Η πιο ακριβή εμπορική οδός στον κόσμο δεν είναι η 5η Λεωφόρος της Νέας Υόρκης, ούτε η Νιού Μποντ Στριτ του Λονδίνου ή η Λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι: οι πιο απρόσιτες βιτρίνες βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο του Μιλάνου, συγκεκριμένα στη Βία Μόντε Ναπολεόνε. Κάνοντας λόγο για ένα «συμπύκνωμα πολυτέλειας» κατά μήκος μόλις 460 μέτρων, ο Φραντσέσκο Μπερτολίνο της (μιλανέζικης) Corriere della Sera μας πληροφορεί πως τα ενοίκια των καταστημάτων εκεί έχουν εκτιναχθεί στις 20.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, με τη μέση τιμή να αυξάνεται κατά 30% την τελευταία διετία.
Οπότε, για την ενοικίαση ενός καταστήματος 100 τ.μ. στον πιο ακριβό από τους δρόμους του αποκαλούμενου «Τετραπλεύρου της Μόδας» (οριοθετείται από τους οδούς Βία Μόντε Ναπολεόνε, Βία Μαντσόνι, Βία ντελά Σπίγκα και Κόρσο Βενέτσια) απαιτούνται δύο εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Οπως σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος, αυτή είναι η πρώτη φορά που μια ευρωπαϊκή πόλη, ή μάλλον οδός, κατακτά την πρώτη θέση στη σχετική λίστα που καταρτίζει εδώ και 34 χρόνια η Cushman & Wakefield, κορυφαία αμερικανική εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών με ειδίκευση στα ακίνητα.
Κάτω από τη Βία Μόντε Ναπολεόνε, με διαφορά λίγων εκατοντάδων ευρώ, βρίσκεται η 5η Λεωφόρος (19.537 ευρώ ανά τ.μ.), ακολουθεί η Νιου Μποντ Στριτ (17.210), στην τέταρτη θέση κατατάσσεται η Τσιμ Τσα Σούι του Χονγκ Κονγκ (15.697), ενώ στην πέμπτη η Λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων (12.519). Οσο για την πρωτιά της μιλανέζικης οδού της μόδας και της υπερβολικής πολυτέλειας, ο Φραντσέσκο Μπερτολίνο σημειώνει πως η μέση τιμή ενοικίασης ανά τετραγωνικό υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια δεκαετία, φτάνοντας τις 20.000 ευρώ το 2024, από 8.500 ευρώ το 2014.
Σε αυτή την αύξηση συνέβαλε σημαντικά και το πολύ μικρό μήκος της Μόντε Ναπολεόνε –μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα–, ενώ της 5ης Λεωφόρου είναι σχεδόν δέκα χιλιόμετρα: τα διαθέσιμα καταστήματα είναι σχετικά λίγα, οπότε οι πιο διάσημοι οίκοι μόδας και ειδών πολυτελείας ανταγωνίζονται σκληρά και πληρώνουν όσο-όσο για μερικά τετραγωνικά.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας (8,5 εκατομμύρια πέρυσι), ενώ το Μιλάνο αποτελεί εδώ και καιρό, από το 2017, τόπο διαμονής πολλών αλλοδαπών Κροίσων, οι οποίοι αποφάσισαν να μετακομίσουν εκεί ώστε να επωφεληθούν από τον σχετικά χαμηλό ετήσιο κατ’ αποκοπή φόρο (τον περασμένο Αύγουστο αυξήθηκε από τις 100.000 στις 200.000 ευρώ) που καλούνται να καταβάλλουν για εισοδήματα που αποκτώνται στο εξωτερικό.
«Το Μιλάνο κατατάσσεται από την εποχή της Εxpo 2015 μεταξύ των πιο σημαντικών ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, ικανών να προσελκύουν νέες επενδύσεις, νέους τουρίστες, νέους κατοίκους» είπε στη Repubblica ο Χόακιμ Σάντμπεγκ, διευθύνων σύμβουλος του παραρτήματος της Cushman & Wakefield στην Ιταλία. Επιπλέον, η ιταλική πρωτεύουσα της μόδας κατέχει «αδιαμφισβήτητα την πρωτοκαθεδρία» στην πολυτέλεια, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις αγοραπωλησίες πολλών εκατομμυρίων που ολοκληρώθηκαν το τελευταίο διάστημα στο «Τετράπλευρο της Μόδας».
Ενόψει της εκτίναξης των ενοικίων, κάποιοι προτίμησαν να βάλουν πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη και να αγοράσουν, αντί να νοικιάσουν. Κάπως έτσι, τον περασμένο Απρίλιο, ο γαλλικός κολοσσός της πολυτέλειας Kering (Yves Saint Laurent, Gucci, Balenciaga, Bottega Veneta, κ.α..) αγόρασε έναντι 1,3 δισ. ευρώ το «παλάτσο» που δεσπόζει στο νούμερο 8 της Βία Μόντε Ναπολεόνε, στους χώρους του οποίου φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων, ένα από τα πιο φημισμένα ζαχαροπλαστεία του Μιλάνου, μπουτίκ των οίκων Prada και Yves Saint Laurent, καθώς και ένα κατάστημα του ελβετικού οίκου υψηλής ωρολογοποιίας Jaeger-LeCoultre.
Επρόκειτο για την πιο ακριβή αγοραπωλησία ενός μόνο κτιρίου στην ιστορία της Ιταλίας, με τον γαλλικό όμιλο να δαπανά 110.000 ευρώ ανά τ.μ. για να το αγοράσει από την Blackstone, προκαλώντας άμεση ανατίμηση των ακινήτων στην ευρύτερη περιοχή.
«Μένει να δούμε αν η πρωτιά που πέτυχε η Βία Μόντε Ναπολεόνε ήταν το επόμενο στάδιο μιας ανοδικής πορείας ή η κορύφωσή της» σχολιάζει ο δημοσιογράφος της Corriere, γνωρίζοντας πως μετά την καταναλωτική ευφορία που ακολούθησε το τέλος της πανδημίας, η βιομηχανία της πολυτέλειας άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω του πληθωρισμού και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης. Για να αντεπεξέλθουν στη σημαντική πτώση του τζίρου, μεγάλοι όμιλοι σπεύδουν να μειώσουν τα κόστη, ξεκινώντας από τα ενοίκια.
Πάντως, σύμφωνα με τους ειδικούς της Cushman & Wakefield, το κύρος των οίκων ειδών πολυτελείας εδράζεται και στις μοναδικές τοποθεσίες όπου βρίσκονται τα εμπορικά καταστήματά τους. Σε κάθε περίπτωση, για να διατηρήσει την ελκυστικότητά του το Μιλάνο θα πρέπει «να μετατρέψει αυτή την πρωτιά σε απτό κέρδος για ολόκληρη την κοινότητα».
«Οι αστραφτερές βιτρίνες της αντικατοπτρίζουν ακόμα το πραγματικό Μιλάνο ή αντανακλούν μια παραμορφωμένη εικόνα της πόλης;» διερωτάται ο Φραντσέσκο Μπερτολίνο.