Τον τελευταίο μήνα, σειρά μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ, όπως η κορυφαία εφημερίδα Washington Post (WP), φιλοξένησαν άρθρα που στέκονταν στον κίνδυνο ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να κυβερνήσει ως εκδικητικός δικτάτορας αν κερδίσει τις εκλογές του 2024 κόντρα στον νυν πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ισως το πλέον πολυσυζητημένο να ήταν αυτό του Ρόμπερτ Κέιγκαν, στελέχους της WP και συνεργάτη του ινστιτούτου Brookings, ο οποίος ανέφερε (30/11) ότι «μια δικτατορία του Τραμπ καθίσταται όλο και πιο αναπόφευκτη».
Λίγες ημέρες μετά (5/12), o Τραμπ έδωσε συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News και στον δημοσιογράφο Σον Χάνιτι. Οταν του ετέθη ευγενικά το ερώτημα αν δεσμεύεται, για να λήξει το θέμα, πως δεν θα κάνει κατάχρηση εξουσίας και δεν θα προχωρήσει σε αντίποινα σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων σε περίπτωση που επιστρέψει στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ απάντησε: «Εκτός από την πρώτη ημέρα. Θέλω να κλείσω τα σύνορα και θέλω να κάνω γεωτρήσεις, γεωτρήσεις, γεωτρήσεις».
Αμέσως μετά, συνέχισε με έναν τραμπικό μίνι μονόλογο:
— «Τον αγαπώ αυτόν τον τύπο» είπε για τον παρουσιαστή του Fox News. «Λέει “δεν πρόκειται να γίνεις δικτάτορας, έτσι δεν είναι;” Του απάντησα: “Οχι, όχι, όχι, εκτός από την πρώτη μέρα. Κλείνουμε τα σύνορα και κάνουμε γεωτρήσεις, γεωτρήσεις, γεωτρήσεις. Μετά από αυτό, δεν είμαι δικτάτορας”».
Ο τίτλος στο τηλεγράφημα του Associated Press αμέσως μετά ήταν χαρακτηριστικός: «Ο Τραμπ αρνείται να αποκλείσει το ενδεχόμενο να προβεί σε κατάχρηση εξουσίας για να επιδιώξει αντίποινα αν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο».
Δείτε παρακάτω την επίμαχη απάντηση του Τραμπ στο ερώτημα αν θα κάνει κατάχρηση εξουσίας σε περίπτωση που κερδίσει της εκλογές (απόσπασμα συνέντευξης στο Fox News που ανάρτησε η WSJ στο Youtube):
Η αναφορά του Τραμπ προκάλεσε σάλο και σειρά αναλύσεων για το αν θα τον βοηθήσει στην πορεία προς τις εκλογές, για το πόσο μπορεί να συσπειρώσει τους φανατικούς οπαδούς του, αλλά και σε ποιον βαθμό μπορεί να προκαλέσει αντισυσπείρωση εναντίον του προς όφελος του Μπάιντεν.
O Χουσεΐν Ιμπίς, ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Αραβικών Κρατών του Κόλπου στην Ουάσινγκτον, παραθέτει σε άρθρο του στον ιστότοπο του αμερικανικού περιοδικού Altantic μια σειρά από λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι «ο Τραμπ δεν θα κερδίσει», ιδίως μετά από αυτή τη διατύπωση.
Σημειώνοντας τις προειδοποιήσεις σχετικά με την απειλή που συνιστά μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Τραμπ, εκτιμά ότι «μέσα σε όλη αυτή την ανησυχία, ίσως χάνουμε από τα μάτια μας το πιο σημαντικό γεγονός: οι πιθανότητες νίκης του Τραμπ είναι ελάχιστες».
Στο σημείο που βρισκόμαστε, πάντως, οι δημοσκοπήσεις φαίνεται να ευνοούν τον Τραμπ και πολλοί εστιάζουν στις αδυναμίες (μεταξύ αυτών η ηλικία) του αντιπάλου του και νυν προέδρου Τζο Μπάιντεν.
«Δεν υποστηρίζω ότι όποιος θέλει να κερδίσει ο πρόεδρος Μπάιντεν –και κυρίως όποιος θέλει να χάσει ο Τραμπ– θα πρέπει να χαλαρώσει. Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί και κάθε άλλος λογικός ψηφοφόρος που αντιτίθεται στον Τραμπ πρέπει να υπενθυμίσουν δυναμικά στον αμερικανικό λαό πόσο καταστροφικός ήταν ως πρόεδρος και να τον ενημερώσουν για το πόσο χειρότερη θα ήταν μια δεύτερη θητεία του» σχολιάζει ο Ιμπίς στο Altantic.
Τα πλεονεκτήματα του Τραμπ
Παραδέχεται ωστόσο πως ο Τραμπ συγκεντρώνει ορισμένα σαφή πλεονεκτήματα στην πορεία για τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2024:
- Περίπου το ένα τρίτο των Ρεπουμπλικανών είναι απόλυτα πιστό σε εκείνον, πράγμα που σημαίνει ότι έχει την ακλόνητη υποστήριξη ενός μικρού αλλά ισχυρού τμήματος του ευρύτερου εκλογικού σώματος.
- Μόλις, όπως αναμένεται, ανακηρυχθεί και επίσημα υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, κάτι που φαίνεται αναπόφευκτο και θα συμβεί μέχρι τη «Σούπερ Τρίτη» (φέτος είναι η 5η Μαρτίου και ο όρος περιγράφει την ημέρα που ο μεγαλύτερος αριθμός Πολιτειών των ΗΠΑ διοργανώνει προκριματικές εκλογές για τα χρίσματα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών), η εκλογική μηχανή του κόμματος θα τεθεί σε κίνηση για λογαριασμό του.
- Οι υποστηρικτές του Τραμπ στα μέσα ενημέρωσης, κυρίως στο Fox News, θα του προσφέρουν υποστήριξη, προπαγανδίζοντας μια σειρά από μύθους σχετικά με όσα έκανε ως πρόεδρος, «ιδίως την υποτιθέμενη σπουδαία οικονομία επί της προεδρίας του» σχολιάζει ο Ιμπίς στο Altantic.
- Ο Τραμπ θα παρουσιάσει τον εαυτό του τόσο ως μέρος του κατεστημένου, εφόσον είναι πρώην πρόεδρος, αλλά και ως εκπρόσωπο όσων βρίσκονται εκτός συστήματος, όπως το 2016, επειδή αυτή τη στιγμή δεν κατέχει αξίωμα. Αυτό θα κάνει τις επιθέσεις του στο «βαθύ κράτος» και το αφήγημα που έχει οικοδομήσει για τις δικές του δικαστικές διώξεις πιο πειστικά.
- Ο πρώην πρόεδρος σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις διάφορες ποινικές και αστικές δίκες του ως απόδειξη ότι «αυτοί» –η κυβέρνηση Μπάιντεν– τον κυνηγούν επειδή εκπροσωπεί «εμάς», δηλαδή τους ψηφοφόρους του. «Ενα τμήμα του κοινού θα χάψει αυτά τα μηνύματα» λέει ο Ιμπίς. Αλλωστε ο Τραμπ επαναλαμβάνει συχνά τη φράση κλειδί: «Δεν έρχονται για μένα, έρχονται για εσάς. Απλά εγώ στέκομαι στον δρόμο τους»…
- Ο Τραμπ μπορεί επίσης να απολαμβάνει ένα σχετικό πλεονέκτημα στο εκλογικό σώμα λόγω των «αντιπολιτευτικών χαρακτηριστικών» του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Εχασε πανηγυρικά τη λαϊκή ψήφο, τόσο το 2016 όσο και το 2020, και σχεδόν κανείς δεν αναμένει ότι θα κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων ούτε το 2024. Ωστόσο, αν η κούρσα είναι οριακή σε συγκεκριμένες περιοχές, η δύναμη των αγροτών ψηφοφόρων σε μικρότερες ή λιγότερο πυκνοκατοικημένες Πολιτείες θα μπορούσε να γείρει το αποτέλεσμα υπέρ του.
- Τέλος, ο Μπάιντεν δεν είναι ο ίδιος υποψήφιος που ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. «Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία, η δημοτικότητά του προβληματίζει και κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της θητείας του έχει δώσει σε ορισμένα τμήματα πολιτών λόγους να είναι δυσαρεστημένοι μαζί του. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, όπου φαίνεται να χάνει την υποστήριξή του σε βασικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των μαύρων και των λατινοαμερικανών ψηφοφόρων» συνεχίζει ο Ιμπίς στο Altantic, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο τη λίστα με τα πλεονεκτήματα του Τραμπ.
Οσα λειτουργούν υπέρ του Μπάιντεν
Παρά ταύτα, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι μόλις οι Αμερικανοί βρεθούν αντιμέτωποι με μια επιλογή μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, οι πιθανότητες του Τραμπ θα αρχίσουν να φαίνονται πολύ χειρότερες.
Ας δούμε τα μειονεκτήματα του Τραμπ σύμφωνα με τον Ιμπίς:
- Ακόμα και αν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί στοιχηθούν μαζί του, ένα σημαντικό μέρος, τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των ανεξάρτητων, θα δυσκολευτεί να τον στηρίξει. Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι μπορεί κάλλιστα να μείνουν στο σπίτι τους.
- Τα ελαττώματα του Τραμπ φαίνονται πολύ χειρότερα σήμερα από ό,τι πριν από οκτώ χρόνια. Για παράδειγμα, ενοχλεί τους συντηρητικούς ψηφοφόρους η συμπεριφορά του απέναντι στα μέλη των κρατικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και οι απόψεις του για αυτές. Το ίδιο και όσους έχουν υπηρετήσει στις Ενοπλες Δυνάμεις. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2016, οι επιθέσεις του Τραμπ στον γερουσιαστή Τζον Μακέιν είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις. Σήμερα ενοχλούν οι μαρτυρίες ότι εξέφρασε περιφρόνηση και αηδία για τραυματισμένους βετεράνους –απαιτώντας να μην εμφανίζεται δημόσια μαζί τους– και ότι εξευτέλισε τους πεσόντες στρατιώτες περιγράφοντάς τους ως «κορόιδα» και λέγοντας: «Τι κέρδισαν αυτοί;».
- Ο Τραμπ ελπίζει ότι τα νομικά του προβλήματα θα αποδειχθούν ευλογία για την προεκλογική του εκστρατεία, επιτρέποντάς του να παρουσιάσει τόσο τις διωκτικές αρχές όσο και το δικαστικό σύστημα ως μέρος μιας τεράστιας συνωμοσίας εναντίον του. Εχει ζητήσει μάλιστα να μεταδοθεί τηλεοπτικά η ομοσπονδιακή δίκη του σχετικά με τις προσπάθειες ανατροπής των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2020. Μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, τα ποσοστά του έχουν βελτιωθεί μετά τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν, αλλά πολλοί άλλοι Αμερικανοί δεν θα πειστούν από κάποιον που αντιμετωπίζει 91 κακουργηματικές κατηγορίες, πέρα από τις αστικές υποθέσεις. Ο Τραμπ έχει ήδη κριθεί ένοχος για απάτη και σεξουαλική κακοποίηση στη Νέα Υόρκη.
- Ο Τραμπ κουβαλάει αρκετές εκλογικές ήττες, με μοναδική εξαίρεση την ανατροπή του 2016, η οποία προφανώς εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο. Το κόμμα του υπέστη την αναμενόμενη ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018. Στη συνέχεια έχασε ο ίδιος τις προεδρικές εκλογές του 2020. Το 2022 το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στερήθηκε την τυπική νίκη στις ενδιάμεσες εκλογές αποσπώντας μετά βίας πλειοψηφία τεσσάρων ψήφων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. «Δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος που το 2024 θα πρέπει να αποτελέσει ένα ξαφνικό διάλειμμα σε αυτό το μοτίβο» τονίζει ο Ιμπίς.
Το νέο δίλημμα
Ωστόσο, οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ συνήθως κρίνονται από μια σχετικά μικρή ομάδα ψηφοφόρων που κρίνουν το αποτέλεσμα σε έξι ή επτά Πολιτείες. Οι πιο σημαντικοί είναι οι ανεξάρτητοι ψηφοφόροι και οι ψηφοφόροι των προαστίων, δυο ομάδες που φαίνεται να έχουν απομακρυνθεί από τον Τραμπ μετά το 2016.
Οπως σημειώνει ο αρθρογράφος του Altantic, ο Τραμπ «δεν έχει κάνει τίποτα για να τους ξανακερδίσει από το 2020, αντιθέτως, τους τελευταίους μήνες στηρίζεται σε μια πλατφόρμα που είναι πιο ριζοσπαστική, ακραία και ανοιχτά αυταρχική από ποτέ (εκτός από το θέμα των αμβλώσεων, όπου είναι λιγότερο ακραίος από τους Ρεπουμπλικανούς ανταγωνιστές του)».
Με τον Τραμπ να υπόσχεται εμμέσως εκδίκηση, αντίποινα και δικτατορία, τουλάχιστον την «πρώτη μέρα», όπως είπε στο Fox News, το κλίμα αυτό δεν βοηθάει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους να επιστρέψουν στο στρατόπεδό του.
Η αλήθεια είναι ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι και ο Μπάιντεν αντιμετωπίζει πραγματικά προβλήματα. Ωστόσο τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας που πέρασε από τον Κογκρέσο ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρα, η ανεργία είναι χαμηλή και ο πληθωρισμός συγκρατήθηκε. Ισως οι πολίτες να μην έχουν αισθανθεί ακόμη πλήρως αυτές τις θετικές εξελίξεις, σημειώνει ο Ιμπίς, «αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τις έχει καταγράψει μέχρι τον προσεχή Νοέμβριο».
Προσθέτει ότι οι Αμερικανοί έχουν αναφέρει σε δημοσκόπους ότι, αν και πιστεύουν ότι η οικονομία είναι κακή για τους άλλους, οι ίδιοι αισθάνονται οικονομικά ασφαλείς. Επίσης, το ζήτημα των αμβλώσεων, που άνοιξε με την ανατροπή της ιστορικής απόφασης «Roe v. Wade» από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, λειτουργεί σταθερά υπέρ των Δημοκρατικών και αυτό είναι απίθανο να αλλάξει έως τον επόμενο Νοέμβριο.
Η φιλοϊσραηλινή πολιτική του Μπάιντεν κατά τη διάρκεια του συνεχιζόμενου πολέμου στη Γάζα μπορεί να του στοιχίσει την υποστήριξη των Αράβων και των μουσουλμάνων Αμερικανών, αλλά πιθανότατα όχι τόσο ώστε να χάσει, για παράδειγμα, το Μίσιγκαν από τον Τραμπ. Οι ψηφοφόροι αυτών των ομάδων φαίνεται απίθανο να υποστηρίξουν τον πρόεδρο που εξέδωσε το διάταγμα απαγόρευσης εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Κλείνοντας, ο Ιμπίς υπογραμμίζει ότι «οι εκλογές του 2024 θα είναι ένα δημοψήφισμα για τη Δημοκρατία, με τους δυο υποψήφιους να ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται την ελευθερία και τις αμερικανικές αξίες. Σε αυτό το θέμα οι ισχυρισμοί του Μπάιντεν είναι προφανώς πειστικότεροι: έχει κυβερνήσει ως ένας κανονικός πρόεδρος, ενώ ο Τραμπ υπόσχεται αυταρχισμό και λέει ανοιχτά ότι θέλει να γίνει δικτάτορας για μια μέρα για να προωθήσει ορισμένες πολιτικές, δηλαδή τον περιορισμό της μετανάστευσης».
«Τι θα γίνει όμως αν τα σχέδιά του διαρκέσουν περισσότερο από μία ημέρα; Τι θα συμβεί αν η δικτατορία της μίας ημέρας επεκταθεί σε έναν χρόνο και στη συνέχεια δεν τελειώσει ποτέ;» ερωτά ο αρθρογράφος του Αtlantic.
«Μέχρι τον Νοέμβριο αρκετοί Αμερικανοί θα καταλάβουν ότι δεν ψηφίζουν τον Μπάιντεν αντί του Τραμπ, αλλά ότι ψηφίζουν μεταξύ συνταγματικής τάξης και ενός επίδοξου αυταρχικού ηγέτη» εκτιμά ο Χουσεΐν Ιμπίς και προβλέπει ότι «ο Τραμπ δεν πρόκειται να κερδίσει».