο αντιμετωπίζεται η αυτονομία των ανθρώπων. «Οταν αναφέρομαι σε κάποιον στο δεύτερο πρόσωπο (εσύ- εσείς) ο αυτοκαθορισμός του άλλου μπορεί είτε να αναγνωριστεί είτε να αγνοηθεί. Επί του ζητήματος ο κώδικας ιατρικής δεοντολογίας είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και ακολουθεί την αρχή σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατή η αντιπαραβολή μιας ζωής με μία άλλη ζωή. Στην πραγματικότητα ορίζει πως όταν καλείται να πάρει τραγικές αποφάσεις, ο γιατρός πρέπει να καθοδηγείται αποκλειστικά από τις υγειονομικές διατάξεις όσον αφορά τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας της θεραπείας».
Εκφράζοντας την άποψή του για το άλλο μεγάλο ζήτημα των καιρών μας, την απόφαση για τον τερματισμό του lockdown, «μέτρο ηθικά και νομικά επιτακτικό για την προστασία της ζωής», ο Χάμπερμας υπογραμμίζει πως «οι πολιτικοί θα πρέπει να αντισταθούν στον “ωφελιμιστικό πειρασμό” να βάλουν στη ζυγαριά από τη μία μεριά τις οικονομικές και κοινωνικές ζημιές και από την άλλη μεριά τους αναπόφευκτους θανάτους».
Και όσον αφορά το κατά πόσο θα πρέπει οι κυβερνήσεις να αποδεχτούν τον κίνδυνο υπερφόρτωσης και κατάρρευσης των συστημάτων υγείας και, κατ’ επέκταση, αύξησης της θνητότητας, ούτως ώστε να ξεκινήσει νωρίτερα η προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας με σκοπό να περιοριστεί η δυστυχία που αναπόφευκτα θα επέλθει λόγω της οικονομικής κρίσης, παρότι το γερμανικό Συμβούλιο Ηθικής δυστυχώς δεν αποφάνθηκε ξεκάθαρα επί του ζητήματος, «τα θεμελιώδη δικαιώματα απαγορεύουν στα όργανα του κράτους να λάβουν οποιαδήποτε απόφαση που αποδέχεται το ενδεχόμενο θανάτου μεμονωμένων ατόμων».
Με λόγια απλά ο σεβασμός του δικαιώματος στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, επιτάσσει τον προσωρινό περιορισμό μεγάλου αριθμού θεμελιωδών ελευθεριών, με τον Χάμπερμας να ξεκαθαρίζει πως δεν ανησυχεί για το ενδεχόμενο να παρεκκλίνουν μόνιμα από τη συνταγματική νομιμότητα οι κυβερνήσεις της Γαλλίας ή της Γερμανίας λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επικρατεί, υποστηρίζοντας πως αυτό συνέβη στην Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν, απλά και μόνο επειδή οι ευρωπαίοι ηγέτες «και κυρίως οι χριστιανοδημοκράτες της Ευρώπης» τον αντιμετώπισαν με επιείκεια.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τον οξυδερκή, παρά την προχωρημένη του ηλικία, γερμανό φιλόσοφο, ο γάλλος δημοσιογράφος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο ερώτημα που έθεσαν επιφανείς γερμανοί πολιτικοί, καλλιτέχνες και στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου και του Χάμπερμας, στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της πατρίδας τους: «Σε τι χρησιμεύει η ΕΕ εάν, κατά τις ημέρες του κορονοϊού, δεν αποδεικνύει ότι οι Ευρωπαίοι είναι ενωμένοι και αγωνίζονται για ένα κοινό μέλλον;», διερωτήθηκαν στις αρχές του μήνα μέσω των σελίδων της Die Zeit.
«Εγώ και οι φίλοι μου θέσαμε αυτό το ερώτημα στην κυβέρνησή μας, στην καγκελάριο και στον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών μας. Με καταπλήσσουν αμφότεροι. Συνεχίζουν πεισματικά να διαχειρίζονται την κρίση προς όφελος της Γερμανίας και των βόρειων χωρών, δίχως να λαμβάνουν υπόψη τις επικρίσεις των χωρών του Νότου».
Σύμφωνα με το Χάμπερμας οι γερμανοί πολιτικοί φοβούνται την αντίδραση των γερμανών ψηφοφόρων στην περίπτωση που ενδώσουν, καθώς οι ίδιοι αυτοί ανέδειξαν τον «αυτο-αναφορικό οικονομικό εθνικισμό» σε κυρίαρχο δόγμα, έχοντας, μάλιστα, και την ανοχή του Τύπου. «Εάν διέπραξε κάποιο λάθος ο Εμανουέλ Μακρόν στις σχέσεις του με τη Γερμανία αυτό έγκειται στο ότι υποτίμησε τη στενότητα των εθνικιστικών απόψεων της Ανγκελα Μέρκελ», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Χάμπερμας.
Το ότι η Κίνα, έχοντας καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο την πανδημία, προσπαθεί να επανέλθει δυναμικά στη διεθνή σκηνή με στόχο να αυξήσει την επιρροή της στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, σίγουρα δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αλλά αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή για να εκλάβει η Ευρώπη το σοκ του κορονοϊού ως μια τελευταία ευκαιρία για να κινητοποιηθεί και να δράσει συλλογικά.
Ο Χάμπερμας δεν θεωρεί πως για να (αποπειραθεί να) καταστεί πραγματικά ενωμένη η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάζεται ένα νέο αφήγημα. «Ενώπιον της δυσαρέσκειας τα επιχειρήματα και τα ωραία λόγια δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Θα επαρκούσε η ικανότητα από την πλευρά του ισχυρού πυρήνα της ηπείρου (της Γαλλίας και της Γερμανίας) να αντιμετωπίζουν και να επιλύουν τα προβλήματα. Μόνον σε ένα τέτοιου είδους ρινγκ θα είχε νόημα η συνέχιση του αγώνα για την κατάργηση μιας διεθνούς πολιτικής η οποία κυριαρχείται από τον νεοφιλελευθερισμό. Σήμερα διαπιστώνουμε πως όταν προκύπτει ανάγκη, μόνον το κράτος μπορεί να μας συνδράμει».