Κάτω από τον «αλεξανδρινό, τον καθαρό τον ουρανό», κατά το γνωστό ελληνικό τραγούδι, ξεκινάει τούτη η ιστορία μας. Και καταλήγει στο Σαν Φρανσίσκο, όπου, «αν πάτε, φροντίστε να φοράτε λουλούδια στα μαλλιά», όπως λέει ένα αμερικάνικο θρυλικό τραγούδι.
Κάπως έτσι ξεκινά και η ιστορία του ελληνικής καταγωγής (και περήφανου για αυτό) Τζον Μαυρουδή. Του ακτιβιστή καλλιτέχνη –illustrator, είναι ο όρος– που έκανε ένα από τα πιο ηχηρά σχόλια για την εκατόμβη των νεκρών από κορονοϊό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με το εξώφυλλο που του ανέθεσε το περίφημο περιοδικό «Time» και το φραμάρισε (να άλλος ένας όρος) σε μαύρη κορνίζα και σε μαύρο φόντο. Για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ύστερα από εκείνο το εξώφυλλο μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
«200.000». Απλά. Οσοι οι νεκροί (έως τώρα) στις ΗΠΑ. Και πίσω όλες οι ημερομηνίες και τα θύματά τους, καθημερινά στην πανδημία. Ως προμετωπίδα για ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Μια Αμερικανική Αποτυχία» (An American Failure).
«Επιλέξαμε να πάρουμε τα στοιχεία που έδινε καθημερινά το Τζονς Χόπκινς», μου εξηγεί –τηλεφωνικά από το Σαν Φρανσίσκο– ο Τζον Μαυρουδής. «Μια αργή, σταθερή πορεία θανάτου. Ενα μακελειό», όπως σχολίασε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ολα αυτά για να «ντύσουν» τούτη την αμερικανική αποτυχία. «Φυσικά και είναι μέρος αυτής ο Ντόναλντ Τραμπ», συνεχίζει ο σταθερά πολέμιος του αμερικανού προέδρου. Αλλωστε, είχε προκαλέσει αίσθηση με ένα έργο του, με το πρόσωπο του Τραμπ, «πλασμένο» από ατάκες του. Κυρίως το «Δεν αναλαμβάνω καμία ευθύνη». Και άλλα…
«Θέλαμε να μιλήσουμε για αυτή την καταστροφή», μου λέει ο καλλιτέχνης που έχει δει έργα του –πέρα από το «Time»– στα εξώφυλλα εντύπων, όπως ο «New Yorker» και το «Nation». «Θα μπορούσαμε να το στήσουμε με μια τελεία για κάθε μία από τις 200.000 αποδημίες». Θα αντέχατε; – τον ρωτώ. «Φυσικά», μου απαντά.
Τελικά, με τον υπεύθυνο για την παραγωγή του εξωφύλλου στο «Time» κατέληξαν στην εκδοχή των ημερομηνιών. Του πήρε κοντά τέσσερις ημέρες να το τελειώσει, γράφοντας μία μία τις ημερομηνίες και τους θανάτους.
«Είναι εντυπωσιακό», μου σχολιάζει. «Οι άνθρωποι δεν αντιδρούν το ίδιο, όπως στην εκατόμβη από μία και μόνον επίθεση. Οπως στην 11η Σεπτεμβρίου. Και όμως, αν το σκεφτούμε, αυτός ο αριθμός απωλειών είναι σαν να εξαφανιζόταν σε μια στιγμή μια ολόκληρη πόλη από το χάρτη. Ας πούμε, το Ακρον του Οχάιο».
Μου μιλάει για το «μούδιασμα» της Αμερικής. «Ο τρόπος που χειριζόμαστε τη βία των όπλων, είναι ανάλογος με εκείνον που χειριζόμαστε την πανδημία. Αν δεν αφορά τον μικρόκοσμό μας, την πόλη μας, υπάρχει μια σχετική αδιαφορία». Τι ελπίζει με αυτό το εξώφυλλο; «Να είναι ένα ξύπνημα. Να θυμίσει τη συνολικότητα και την τραγικότητα αυτής της κατάστασης που ζούμε. Ας σκεφθούμε πώς είναι σαν να έχουμε ένα Βιετνάμ. Ή μία 11η Σεπτεμβρίου κάθε τρεις ημέρες».
Αίσθηση είχαν προκαλέσει και τα άλλα, πολύ προβεβλημένα, εξώφυλλά του. Το διπλό, για την 11η Σεπτεμβρίου, στον «New Yorker», με τον σχοινοβάτη Φιλίπ Πετίτ να ισορροπεί στο κενό χωρίς σύρµα στο κενό ανάμεσα στους άλλοτε Δίδυµους Πύργους, που διακρίθηκε ως «Εξώφυλλο της Χρονιάς» από τον Αµερικανική Εταιρεία Εκδοτών Περιοδικών. Ή, εκείνο, στο «Time» και πάλι, της Κριστίν Μπλάζι Φορντ, καθηγήτριας Ψυχολογίας, που κατέθεσε ενώπιον της Γερουσίας την οδυνηρή εμπειρία της από μια σεξουαλική επίθεση που είχε δεχτεί από τον Μπρετ Κάβανο, εκλεκτό του Ντόναλντ Τραμπ για το Ανώτατο Δικαστήριο. Πλασμένο από φράσεις της.
Τον χαρακτηρίζουν ακτιβιστή. «Νιώθω άνετα μέσα σε αυτό τον χαρακτηρισμό», μου λέει. «Είναι σημαντικό να μιλάς για αυτό που πιστεύεις, πόσο μάλλον να το έχεις κάνει τέχνη σου και επάγγελμά σου. Είμαι ευτυχής να μιλάω με αυτόν τον τρόπο για εκείνο που είναι δικαίωμα κάθε πολίτη. Αν είμαι και παθιασμένος με αυτό, ακόμη καλύτερα».
Το διαδηλώνει παντού, πέρα από την περηφάνια του για τις ελληνικές ρίζες του: μεγάλωσε σε μια πολιτικοποιημένη οικογένεια. «Πήγαινα τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι των θείων και των παππούδων μου και τους άκουγα να μιλούν συνεχώς και παθιασμένα για πολιτική». Ξάδελφος του παππού του ήταν ο επίσης Αλεξανδρινός Κίµων Εβαν Μαραγκός (1907-1988), ένας από τους σηµαντικότερους πολιτικούς γελοιογράφους, με ξεχωριστή καριέρα στη Βρετανία.
Ομως, από τον θείο του, τον Αναστάση (το λέει με τα ελάχιστα, σπαστά ελληνικά του), που ήταν καλλιτέχνης, «κόλλησε» τον ιό της τέχνης. Πρώτα, των κόμικς, που μικρός είχε βαλθεί να τα αντιγράφει. Ακούγοντας, παράλληλα (έχει περάσει προ πολλού τα 50), στην τηλεόραση τα πολιτικά ντιμπέιτ. Νίξον, ΜακΓκόβερν… «Ετσι, όλα αυτά έγιναν κομμάτι μου από πολύ νωρίς. Στο Κολέγιο έφτασα να αναλάβω ρόλο πολιτικού καρτουνίστα στο πολιτικό περιοδικό τους».
Νομίζει, μου λέει, ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση επαγγελματικά: «Κάνω αυτό που θέλω και είναι επάγγελμά μου». Εκείνο που, κυρίως και πάντα, τον ενδιαφέρει και είναι στο επίκεντρο είναι ο άνθρωπος. «Οι προσωπικότητες, το γιατί κάποιοι αντιδρούν έτσι κι άλλοι αλλιώς. Γιατί κάποιοι είναι θαυμαστοί και κάποιοι καταστροφικοί. Η Κριστίν Μπλάζι Φορντ, ας πούμε, είναι από τη μία πλευρά. Και στο ακριβώς αντίθετο άκρο, ο Τραμπ. Απλά διαγράφει και καταστρέφει. Είναι ένα καρκίνωμα στο σώμα της αμερικανικής πολιτικής. Μπορεί να διαφωνώ σε πολλά με τον Τζορτζ Μπους ή και 100%, όμως εκείνος σε κρίσιμες στιγμές επέδειξε τουλάχιστον ενσυναίσθηση, συμπόνοια. Σήμερα υπάρχει πλήρης έλλειψή της. Κάνει ότι κατανοεί ο Τραμπ και τρεις μέρες μετά λέει και νέα ψέματα». Και όμως, τον ακουν ακόμη οι Αμερικανοί, διαπιστώνει –μετά λύπης του– ο Τζον Μαυρουδής.
«Παρότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλιφόρνια, πάντα νιώθω συνδεδεμένος µε την Ελλάδα. Είμαι πολύ περήφανος για την κληρονομιά μου», μου λέει έπειτα από μια παύση, από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ο πατέρας μου ήταν έλληνας υπήκοος, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ενας άνθρωπος μορφωμένος –μιλούσε πέντε γλώσσες– και περήφανος που ήταν Ελληνας. Εφυγε για την Αμερική, πήγε σχολείο εδώ, μαζί με τη μητέρα μου, και οι δύο μαζί μάς μεγάλωσαν να αγαπάμε τις πατρίδες μας. Οπως κάνω κι εγώ με τη σύζυγό μου, που είναι από το Βιετνάμ, για την κόρη μας, που της έχουμε δώσει το όνομα Αθηνά».
Εχει σχεδιάσει και την Ελλάδα, για το ελληνικό κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο. Αλλά και δύο μορφές… θεατών, που μοιάζουν με αγγέλους, για τις επίσημες αφίσες του επετειακού 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (όπου έδωσε και masterclass). «Ναι, είναι το σύμβολο του αγγέλου ο θεατής», μου εξηγεί σήμερα. «Οταν μπαίνεις σε μία κινηματογραφική αίθουσα είσαι –ή γίνεσαι– ανοιχτός σε νέες ιδέες και εικόνες. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, αγγελική ιδιότητα».
Ελληνικά, πάντως, δεν έχει μάθει. Κι ας ήρθε αρκετές φορές στην Ελλάδα. «Εμαθα μόνον κάτι φράσεις: σκάσε, κάτσε κάτω, φάε το φαΐ σου». Κάνει μια τελευταία παύση. Και μου γράφει τον επίλογο: «Ξέρω ότι τα πράγματα είναι δύσκολα στην Ελλάδα. Και στην Ευρώπη. Οι Ελληνες πρέπει να ξέρουν ότι η πλειοψηφία στην Αμερική είναι ενάντια σε αυτά τα τρομερά που συμβαίνουν σήμερα. Θα πάμε στις κάλπες και θα το αντιμετωπίσουμε. Στο μεταξύ, ζούμε ένα νέο δράμα κάθε μέρα».