Πλέον οι εχθροί του τον αποκαλούν «Αλ Σίσι» της Τυνησίας. Τον συγκρίνουν δηλαδή με τον πρόεδρο της Αιγύπτου που κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία (το 2013) και είναι αποφασισμένος να πολεμήσει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους μέχρις εσχάτων.
Η τελευταία ενέργεια του Κάις Σάγιεντ – η αναστολή της λειτουργίας του κοινοβουλίου για 30 ημέρες και η προσωρινή ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο – ανακάλεσε στη μνήμη πολλών Τυνήσιων το καθεστώς που επικρατούσε στη χώρα όταν την εξουσία κατείχε ο Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι, ο οποίος εκπαραθυρώθηκε τον Ιανουάριο του 2011 από τους εξεγερμένους της αποκαλούμενης Επανάστασης των Γιασεμιών που αποτέλεσε την αφετηρία της Αραβικής Ανοιξης. Ωστόσο ο 63χρονος πρόεδρος της Τυνησίας από τον Οκτώβριο του 2019, πριν από περισσότερο από μία δεκαετία είχε συμπαραταχθεί με τους εξεγερμένους συμπατριώτες του, στηρίζοντας από το πόστο του τον αγώνα τους για μία καλύτερη ζωή.
Ενώπιον αυτού του νέου κύματος κοινωνικής δυσφορίας, μπροστά σε αυτήν την νέα κρίση, οικονομική και πολιτική, η οποία εντάθηκε λόγω των αποτυχιών της ελεγχόμενης από τους ισλαμιστές κυβέρνησης στη μάχη κατά της πανδημίας, ο Κάις Σάγεντ επιζητά σήμερα τη λαϊκή συναίνεση, απευθυνόμενος απευθείας στις μάζες. Στο ρεπορτάζ του ο Λορέντσο Κρεμονέζι της Corri
Ο πρόεδρος της Τυνησίας αυτοπαρουσιάζεται ως νομοδιδάσκαλος, αφοσιωμένος στη μάχη κατά της διαφθοράς και του νεποτισμού. Είναι ισχνός, μετρημένος και ελέγχει απόλυτα τα συναισθήματά του. Το πάθος του είναι η κλασική αραβική λογοτεχνία και είναι ευρέως γνωστός ως «Robocop», εξαιτίας του μονότονου και μηχανικού τόνου της φωνής του. Οσον αφορά τις πολιτικές του βλέψεις, «βασίζεται στην ακεραιότητά του για να θέσει στο περιθώριο τις δημοκρατικές ελευθερίες» υποστηρίζει ο ιταλός δημοσιογράφος – δημοκρατικές ελευθερίες τις οποίες, ως γνωστόν, οι ισλαμιστές ενστερνίζονται, τιμούν και σέβονται…
Ο Κάις Σάγιεντ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου στην πανεπιστημιακή του καριέρα και στη μελέτη του συνταγματικού δικαίου, ενώ κατά την περίοδο που την εξουσία κατείχε ο Μπεν Αλι συμμετείχε ενεργά ως διανοούμενος στη δημιουργία μιας κατ’ επίφασιν δημοκρατίας. Μεγάλωσε στους κόλπους οικογένειας της μικροαστικής τάξης, ενώ ένας από τους θείους του υπήρξε ο πρώτος παιδοχειρουργός στην Τυνησία. Γνώρισε την σύζυγό του, την εισαγγελέα Ικράφ Σεμπίλ, όταν σπούδαζαν αμφότεροι στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Σους.
Από το 1999 έως το 2018 διετέλεσε κοσμήτορας της Σχολής Νομικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Καρχηδόνας στην Τύνιδα. Υπήρξε επίσης μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της γενικής γραμματείας του Αραβικού Συνδέσμου την περίοδο 1989-1990, ειδικός συνεργάτης του Αραβικού Ινστιτούτου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από το 1993 έως το 1995 και μέλος της επιτροπής ειδικών που συστάθηκε το 2014 για την αναθεώρηση του συντάγματος της Τυνησίας.
Την επόμενη χρονιά άρχισε να συχνάζει στις πιο γνωστές νεανικές λέσχες των μεγαλύτερων πόλεων της Τυνησίας, όπου εντόπισε τους ακτιβιστές που στη συνέχεια τον συνέδραμαν σημαντικά κατά τη διεξαγωγή της προεκλογικής του εκστρατείας, κατάληξη της οποίας ήταν η ανάληψη της προεδρίας από τον Κάις Σάγιεντ πριν από σχεδόν μία διετία.
Από τότε αποφεύγει να συμπαραταχθεί ανοιχτά με κάποια από τα κύρια κόμματα της Τυνησίας. Ο πολιτικός του λόγος, ωστόσο, εστιάζεται στην πάταξη της κακοδιοίκησης. Αρέσκεται να εμφανίζεται στην τηλεόραση ενώ πίνει τον καφέ του σε κάποιο μπαρ ή καθώς επιβιβάζεται σε ένα αστικό λεωφορείο. Αφ’ ότου εκλέχτηκε στην προεδρία, επέλεξε να μη μετακομίσει στην επίσημη προεδρική κατοικία και εξακολουθεί να μένει στη βίλα του στην περιφέρεια της Τύνιδας. Δεν κρύβει τις συντηρητικές του απόψεις όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, τάσσεται υπέρ της θανατικής ποινής και υποστηρίζει πως «η διάδοση της ομοφυλοφιλίας ενθαρρύνεται από το εξωτερικό».
Το βράδυ της Κυριακής αποφάσισε να αναστείλει τη λειτουργία του κοινοβουλίου για 30 ημέρες και να αναλάβει ο ίδιος την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, υπολογίζοντας κυρίως στη στήριξη των ενόπλων δυνάμεων. Γνωρίζει, ωστόσο, πως ο Μπεν Αλι απώλεσε την εξουσία έπειτα από περισσότερα από είκοσι τρία χρόνια, όταν ο στρατός επέλεξε να συμπαραταχθεί με τους εξεγερμένους.
Την ώρα που υποστηρικτές του μετριοπαθούς και φιλικού στον Ερντογάν
«Επρόκειτο για έναν σφετερισμό
Πάντως το πρώτο που έσπευσε να κάνει ο πρόεδρος της Τυνησίας ήταν να απαγορεύσει μέχρι τις 27 Αυγούστου την κυκλοφορία από τις 7 το απόγευμα έως τις 6 το πρωί, τις μετακινήσεις από πόλη σε πόλη και τις συναθροίσεις άνω των τριών σε δρόμους και πλατείες.