Ο βετεράνος βρετανός κασκαντέρ Ρόκι Τέιλορ μιλάει για το αγαπημένο του κόλπο στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Η Κατάσκοπος που Με Αγάπησε» (1977): «Τρακάρω ένα Mini Moke, πέφτουμε από την προβλήτα. Κάποιος πετάει μια χειροβομβίδα, ανατινάζεται, και ανεβαίνω μια ράμπα με τρεις κασκαντέρ στην πλάτη και μέσα στο νερό. Ηταν υπέροχο… μια υπέροχη ταινία για μένα» λέει στον Τομ Φόρντι της Telegraph με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Hollywood Bulldogs: The Rise and Falls of the Great British Stuntman», το ντοκιμαντέρ του ITV για τα χρόνια δόξας των βρετανών κασκαντέρ και την απίστευτη επιρροή τους στις ταινίες δράσης.
Αν και 76 ετών σήμερα, κάνει ακόμα «παιχνίδι» (την ώρα που μιλούσε με τον Φόρντι τον κάλεσαν στο τηλέφωνο για το νέο «Mission: Impossible»)· μάλιστα, ο Τέιλορ είναι ο μόνος κασκαντέρ που ντουμπλάρισε δύο «007» την ίδια χρονιά, τον Ρότζερ Μουρ και τον Σον Κόνερι στις ταινίες του 1983 «Octopussy» και «Ποτέ μην Ξαναπείς Ποτέ», αντίστοιχα. Κατέχει, έτσι, ένα παγκόσμιο ρεκόρ Γκίνες, το οποίο, λέει στην Telegraph με περηφάνια, είναι ακόμα στο σπίτι του.
Για το «Octopussy», ο Τέιλορ ντουμπλάρισε τον Μουρ στην Ινδία αιωρούμενος μέσα στη ζούγκλα και πηδώντας με ένα τουκ τουκ πάνω από μια καμήλα. Οταν γύρισε πίσω, ο θρυλικός κασκαντέρ Βικ Αρμστρονγκ του τηλεφώνησε από τις Μπαχάμες ζητώντας του να δουλέψει στο «Ποτέ μην Ξαναπείς Ποτέ».
«Εμεινα στις Μπαχάμες επτά εβδομάδες… Σκοτώθηκα περνώντας μέσα από ένα παράθυρο, με μαχαίρωσαν, με πυροβόλησαν, με στραγγάλισαν σε μια σκάλα… όλα στην ίδια σεκάνς. Νομίζω ότι με σκότωσαν πέντε φορές…» Αλλά δεν ήταν όλα βία. «Ο Σον Κόνερι δανείστηκε τα μπαστούνια μου του γκολφ γιατί είχε ξεχάσει τα δικά του» λέει ο Τέιλορ γελώντας.
Ο συνάδελφός του και συντονιστής σκηνών με κασκαντέρ Τζιμ Ντάουνταλ, ο οποίος έχει καριέρα 40 και πλέον ετών, συμμετέχει επίσης στο ντοκιμαντέρ του ITV. Στο «Death Star» τον πυροβόλησαν από έναν γερανό· στο «Σούπερμαν 2» ένας εγκληματίας από τον πλανήτη Κρύπτον τον πέταξε στη Σελήνη· και στο «Φλας Γκόρντον» πάλεψε σχεδόν μέχρι θανάτου· είχε περισσότερα από 300 τροχαία ατυχήματα· ο Μπομπ Χόσκινς τον κρέμασε σε ένα ψυγείο κρεοπωλείου· και στην «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» δέχτηκε μια γροθιά ενώ καθόταν στην τουαλέτα, μετά από την επιμονή του φίλου του Πιρς Μπρόσναν («Θέλω τον Τζιμ εκεί μέσα» είχε πει ο Μπρόσναν για το stunt στην τουαλέτα).
Στην ταινία συμμετέχουν επίσης οι Βικ Aρμστρονγκ, Γκρεγκ Πάουελ, Πολ Γουέστον, Φρανκ Χένσον, Ρίτσαρντ Χάματ και Ρέι Oστιν. Ολοι τους μπορούν να καυχιούνται για την απίστευτη καριέρα τους ως κασκαντέρ σε ταινίες δράσης.
Το ντοκιμαντέρ πηγαίνει πίσω στον χρόνο, πριν από τη γενιά τους, τότε που οι κασκαντέρ προσφέρονταν εθελοντικά για λίγα επιπλέον χρήματα: «Ελεγαν “θα βάλω λίγο καουτσούκ στον κώλο και τους αγκώνες μου”», λέει ο Τέιλορ. «Αυτό έκαναν παλιά. Ποτέ δεν ίσχυε το “πρώτα η ασφάλεια”, όπως σήμερα. Ηταν “κάν’ το αν μπορείς. Αν δεν μπορείς, θα βάλουμε κάποιον άλλον”».
Οι πρώτοι κασκαντέρ περιγράφονται ως «χαρακτήρες» – μποξέρ, παλαιστές, κακοποιοί, σωματοφύλακες σε νάιτ κλαμπ, αδίστακτοι τύποι που κάνουν τη βρώμικη δουλειά για πολιτικούς και επιχειρήσεις , βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σκληροτράχηλοι μάγκες παλιάς σχολής. Αυτής της γενιάς ήταν και ο πατέρας του Ρόκι, Λάρι Τέιλορ, ηθοποιός και κασκαντέρ, γνωστός κυρίως για τον ρόλο του Χιου στο «Ζουλού» (1964).
Ο πιο διάσημος της παλιάς φρουράς ήταν ο Τζο Πάουελ, «ο μπαμπάς των βρετανών κασκαντέρ», ο οποίος έκανε ένα από τα μεγαλύτερα stunts όλων των εποχών. Στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (1975) έπεσε από ύψος μεγαλύτερο των 30 μέτρων, από μια σχοινένια γέφυρα σε μια χαράδρα. Αν έχανε το σημάδι του –μια στοίβα από κουτιά σε μια προεξοχή– θα έπεφτε κατακόρυφα για άλλα 600 μέτρα…
Την τελευταία στιγμή οι αμερικανοί κασκαντέρ έχασαν το θάρρος τους και αποχώρησαν. Και φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ Βρετανών και Αμερικανών: «Υπάρχει μια στάση του τύπου “κοιτάξτε με”», λέει ο Τζιμ Ντάουνταλ για τους αμερικανούς κασκαντέρ και προσθέτει ότι η διαφορά με τους βρετανούς ήταν πως «εμάς δεν μας ένοιαζε η δημοσιότητα».
Ο Ρόκι Τέιλορ ξεκίνησε το 1961 με τη μουσική κωμωδία «The Young Ones», γράφει ο Τομ Φόρντι στην Telegraph. Με μαύρη ζώνη τζούντο από την εφηβεία του, δίδαξε στον Κλιφ Ρίτσαρντ μερικές κινήσεις: «Είπαν “τα πάτε τόσο καλά με τον σερ Κλιφ, θα θέλατε να παίξετε το παλικάρι με το οποίο παλεύει;”» λέει στον Τομ Φόρντι της Telegraph. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη σειρά του ITV «The Avengers». Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι «The Saint», «Department S» και «Randall and Hopkirk (Deceased)». «Ηταν σαν μαθητεία», σχολιάζει.
Tο 1969 ο Τέιλορ γλιστρούσε με ένα αυτοκίνητο στην πίστα για έλκηθρα του Cresta Run στην Ελβετία, στα γυρίσματα της κωμωδίας «Monte Carlo or Bust!» «Είχα ελαστικά με καρφιά για κράτημα. Υπήρχαν ένα ελικόπτερο που με κυνηγούσε, έξι κάμερες στραμμένες πάνω μου και πέντε-έξι κασκαντέρ παντού, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά» θυμάται.
Η πορεία του 72χρονου Τζιμ Ντάουνταλ ήταν διαφορετική. Πήγε στο ίδιο σχολείο με τον πρίγκιπα Κάρολο, μπήκε στο τσίρκο και εργάστηκε ως οπλουργός ταινιών (παρέχοντας πυροβόλα όπλα στις ταινίες «Και οι 12 ήταν καθάρματα» του 1967 και «Οπου τολμούν οι Αετοί» του 1968). Εντάχθηκε στο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών και επέστρεψε στη βιομηχανία του κινηματογράφου για το πρώτο του stunt, τρέχοντας σε μια σκάλα με ένα βικτοριανό αναπηρικό καροτσάκι.
Τον πρώτο καιρό υπήρχαν πολλοί «καουμπόηδες» – κασκαντέρ που έμπαιναν σε οποιαδήποτε κατάσταση και μετά δεν τους έβλεπε κανείς ποτέ ξανά. Ο Ντάουνταλ θυμάται έναν με το αμφίβολο ψευδώνυμο «ατρόμητος», που «έμεινε στο νοσοκομείο τόσο χρόνο όσο και στα γυρίσματα» λέει. «Το βασικό κριτήριο για έναν κασκαντέρ δεν είναι να έχει σπάσει όλα τα κόκκαλα του σώματός του. Αυτό σημαίνει απλώς ότι έχει γ*… πολύ».
Η κατανόηση του φόβου και των περιορισμών είναι βασικό στοιχείο, σημειώνει ο Ντάουνταλ. Ο ίδιος έχει πει «όχι» δύο φορές. Στις αρχές της καριέρας του, στην ταινία του BBC «Rogue Male», του ζητήθηκε να αιωρείται ανάμεσα στους δύο πύργους ενός κάστρου. Το stunt ήταν στημένο με λάθος τρόπο και υπολόγισε ότι θα χτυπούσε σε έναν τοίχο από τούβλα με ταχύτητα πάνω από 65 χλμ./ώρα. Παρά το γεγονός ότι ήταν μια από τις πρώτες του δουλειές –και, αν μη τι άλλο, μια ευκαιρία να ντουμπλάρει τον διάσημο Πίτερ Ο’ Τουλ– ο Ντάουνταλ αρνήθηκε. Ο κασκαντέρ που πήρε τη δουλειά απέδειξε πόσο σωστό ήταν το μότο του Ντάουνταλ: «Η περιττή επίδειξη θάρρους θα σε τραυματίσει».
«Καθόταν στην καρέκλα του μακιγιάζ και έλεγε: “Αυτοί οι κασκαντέρ του Λονδίνου δεν έχουν κότσια!”» θυμάται ο Ντάουνταλ. «Εσπασε τη λεκάνη του, τρία πλευρά, την ωμοπλάτη, και όταν τον κατέβασαν δεν ανέπνεε καν, έπρεπε να τον επαναφέρουν. Δεν δούλεψε ποτέ ξανά. Ηταν ένα σημαντικό μάθημα· είχα δίκιο. Ακόμη και ως άπειρος, μπορούσα να πω ότι δεν γινόταν να το κάνω».
Ο Ντάουνταλ περιέγραψε τις περιπέτειές του στο βιβλίο του «Man on Fire». Τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί στον συντονισμό σκηνών stunts, αλλά το 2019 τράκαρε αυτοκίνητα στο «Spider-Man: Μακριά από τον Τόπο του». Υποτιμά μεγαλύτερα, πιο περίτεχνα ακροβατικά κόλπα του, για τα οποία έπαιρνε περισσότερες προφυλάξεις («Φαίνεται θεαματικό, όμως δεν είναι το πιο επικίνδυνο, σε καμία περίπτωση»). Αλλά αναφέρει ένα εντυπωσιακό κόλπο στον «Μπερζεράκ».
«Πήδηξα από ένα ταχύπλοο σε ένα ελικόπτερο με ταχύτητα περίπου 45 κόμβων και ανέβηκα στα 90 μέτρα, ακόμα κρεμασμένος κάτω από το ελικόπτερο» λέει ο Ντάουνταλ. «Ο τύπος που ήταν στο ελικόπτερο τρελάθηκε και προσπαθούσε να με τραβήξει μέσα ο ίδιος. Ελεγα συνέχεια, “Είμαι καλά, Στιβ!” Ηταν απλώς δουλειά».
Τόσο ο Τζιμ Ντάουνταλ όσο και ο Ρόκι Τέιλορ πιστεύουν ότι η γενιά τους έφερε καινοτομίες στη δουλειά των κασκαντέρ –ανάλογες με τις αναδυόμενες τεχνικές των εφέ– και βελτίωσε τις συνθήκες ασφαλείας. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη αλλαγή έφερε το British Stunt Register, το 1973, που νομιμοποίησε την εργασία των κασκαντέρ, καθιστώντας την στο Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρισμένο επάγγελμα, με ασφάλεια και συμβόλαια. Ο Βικ Αρμστρονγκ το περιγράφει ως «καρτέλ» εκείνες τις μέρες, με σταθερό έλεγχο στο δικό τους κομμάτι στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Το αποκορύφωμα ήταν ο Μποντ. «Αν έμπαινες στην πίστα του Μποντ, γινόσουν μέρος του πυρήνα των κασκαντέρ» λέει ο Ντάουνταλ. «Μερικές φορές έπαιζες δύο και τρεις διαφορετικούς κακούς μέσα σε μία μέρα. Θα σε πυροβολούσαν κατρακυλώντας σε σκάλες, μετά θα σου έβαζαν γένια και θα τράκαρες με μηχανή» θυμάται.
«Ο Ρότζερ Μουρ ήταν υπέροχος φίλος μου» προσθέτει ο Ρόκι Τέιλορ. «Ημουν στα Pinewood Studios με τον Λες Κρόφορντ [που ντουμπλάριζε συνήθως τον Μουρ]. Επιστρέφαμε στο πλατό από το μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό και ο Ρότζερ τρύπωσε το κεφάλι του στο κάτω μέρος του διαδρόμου φωνάζοντας “Ρόκι! Λες! Γρήγορα!” Τρέξαμε με τα χίλια. Είπε: “Τώρα βλέπετε τον Τζέιμς Μποντ. Μόλις υπέγραψα το συμβόλαιο!” Ανοιξε ένα μπουκάλι σαμπάνια και άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει “Είμαι ο Τζέιμς Μποντ! Είμαι ο Τζέιμς Μποντ!” Ηταν υπέροχο» λέει στην Telegraph.
Αργότερα, ο Τέιλορ ενεπλάκη σε ένα φρικτό ατύχημα. Στα γυρίσματα της ταινίας «Σε νόμιμη άμυνα» («Death Wish 3», 1985), ο σκηνοθέτης Μάικλ Γουίνερ του ζήτησε να πηδήξει από την ταράτσα ενός κτιρίου που φλεγόταν. Ο Γουίνερ ήθελε οι φλόγες να είναι πολύ πιο ψηλά από όσο χρειαζόταν –σε ύψος πέντε μέτρων και τρομακτικά καυτές–, με αποτέλεσμα να δυσκολέψουν το άλμα Τέιλορ, ο οποίος έσπασε τη λεκάνη και τους σπονδύλους του και υπέστη εγκαύματα.
Ο Γουίνερ πήγε στο νοσοκομείο με τους δημοσιογράφους για μια φωτογραφία. Ενώ πόζαρε, ψιθύρισε: «Μη νομίσεις ότι μπορείς να μου κάνεις μήνυση, Ρόκι, δεν θα τα καταφέρεις». Ο Τέιλορ έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια εκτός δράσης.
Στην εποχή των Computer Graphics, στο μεταξύ, τα ακροβατικά των κασκαντέρ έχουν εξελιχθεί ξανά, με καλύτερες προφυλάξεις από ποτέ· τώρα ο εξοπλισμός ασφαλείας μπορεί απλώς να διαγραφεί ψηφιακά. Ο Τέιλορ σχολιάζει το μέγεθος των καλωδίων με τα οποία ήταν δεμένος ο Τομ Κρουζ για να σκαρφαλώσει και να περιφέρεται γύρω από το Μπουρτζ Χαλίφα, σε ύψος 800 μέτρων, στο «Mission: Impossible – Ghost Protocol» το 2011· «για να πέσει, θα έπρεπε να καταρρεύσει το κτίριο» λέει γελώντας ο θρυλικός κασκαντέρ για τον σταρ του Χόλιγουντ που επιμένει να γυρίζει ο ίδιος και τις επικίνδυνες σκηνές σε όλες τις ταινίες του. Και, βέβαια, η γενιά του Ρόκι Τέιλορ απέχει πάρα πολύ από τους κασκαντέρ της εποχής του πατέρα του, που πηδούσαν από παράθυρα για λίγες λίρες…