Ο Σι Τζιπίνγκ και ο Πούτιν εν δυνάμει σύμμαχοι απέναντι στον Μπάιντεν (και στην ΕΕ); | CreativeProtagon
Θέματα

Βαδίζουμε προς έναν δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο;

Κάποιοι από τους εγκυρότερους αναλυτές αμφιβάλλουν, κάποιοι άλλοι όμως θεωρούν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα συμβεί: με βασικούς πρωταγωνιστές όμως τις ΗΠΑ και την Κίνα, με την Ρωσία στο πλευρό πιθανώς της Κίνας και με όπλα που δεν θα είναι πυρηνικά αλλά τεχνολογικά
Protagon Team

Μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν και τα πρώτα σημάδια που έδωσε σχετικά με την εξωτερική πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει, αναλυτές και δημοσιογράφοι από όλον τον κόσμο επιδιώκουν να προβλέψουν πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί  η διεθνής σκηνή κατά την επόμενη τετραετία, ειδικά όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Οι περισσότεροι διερωτώνται εάν βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου ο οποίος θα μπορούσε, μάλιστα, να λάβει διαστάσεις μεγαλύτερες και περισσότερο απειλητικές σε σχέση με τον προηγούμενο.

Ο Ντέιβιντ Σάνγκερ, για παράδειγμα, βετεράνος ανταποκριτής των New York Times στον Λευκό Οίκο με ειδίκευση σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, κάνει λόγο για μία νέα εποχή σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, σημειώνοντας πως οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία είναι οι χειρότερες από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και με την Κίνα από τότε που τα δύο κράτη σύναψαν σχέσεις διπλωματικές.

Ο Τζο Μπάιντεν δεν δίστασε να συμφωνήσει με τον ισχυρισμό ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι «φονιάς» ενώ οι Κινέζοι, κατά την πρώτη συνάντησή τους με την νέα αμερικανική κυβέρνηση, δεν δίστασαν να βάλλουν κατά των ΗΠΑ, αναφέροντας πως αυταπατώνται, θεωρώντας ότι όλος ο κόσμος επιθυμεί να υιοθετήσει το δικό τους σύστημα αξιών.

Το κλίμα, οπότε, είναι σίγουρα τεταμένο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ξεσπάσει ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος καθώς σήμερα «οι αντιπαλότητες μεταξύ των υπερδυνάμεων έχουν ελάχιστες ομοιότητες με το παρελθόν», υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Σάνγκερ. Και επισημαίνει ότι η πυρηνική απειλή που στοίχειωνε την ανθρωπότητα για σχεδόν μισό αιώνα έχει σχεδόν εκλείψει ενώ σήμερα ο ανταγωνισμός αφορά «την τεχνολογία, τις συρράξεις στον κυβερνοχώρο και τις επιχειρήσεις άσκησης επιρροής».

Την ανάλυση του Σάνγκερ επικαλείται σε άρθρο του ένας άλλος πολύπειρος δημοσιογράφος και σχολιαστής των διεθνών σχέσεων, ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, υποστηρίζοντας, ωστόσο, πως όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία, οι ομοιότητες ανάμεσα στο σήμερα και τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, είναι όχι μόνον πολλές αλλά και ιδιαίτερα ανησυχητικές.

Ο Ράχμαν επισημαίνει καταρχάς ότι «για ακόμη μία φορά υπάρχει ένας άξονας Ρωσίας – Κίνας που στρέφεται εναντίον μίας δυτικής συμμαχίας με επικεφαλής την Ουάσινγκτον». Προσφάτως ο Τζο Μπάιντεν συμμετείχε σε μία σύνοδο κορυφής της ΕΕ ενώ ο Αντονι Μπλίνκεν, ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, απευθυνόμενος στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ απηύθυνε έκκληση για ενότητα της Δύσης, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν οι στρατιωτικές φιλοδοξίες της Κίνας και η ρωσική επιθετικότητα. Την ίδια ώρα, όμως, ο επικεφαλής της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής Σεργκέι Λαβρόφ, βρισκόταν στην Κίνα, επισημαίνοντας την ανάγκη το Πεκίνο και η Μόσχα να αντιταχθούν στην αμερικανική ισχύ.

Καθώς οι εντάσεις αυξάνονται και οξύνονται, το Πεκίνο υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Ουάσιγκτον αδυνατεί να αποδεχτεί την άνοδο της Κίνας. Ο Ράχμαν σημειώνει πως αποτελεί όντως γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν μανία με την ηγεμονία.  Ωστόσο, στο αφήγημα των Κινέζων παραβλέπεται ο βαθμός στον οποίο αλλαγές που επήλθαν στο εσωτερικό της Κίνας, ανάγκασαν τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους να αλλάξουν τη στάση τους. «Η αυξανόμενη καταστολή, η εξιδανίκευση του Σι Τζινπίνγκ και η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος κατέστησαν ευκολότερη την προώθηση σκληροπυρηνικών απόψεων για την Κίνα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη», εξηγεί ο βρετανός δημοσιογράφος.

Οπως κατά τις πρώτες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, έτσι και σήμερα μια σειρά από καίρια γεγονότα συνέβαλε στην αποκρυστάλλωση άποψης στις δυτικές πρωτεύουσες περί κινεζικής απειλής. Την περίοδο 1945 – 1946 η επιβολή φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη ώθησε τους Δυτικούς να επαναξιολογήσουν ριζικά τις προθέσεις του Κρεμλίνου. Κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς γεγονότα όπως η καταστολή του κινήματος υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ και οι λεπτομερείς αποκαλύψεις για τις διώξεις κατά των Ουιγούρων (οι ΗΠΑ πλέουν μιλούν επίσημα για «γενοκτονία») ανάγκασαν τους Δυτικούς να αλλάξουν τη στάση τους.

Εως πρόσφατα η Ευρώπη έδειχνε απρόθυμη να εμπλακεί σε μία νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση στο πλευρό των ΗΠΑ. Η απόφαση της ΕΕ να υπογράψει μία νέα εμπορική και επενδυτική συμφωνία με την Κίνα, ερμηνεύτηκε από πολλούς ως μία κινεζική επιτυχία, ως ένα πλήγμα στο κοινό μέτωπο ΗΠΑ  – ΕΕ. Αλλά η πρόσφατη επιβολή κυρώσεων από την Κίνα σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως αντίποινα για τις κυρώσεις που επέβαλε η Ε.Ε. κατά του Πεκίνου για την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ουιγούρων, περιπλέκει ανησυχητικά την κατάσταση.

Οσον αφορά τη Ρωσία, παρά τις προσπάθειες του Εμανουέλ Μακρόν με στόχο την επαναπροσέγγιση, οι Βρυξέλλες τείνουν να ευθυγραμμιστούν με τις ΗΠΑ, κυρίως εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης καταστολής στο εσωτερικό της Ρωσίας. Η περίπτωση του Αλεξέι Ναβάλνι είναι πλέον ενδεικτική.

Το ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός δεύτερου Ψυχρού Πολέμου επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τον Ράχμαν και από το γεγονός πως «επέστρεψε ο ιδεολογικός ανταγωνισμός»,  ο οποίος είχε ατροφήσει ανησυχητικά κατά τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ.

«Σύμφωνα με τον Τζον Μπόλτον, τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, ο Τραμπ ενθάρρυνε τον Σι Τζινπίνγκ στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους να εφαρμόσει την πολιτική του μαζικού εγκλεισμού» των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ, υπενθυμίζει ο Ράχμαν. Ο Μπάιντεν, ωστόσο, κινείται στους αντίποδες του προκατόχου του. Εχει ήδη δηλώσει πως επιθυμεί τη διοργάνωση μίας παγκόσμιας συνόδου για τη δημοκρατία ενώ είναι ξεκάθαρο πως πρόθεσή του είναι να καταστούν εκ νέου οι ΗΠΑ «ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου».

Οπως κατά τη διάρκεια του πρώτου Ψυχρού Πολέμου, έτσι και σήμερα, η τεχνολογία βρίσκεται στο πυρήνα της αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Κατά τον 20ο αιώνα οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ εστίαζαν στα πυρηνικά και στο Διάστημα, κατά τον 21ο αιώνα ο τεχνολογικός ανταγωνισμός αφορά τα δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.

Ομως σήμερα ο τεχνολογικός ανταγωνισμός ασκείται σε διαφορετικό πλαίσιο. Επειτα από τέσσερις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης οι οικονομίες της Κίνας και της Δύσης κατέληξαν να είναι στενά συνδεδεμένες. Σύμφωνα με τον Ράχμαν, το μεγάλο ερώτημα σχετικά με τον δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο είναι εάν θα αντέξει αυτή η αλληλεξάρτηση στην ολοένα αυξανόμενη εχθρότητα ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.