Το όνομά της είχε πάψει να είναι (ευρέως) γνωστό στον σύγχρονο κόσμο εδώ και καιρό, αλλά κάποτε η εκφορά των συλλαβών Τζι-να-Λο-λο-μπρί-τζι-ντα «αντηχούσε ανά την υφήλιο ως η ενσάρκωση της γυναικείας φύσης, του πολιτισμού, του αισθησιασμού και της εθνικής ταυτότητας της Ιταλίας», γράφει στους λονδρέζικους Times o αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Σον Λέβι, συγγραφέας (μεταξύ πολλών άλλων) του βιβλίου «Dolce Vita Confidential».
«Σίγουρα, υπήρχε και ο πόθος», προσθέτει, θυμίζοντας πως η «Lollo», όπως αποκαλούσαν τη Λολομπρίτζιντα τα ιταλικά Μέσα, κατέστη διάσημη στα τέλη της δεκαετίας του 1940, «κυρίως χάρη στην ισχύ της αξιοσημείωτης ομορφιάς της, στα λεπτά της χαρακτηριστικά, στα φλογερά της μάτια και, ίσως πάνω από όλα, στη σιλουέτα-κλεψύδρα που είχε. Ηταν μια γοητευτική και σέξι κωμική ηθοποιός, ιδιαίτερα καλή στο να υποδύεται χωριατοπούλες και κοπέλες της εργατικής τάξης με διαβολεμένα κέφια και παιχνιδιάρικη ενέργεια, όπως έκανε στην ταινία “Fanfan la Tulipe” του 1952, την πρώτη διεθνή επιτυχία της. Αλλά καμία από τις ταινίες της δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο εκείνη – το κάλλος της ήταν το διαβατήριό της», γράφει ο Λέβι.
Ωστόσο, αυτή η αλήθεια την απογοήτευε και την έθλιβε. Γιατί η ίδια θεωρούσε πως ήταν μια σοβαρή ηθοποιός «με πνευματικά ενδιαφέροντα για το δράμα και τις Καλές Τέχνες». Είχε, επίσης, απόψεις για την κοινωνία και την πολιτική «που τη συνέδεαν με την Καθολική Εκκλησία και το κεντρώο κόμμα Χριστιανική Δημοκρατία», ενώ διακρίθηκε και ως γλύπτρια και φωτορεπόρτερ. Το 1999 και ξανά πέρυσι, τον Σεπτέμβριο, σε ηλικία 95 ετών, είχε θέσει και υποψηφιότητα για πολιτικό αξίωμα.
Αλλά κυρίως (αν όχι αποκλειστικά), λόγω της εκπληκτικής της ομορφιάς της, «κατέστη έμβλημα της ιταλικής υπερηφάνειας όταν η χώρα αναδυόταν από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να γίνει, μόλις μία δεκαετία μετά τον θάνατο του Μουσολίνι, η πηγή των πιο δελεαστικών τάσεων της Ευρώπης όσον αφορά τη μόδα, τον κινηματογράφο και τον τρόπο ζωής. Η Ιταλία μπορεί να έβγαλε καλύτερες ηθοποιούς πριν (Αννα Μανιάνι) και μετά (Σοφία Λόρεν), αλλά από τη στιγμή που η Λολομπρίτζιντα έγινε γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο, θα μπορούσε να ήταν η μοναδική ηθοποιός της Ιταλίας, μια ζωντανή διαφήμιση ενός τρόπου ζωής που σύντομα θα γινόταν γνωστός ως “La Dolce Vita”», συνοψίζει ο αμερικανός κριτικός.
Στο κείμενό του αναφέρει πως, μεγαλώνοντας σε ένα ιταλοαμερικανικό νοικοκυριό στη Νέα Υόρκη των δεκαετιών του 1960 και του 1970, γνώριζε την Λολομπρίτζιντα απλώς ως την αγαπημένη ηθοποιό της γιαγιάς του. Θεωρούσε τις χολιγουντιανές ταινίες της –τις μοναδικές διαθέσιμες τότε στην αμερικανική τηλεόραση– αμφιβόλου ποιότητας, ενώ ο τρόπος της του φαινόταν θεατρινίστικος και παλιομοδίτικος. Αντίθετα, θαύμαζε την κατά επτά χρόνια νεότερη Σοφία Λόρεν, η οποία έπαιζε σε καλύτερες ταινίες, με πιο σύγχρονες ευαισθησίες.
Ομως, έπειτα από πολλά χρόνια, όταν ο Σον Λέβι άρχισε να μελετά για να γράψει το βιβλίο του «Dolce Vita Confidential», στο οποίο αφηγείται την ιστορία της ιταλικής πολιτιστικής αναγέννησης των δεκαετιών του 1950 και του 1960, διαπίστωσε πως «η Λολομπρίτζιντα και η Λόρεν ενσάρκωσαν αντίστοιχες πτυχές της ιταλικής κοινωνίας, που ο νεωτερισμός είχε φέρει σε σύγκρουση».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η πιο έντονη αντιπαλότητα στην Ιταλία δεν σχετιζόταν με το πολιτικό χάος που επικρατούσε στη χώρα, ούτε με τα ποδοσφαιρικά ντέρμπι αιωνίων αντιπάλων στο Μιλάνο και στη Ρώμη, αλλά με την άσπονδη αντιπάθεια που χώριζε τις δύο γυναίκες, τη «Λολό» και τη Λόρεν.
Η πρώτη ήταν μια σταρ πρώτου μεγέθους από τη Ρώμη, μια ευτυχισμένη σύζυγος που είχε αποκρούσει περίφημα το ερωτικό ενδιαφέρον ανδρών όπως ο Χάουαρντ Χιουζ και ο Ερολ Φλιν. Η δεύτερη ήταν μια στάρλετ από τη Νάπολη, μια δυναμική κοπέλα που είχε εμφανιστεί γυμνή στην οθόνη ούσα ανήλικη, και είχε εμπλακεί σε ένα ειδύλλιο με παραγωγό ταινιών, ο οποίος ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερός της και παντρεμένος με δύο παιδιά.
Οι Λολομπρίτζιτα και Λόρεν συγκρίνονταν με σημείο αναφοράς τις ερμηνείες τους και τα εισιτήρια που έκοβαν οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσαν. Πιο συχνά, όμως, συγκρίνονταν με βάση τις σωματικές τους διαστάσεις, τις γκαρνταρόμπες τους και, φυσικά, τις ερωτικές τους ζωές. «Ηταν οι δύο πιο διάσημες από τις αποκαλούμενες “maggiorate” (καμπυλόγραμμες), ένα είδος ηθοποιών που εμφανίστηκε στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο κινηματογράφος ήταν μια από τις βιομηχανίες της Ιταλίας που ανέκαμψαν από τα ερείπια τάχιστα και εξαπλώθηκαν στον υπόλοιπο κόσμο, χάρη κυρίως σε πληθωρικές γυναίκες ντυμένες με μελοδραματικά –και αποκαλυπτικά– ρετάλια», γράφει ο Λέβι.
Εκείνη την εποχή, η Λολομπρίτζιντα ήταν αναμφίβολα η πιο δημοφιλής και σημαίνουσα. Επαιζε στον κινηματογράφο από το τέλος του πολέμου και είχε συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά σκηνοθέτες της Ιταλίας. Το βιογραφικό της περιελάμβανε μια εξαιρετικά δημοφιλή σειρά ρομαντικών κωμωδιών, ενώ είχε εμφανιστεί και ως σύζυγος του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην ταινία «Beat the Devil», του 1953. Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα «ήταν γνωστή για την ομορφιά της, ναι, αλλά και για τη στοχαστική ευαισθησία της. Η καριέρα της αποτελούσε πρότυπο για κάθε νεαρή ιταλίδα στάρλετ».
Για τη Λόρεν, το γεγονός ότι τη συνέκριναν με τη «Λολό» και τη θεωρούσαν ανταγωνίστριά της ήταν, φυσικά, κολακευτικό. Ωστόσο, η Λολομπρίτζιντα δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με μια κοπέλα που η ίδια θεωρούσε τυχάρπαστη και επιδίωκε μόνο τη διασημότητα: είναι αλήθεια πως μεταξύ τους υπήρχε μια εχθρότητα – και μάλιστα ολοφάνερη.
Το 1954, για παράδειγμα, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά, σε μια δεξίωση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, η Λολομπρίτζιντα αρνιόταν να φωτογραφηθεί δίπλα στη Λόρεν, έως ότου η χολιγουντιανή ηθοποιός Υβόν ντε Κάρλο μπήκε ανάμεσά τους, επιλύοντας έτσι το ζήτημα. Λίγους μήνες αργότερα, η Λολομπρίτζιντα αποχώρησε οργισμένη από μια εκδήλωση στο Λονδίνο για την προώθηση του ιταλικού κινηματογράφου, όταν δημοσιογράφοι προσπάθησαν να την εμπλέξουν σε έναν «διαγωνισμό στήθους» με τη Σοφία Λόρεν, η οποία στεκόταν χαμογελαστή λίγο παραπέρα, πρόθυμη και πανέτοιμη να αναμετρηθεί με τη «Λόλο». Τελικά, η Λολομπρίτζιντα, απαντώντας σε έναν δημοσιογράφο που την είχε ρωτήσει για την κόντρα της με τη Λόρεν, σημείωσε πως «είμαστε τόσο διαφορετικές όσο ένα καλό άλογο κούρσας και μια κατσίκα!»
«Με τον καιρό, βέβαια, η κατσίκα ξεπέρασε το άλογο κούρσας. Η Λόρεν κατέστη μια από τις πιο εμβληματικές ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου», σημειώνει ο Σον Λέβι. «Και η αντιπαλότητα, αν και δεν εξέλιπε ποτέ εντελώς, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της έντασής της. Η “Λόλο” και η Λόρεν φωτογραφήθηκαν μαζί το 1988 σε ένα πάρτι στη Ρώμη, με τον Μάικλ Τζάκσον να στέκεται αυτή τη φορά ανάμεσά τους και με λιγότερη ένταση τα πρόσωπά τους».