«Πολλές γυναίκες εξακολουθούν να δυσκολεύονται να μιλήσουν για τις φαντασιώσεις τους ακόμη και με τις φιλενάδες τους, πόσο μάλλον με τους συντρόφους τους» παρατηρεί η Τζίλιαν Αντερσον | CreativeProtagon / Shutterstock
Θέματα

Τζίλιαν Αντερσον: «Δεν μιλάμε για το σεξ τόσο ανοιχτά όσο φανταζόμαστε»

Με αφορμή ένα βιβλίο στο οποίο έχει συλλέξει ερωτικές φαντασιώσεις ανωνύμων γυναικών, η αμερικανίδα ηθοποιός βρέθηκε να επανεξετάζει τη δική της σχέση με την ερωτική επιθυμία... και αποφάσισε να το διασκεδάσει περισσότερο
Protagon Team

Στα πρώτα στάδια της έρευνάς της για το «Want: Sexual Fantasies by Anonymous», ένα βιβλίο για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των γυναικών, αυτό που σόκαρε περισσότερο την Τζίλιαν Αντερσον ήταν η επικράτηση της ντροπής. Το βιβλίο, που βασίζεται στο κλασικό «My Secret Garden» (1973) της Νάνσι Φράιντεϊ, είναι μια συλλογή ανώνυμων επιστολών γυναικών που μοιράζονται τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις, ωστόσο πολλές από αυτές, παρατήρησε η 56χρονη ηθοποιός, εξακολουθούν να χρειάζονται άδεια για να εκφράσουν μια επιθυμία τους, όχι μόνο δημόσια, αλλά, «το πιο σοκαριστικό, ακόμη και ιδιωτικά».

Προς μεγάλη της έκπληξη, δε, η βρετανο-αμερικανίδα σταρ ανακάλυψε ότι και η ίδια δεν είχε ανοσία σε αυτή την αναστολή. Καλούμενη να υποβάλει τη δική της φαντασίωση, η Αντερσον συνέχισε να το αναβάλλει: «Δεν είμαι καθόλου σεμνότυφη και μπορώ να πω οποιαδήποτε λέξη δυνατά. Αλλά να το γράψω; Ενιωθα πραγματικά άβολα» λέει σε συνέντευξή της στον Guardian με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 5 Σεπτεμβρίου, από τον οίκο Bloomsbury.

Στο βιβλίο περιλαμβάνεται, τελικά, και η δική της ανώνυμη εξομολόγηση, ωστόσο, όπως γράφει στον Guardian η Εμα Μπροκς, η οποία μίλησε σε βιντεοκλήση με την Αντερσον, δεν τη ρώτησε ποιο γράμμα είναι το δικό της. Η ηθοποιός βρισκόταν σε ένα ξενοδοχείο του Μαρακές κάνοντας ένα ολιγοήμερο διάλειμμα από τα γυρίσματα ενός γουέστερν στον Καναδά, μια δουλειά για την οποία είναι ευγνώμων –«είμαι τόσο γαμημένα τυχερή» λέει– και ταυτόχρονα δυσανασχετεί δυναμικά: «Υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου, όταν είμαι πάνω στο άλογο, που σκέφτεται, γαμώτο, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πρέπει να το κάνω όλο αυτό, με τη βροχή και τον άνεμο και όλα αυτά» παραδέχεται.

Αυτή είναι η Αντερσον που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε: η βρομόστομη βρετανική ενσάρκωση μιας άλλοτε αυστηρής αμερικανίδας ηθοποιού που, ακόμη και ζώντας στο Λονδίνο εδώ και δεκαετίες και μεγάλωνοντας εδώ τους δύο γιους της, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι επέλεξε εμάς και τη δική μας προφορά αντί για εκείνους και τη δική τους, γράφει η βρετανίδα δημοσιογράφος.

Για πολύ καιρό, λέει η Αντερσον, ήταν πολύ σφιγμένη για να αφήσει να φανεί το χιούμορ και η ασέβεια της βρετανικής πλευράς της. Καθώς όμως πλησιάζει τα 60, έχει εισέλθει σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «γάμα το, είτε πετύχω είτε αποτύχω, θα διασκεδάσω». Υπάρχει άραγε κανείς που διαφωνεί;

Η εκδοτική επιμέλεια του «Want» ήταν εμπνευσμένη από τη σεξοθεραπεύτρια Τζιν Μέλμπερν, την οποία υποδύθηκε η Τζίλιαν  Αντερσον στην επιτυχημένη σειρά τεσσάρων σεζόν του Netflix «Sex Education». Το project απαίτησε να περιηγηθεί σε χιλιάδες σεξουαλικές φαντασιώσεις που υποβλήθηκαν ανώνυμα στο διαδίκτυο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια σύγχρονη έκδοση θα έχει τη δύναμη του πρωτότυπου βιβλίου της Φράιντεϊ, το οποίο, όπως γνωρίζουν όσοι πήραν στα χέρια τους ένα αντίτυπο όταν ήταν λίγο πιο νέοι, άφησε ορισμένες ανεξίτηλες εικόνες.

Από εκείνη την πρώτη ατάκα («Στο μυαλό μου, όπως και στο γαμήσι μας, βρίσκομαι στο κρίσιμο σημείο… Βρισκόμαστε στον ποδοσφαιρικό αγώνα Baltimore Colt-Minnesota Viking και κάνει πολύ κρύο») μέχρι τις περιγραφές που έκαναν νοικοκυρές προαστίων για καταστάσεις που το 1973 θεωρούνταν σαφώς φυσιολογικές συζυγικές σχέσεις, αλλά στα σύγχρονα μάτια συνιστούν συζυγικό βιασμό.

Οπως σωστά λέει η Αντερσον, «πολλές γυναίκες εξακολουθούν να δυσκολεύονται να μιλήσουν γι’ αυτά τα πράγματα, ακόμη και με τις φιλενάδες τους, πόσο μάλλον με τους συντρόφους τους». Ωστόσο, ίσως το πιο ενδιαφέρον με το «Want» είναι το πού έχουν μετατοπιστεί πλέον τα ταμπού και πού βρίσκονται οι ανησυχίες των γενεών του βιβλίου.

Είναι άραγε η φαντασία ένας ασφαλής χώρος; Η Αντερσον γράφει στην εισαγωγή του κεφαλαίου για τις βίαιες φαντασιώσεις: «Μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα ότι πολύ λίγες γυναίκες θα ήθελαν να [τις] ζήσουν στην πραγματική ζωή». Υπάρχει μεγάλη συνειδητή αναπαράσταση αυτού που μια ανώνυμη γυναίκα περιγράφει ως «πλοήγηση στην queer αγάπη και στο σεξ», αν και, περιέργως, βρίσκεται δίπλα σε καταχωρήσεις γυναικών που προσφέρουν δειλά και απολογητικά τις λεσβιακές φαντασιώσεις τους σαν να είναι το πιο παραβατικό πράγμα που μπορούν να φανταστούν, γράφει η Μπροκς,  χαρακτηρισμός που όμως ενοχλεί την Αντερσον.

Οσον αφορά τις στρέιτ γυναίκες, υπάρχουν πολλά πράγματα του τύπου: «Η βαθιά ριζωμένη φαντασίωσή μου, αυτή στην οποία αγγίζω τον εαυτό μου μετά από ένα ζεστό φλιτζάνι χαμομήλι και γάλα για να ευλογήσω τα όνειρά μου, είναι ένας άνδρας να είναι ξεκάθαρα –και εντελώς κανονικά– καλός μαζί μου». Ή «Θα έκανα τα πάντα για να πηδήξω τον αδελφό της καλύτερής μου φίλης». Και αυτό: «Λαχταρώ να με ξεσκίσει ένας ψηλός Γερμανός». (Η παρουσία της λέξης «ξεσκίσει» υπογραμμίζει τους κινδύνους της χρήσης γραπτών περιγραφών, αντί να βασίζεται, όπως έκανε η Φράιντεϊ, σε πραγματικές συνεντεύξεις. Η επιρροή, εξάλλου, των «Πενήντα Αποχρώσεων του Γκρι» (2011) της Ε.Λ. Τζέιμς και της πορνογραφίας γενικότερα είναι πανταχού παρούσα σε αυτό το βιβλίο).

Υπάρχει επίσης πολύ χιούμορ, ηθελημένα ή όχι: «Εχω μια επαναλαμβανόμενη σεξουαλική φαντασίωση για έναν οδοντίατρο. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει την οδοντιατρική καρέκλα και το να είμαι δεμένη. Δεν ξέρω τι σημαίνει και πιθανώς θα ήμουν σούπερ αναστατωμένη αν ο πραγματικός οδοντίατρός μου προσπαθούσε να με γαμήσει, αλλά..

Η Αντερσον, εξάλλου, γράφει στην αρχή κάθε κεφαλαίου, σε μορφή δοκιμίου, προσφέροντας ερμηνεία και ενθάρρυνση με τρόπο χαρούμενο και παιχνιδιάρικο. «Στην καρδιά όλων των δικών μου φαντασιώσεων», γράφει, «είμαι αυτή που παρατηρεί, όχι η παρατηρούμενη. Μερικές φορές εναλλάσσομαι μεταξύ παρατηρήτριας και συμμετέχουσας, ίσως σε μια υποσυνείδητη νύξη προς την καθημερινή μου ζωή ως ηθοποιού. Στις φαντασιώσεις μου είμαι αναμφίβολα ο σκηνοθέτης. Η ιδιωτικότητα του μυαλού μου είναι το μόνο μέρος όπου έχω πραγματικά τον έλεγχο τού πότε, πώς, ακόμη και αν με βλέπουν».

Το συναρπαστικό σε όλα αυτά, γράφει η Μπροκς στον Guardian, είναι πως, ενώ η Φράιντεϊ ήταν μια εκκεντρική δημοσιογράφος περιοδικού χωρίς δημόσιο προφίλ, η Τζίλιαν Αντερσον δεν είναι μόνο μια διάσημη ηθοποιός, αλλά και διάσημο σύμβολο του σεξ εδώ και 30 χρόνια, ήδη από τον ρόλο –για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του «Want»– της καυτής σπασίκλας Ντάνα Σκάλι στα «X-Files».

Οπως σημειώνει σε ένα από τα εισαγωγικά της κείμενα, «είχα μια σουρεαλιστική εμπειρία το 1996, όταν ψηφίστηκα η πιο σέξι γυναίκα του κόσμου από τους αναγνώστες του περιοδικού FHM… ένα είδος λατρείας που δεν απέχει πολύ από κάποιες περιγραφές σε αυτές τις φαντασιώσεις». Το σκεπτικό, υποθέτει η Μπροκς, είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ενθαρρύνουμε τις απλές γυναίκες να αποκτήσουν τις δικές τους φαντασιώσεις από το να έχουμε μια καυτή διασημότητα με προσγειωμένη συμπεριφορά, που κάνει το ίδιο. Η δημοσιογράφος του Guardian αναρωτιέται όμως μήπως η διασημότητα της Αντερσον έχει καθοριστική επιρροή στην πρόσκληση του βιβλίου να απευθύνουν οι γυναίκες τις περιγραφές τους στην «Αγαπητή Τζίλιαν».

«Πιθανώς» απαντάει η Αντερσον με κάποια επιφύλαξη, προσθέτοντας ότι είναι γνωστό πόσο ανοιχτή είναι, έχει κατανόηση και δεν κρίνει. «Προσπαθώ να είμαι όσο πιο περιεκτική γίνεται ανθρωπίνως. Γιατί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νιώσουν περισσότερη ασφάλεια, κατά κάποιον τρόπο. Οτι δηλαδή θα μπορούσαν να γράψουν οτιδήποτε, γιατί δεν θα σοκαριζόμουν».

Αυτό οδηγεί με τη σειρά του στις λεσβιακές φαντασιώσεις. Τι να καταλάβει κανείς από επιστολές όπως μιας Βρετανίδας που έχει έναν «ευτυχισμένο γάμο» με έναν άνδρα αλλά φαντασιώνεται, ενοχικά, ότι είναι νεκρός και εκείνη το κάνει με μια γυναίκα στη δουλειά; Μια αρκετά γενική φαντασίωση, με άλλα λόγια, η οποία παρουσιάζεται δραματικά, σαν να έσπαγε το πιο συγκλονιστικό ταμπού.

«Αναρωτιέμαι αν θα ήμουν αρκετά γενναία για να την αφήσω να παίξει με το σώμα μου» γράφει η ανώνυμη γυναίκα και η ντροπή γύρω από αυτή τη φαντασίωση είναι χτυπητή, και μοιάζει άγρια και αόριστα καταθλιπτική σε μια εποχή που ο κόσμος υποτίθεται ότι έχει χαλαρώσει πάνω στα γκέι θέματα, γράφει στον Guardian η Εμα Μπροκς.

Σημειώνει ακόμα ότι στα γράμματα παρατήρησε πάρα πολλή λανθάνουσα ομοφοβία από φαινομενικά στρέιτ γυναίκες, που έχουν πραγματική ανάγκη να αποκαλύπτονται περισσότερο. Η Αντερσον αντιδρά με έκπληξη: «Προσέξατε ποια ήταν η θρησκεία τους ή από πού κατάγονται;» (Οι περισσότερες επιστολές αναφέρουν λεπτομερώς τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία, την τοποθεσία της γράφουσας, αλλά όχι τις ηλικίες).

Η Μπροκς γράφει ότι μερικές δήλωναν θρησκευόμενες ή ότι προέρχονταν από συντηρητικές περιοχές, αλλά όχι όλες: «Θέλω να πω ότι είναι εύκολο να προσεγγίσεις αυτές τις επιστολές και τις περιγραφές από την οπτική γωνία του δικού σου κόσμου, και πιο δύσκολο να μπεις στη θέση άλλων ανθρώπων. Το γεγονός ότι ορισμένες από τις γυναίκες που συνέβαλαν αισθάνθηκαν αρκετά γενναίες ώστε να πατήσουν το κουμπί αποστολής, είναι αξιοσημείωτο» παρατηρεί, και ως «πικραμένη λεσβία» η ίδια συμπεραίνει ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο στρέιτ και μη φιλικός από ό,τι πολλές από εμάς θα θέλαμε να πιστεύουμε.

«Ναι, ακριβώς. Γι’ αυτό και δεν νομίζω ότι μπορούμε να πούμε “δηλώστε το”. Είναι μια μεγαλύτερη συζήτηση για ανθρώπους πιο έμπειρους σε αυτά από εμένα: να μιλήσουμε για τον βαθμό στον οποίο τα πράγματα, ως κουλτούρα, δεν είναι τόσο ανοιχτά και αποδεκτά και ελεύθερα όσο φανταζόμαστε ότι θα έπρεπε να είναι το 2024» προσθέτει η Αντερσον.

Εκτός από το «Want», η 56χρονη Αντερσον –μητέρα μιας κόρης και δύο γιων– έχει επεκτείνει την καριέρα της και σε άλλα ενδιαφέροντα πέρα από την υποκριτική. Πιστεύει πως υπάρχει μια γενική αρχή που μπορεί να εξαχθεί από αυτό: «Είναι καλό για τα αγόρια μου, και νομίζω και για γυναίκες, νέες γυναίκες, να βλέπουν ότι προσθέτω πράγματα στη ζωή μου ακριβώς στο χρονικό σημείο που κάποιοι πιστεύουν ότι θα έπρεπε να αφαιρώ» λέει στον Guardian.

Πέρυσι λάνσαρε μια μάρκα αναψυκτικών, την G Spot («φυσικά αναψυκτικά, με λίγες θερμίδες και χωρίς προσθήκη ζάχαρης»), η οποία προέκυψε κάπως τυχαία, μέσα από συζητήσεις περί ευεξίας στις οποίες κλήθηκε να συμμετάσχει μετά τον ρόλο της Μίλμπερν στη σειρά «Sex Education». Για να αγκαλιάσει αυτές τις ευκαιρίες χρειάστηκε κατά καιρούς να αντιταχθεί στην ίδια τη φύση της. Συχνά, η πρώτη της ενστικτώδης ενέργεια είναι «να κάθομαι κάτω, μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο», οπότε το να γίνει επιχειρηματίας ήταν σε μεγάλο βαθμό μια πρόκληση «να μην το βάλω στα πόδια».

Λέει: «Ειδικά σε μια ορισμένη ηλικία, ιδιαίτερα τώρα για κάποιο λόγο, υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες που λένε: “Γάμα το, παρ’ όλο που είμαι 60 ετών θα ξεκινήσω κάτι καινούργιο”. Μια νέα επιχείρηση, μια νέα σχέση, ένα νέο εγχείρημα. Απλώς χωρίς να ανησυχούν. Δεν ξέρω αν θα πετύχει ή αν θα αποτύχει, αλλά διασκεδάζω. Και η αφήγηση που χτίζουμε γύρω από αυτό, και η ενθάρρυνση που νιώθουν άλλες γυναίκες όταν το βλέπουν, είναι “αγκάλιασέ το! Μην το βάλεις στα πόδια, τρέξε προς αυτό!”»

Με αυτό το πνεύμα, εξάλλου, προσέγγισε και η ίδια το νέο βιβλίο της. Ελπίζει ότι θα βοηθήσει άλλες γυναίκες να εκφράσουν «τα θέλω και τις ανάγκες τους» και θα τις ενθαρρύνει να είναι «όσο πιο ειλικρινείς μπορούν».