Την περασμένη Πέμπτη, 11 Ιουλίου, ο Τζόρτζιο Αρμάνι, ένας από τους πιο επιτυχημένους και λαμπρούς μόδιστρους όλων των εποχών, συμπλήρωσε 85 χρόνια ζωής. Και αυτό αποτελεί μια εξαιρετική αναγνώριση της αξίας, του ταλέντου, της επιδεξιότητας και της ευφυΐας του. «Γιατί είναι ακριβώς η ηλικία του που διασφαλίζει ότι ο ίδιος καθώς και πολλοί άλλοι υπερήλικες είναι οι τελευταίοι ήρωες ενός κόσμου τελειότητας, αφοσίωσης και δημιουργικότητας ο οποίος τιμά την Ιταλία» – αναφέρει σε κείμενό της στην Repubblica η 90χρονη συγγραφέας και χρονικογράφος Νατάλια Ασπέζι – «ειδικά τώρα που σε αυτή τη χώρα παρατηρείται έλλειψη Ιταλών που όλος ο κόσμος θα έπρεπε θαυμάζει ενώ υπάρχουν σε αφθονία άτομα που αντιθέτως ο κόσμος αποδοκιμάζει, με πρώτους τους ανθρώπους που κατέχουν την εξουσία».
Το πόσο σημαντικός είναι ο Αρμάνι για την Ιταλία το απέδειξε πρόσφατα η οργανωτική επιτροπή της κοινής υποψηφιότητας του Μιλάνου και της Κορτίνα για τη διοργάνωση των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2026 (την οποία κέρδισαν, τελικά, οι Ιταλοί) παρουσιάζοντας ένα βίντεο στο οποίο, πέρα από όλες τις ομορφιές και ό,τι άλλο έχουν να προσφέρουν οι δύο τόποι, εμφανίζεται και ο Τζόρτζιο Αρμάνι, πάνω στην πασαρέλα, φυσικά, περιτριγυρισμένος από τα πανέμορφα και «εξευγενισμένα από τις δημιουργίες του» μοντέλα.
Αφότου τελείωσε το σχολείο ο Αρμάνι εγκατέλειψε την Πιατσέντσα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε για να μεταβεί στο Μιλάνο και να σπουδάσει ιατρική. Αναγκάστηκε, ωστόσο, να εγκαταλείψει τις σπουδές του για να υπηρετήσει στο στρατό και αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του, ξεκίνησε το 1957 να εργάζεται ως διακοσμητής βιτρινών στα μεγάλα πολυκαταστήματα του Μιλάνου. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1975, παρουσίασε την πρώτη του (ανδρική) κολεξιόν και από τότε έως σήμερα, έχει καταφέρει να επηρεάσει τον κόσμο της γυναικείας αλλά και της ανδρικής μόδας όσο ελάχιστοι άλλοι εκλεκτοί συνάδελφοί του.
Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά, παρά την προχωρημένη ηλικία του εξακολουθεί να «εργάζεται ακατάπαυστα, ακόμα και στις διακοπές, στα πολλά σπίτια του, στα τεράστια σκάφη του και είναι πλούσιος, πολύ πλούσιος, έχοντας ταπεινή καταγωγή, και κατάφερε να πλουτίσει χάρη στην ιδιοφυΐα, το πάθος, το ρίσκο. Χάρη στη δεξιότητα, το όραμα, τη μαθητεία. Περισσότερο από την τύχη τον Αρμάνι τον βοήθησε η εποχή του. Σήμερα κάποιοι μπορούν να πλουτίζουν δίχως να κουράζονται, επειδή αναρτούν φωτογραφίες με τα παπούτσια ή τα οπίσθιά τους». Σύμφωνα με την Ασπέζι ο Αρμάνι στάθηκε τυχερός επειδή την περίοδο που ήταν νέος και άρχιζε να δημιουργεί τίποτα δεν θεωρούνταν αδύνατο. Και κατάφερε να χτίσει – ξεκινώντας, μαζί με τον συνεργάτη του Σέρτζιο Γκαλεότι και μια γραμματέα, με τρία καταστήματα στο περίφημο Κόρσο Βενέτσια του Μιλάνου – μια παγκόσμια αυτοκρατορία την οποία εξακολουθεί ακόμα να ελέγχει απόλυτα ο ίδιος.
Ο Αρμάνι έγινε διάσημος επειδή αντιλήφθηκε εγκαίρως «πως οι γυναίκες της δεκαετίας του 1980 ανυπομονούσαν να κάνουν καριέρα δίχως, ωστόσο, να αναγκαστούν να γίνουν άνδρες. Εφηύρε έναν νέο τρόπο ντυσίματος για αυτές, κομψό και πολυτελή, θηλυκό και αμυντικό».
Η παλαίμαχη ιταλίδα δημοσιογράφος θεωρεί πως πλέον τέτοιες γυναίκες δεν υπάρχουν, πως η τέχνη του Αρμάνι δεν ταιριάζει στις «γυναίκες που κυριαρχούν σήμερα, ή τουλάχιστον σε αυτές που δεν σταματάνε να χασκογελούν στην τηλεόραση, κακοντυμένες και άξεστες».
Ο Αρμάνι εξακολουθεί, ωστόσο, να συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα πιο διάσημων ανθρώπων στον κόσμο ενώ εξίσου διάσημα είναι «η φυσιογνωμία του – τα γαλάζια μάτια στο μαυρισμένο και χαμογελαστό πρόσωπο, τα κοντά άσπρα μαλλιά – οι μάρκες του, το μουσείο του, οι πολλές βιογραφίες του, τα καταστήματά του, οι αποκαλούμενες διασημότητες που δίνουν μάχη για μια θέση στην πρώτη σειρά κατά τις επιδείξεις του, για μια πρόσκληση στις κρουαζιέρες με τα γιοτ του ή στις εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας κατοικίες του».
Εκείνος, ωστόσο, ουσιαστικά είναι ένας άγνωστος, καταλήγει η Ασπέζι. Γιατί παρέμεινε σιωπηλός στα χρόνια της τρομοκρατίας, γιατί δεν μίλησε όταν έχασε στενούς συνεργάτες του από το AIDS, γιατί δεν αποκάλυψε ποτέ τις πολιτικές του πεποιθήσεις, γιατί δεν γνωρίζουμε το παραμικρό για τους έρωτές του και κυρίως γιατί «δεν αντέδρασε όταν στη μόδα αναδείχτηκαν νέοι αστέρες, άλλες εικόνες, για άλλες επιθυμίες και άλλες ζωές».