Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ (καθισμένος, αριστερά) και ο Τσόρτσιλ συζητούν τον Αύγουστο του 1941 για τη Χάρτα Ατλαντικού, την περίφημη συμφωνία που, μεταξύ άλλων, επισφράγισε την αγγλοαμερικανική συμμαχία | Print Collector/Getty Images
Θέματα

Οταν ο Τσόρτσιλ κάπνιζε και έπινε γυμνός στον Λευκό Οίκο

Ο χρόνος που πέρασε στις ΗΠΑ ως πρωθυπουργός της Βρετανίας, προσκεκλημένος δύο αμερικανών προέδρων, χρησιμεύει ως μελέτη για το «πώς να παίρνεις αυτό που θέλεις μέσω της διπλωματίας» γράφει ο Economist για τον σημαντικότερο βρετανό πολιτικό του 20ού αιώνα. Αφορμή ένα νέο βιβλίο που αποκαλύπτει άγνωστα περιστατικά
Protagon Team

Ο Oυίνστον Τσόρτσιλ, ογκόλιθος της παγκόσμιας Ιστορίας, συνιστά ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και ερευνητικής προσπάθειας. Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Βρετανίας και «πατέρας της νίκης» κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προκαλεί ακόμα την περιέργεια και ζωηρές συζητήσεις για τον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο επιδιδόταν στο «άθλημα» που γνώριζε μάλλον καλύτερα από κάθε άλλον: αυτό της διεθνούς διπλωματίας.

Οπως αναφέρει ο Economist, o Τσόρτσιλ προκάλεσε μεγάλη εντύπωση ως φιλοξενούμενος δύο προέδρων στον Λευκό Οίκο. «Ορισμένα ζητήματα διπλωματικού πρωτοκόλλου είναι δύσκολα. Αλλα όχι και τόσο. Για παράδειγμα, πρέπει κανείς να συναντήσει έναν αρχηγό κράτους ντυμένο ή γυμνό;» θέτει το ερώτημα το βρετανικό περιοδικό, για να περάσει στην ιστορία και τις μαρτυρίες που παρουσιάζει από το βιβλίο του καθηγητή αμερικανικής Ιστορίας και δημοσιογραφίας Ρόμπερτ Σμουλ «Ο κ. Τσόρτσιλ στον Λευκό Οίκο» (Mr. Churchill in the White House: The Untold Story of a Prime Minister and Two Presidents), το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούλιο.

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ επέλεγε συχνά να χαμογελάει αλλά και να ξεγυμνώνεται, σημειώνει ο Economist. Ο επικεφαλής της εθιμοτυπίας του Λευκού Οίκου θυμόταν ότι «στο δωμάτιό του ο Τσόρτσιλ δεν φορούσε καθόλου ρούχα τις περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας».

Ο σωματοφύλακας του Τσόρτσιλ έχει αναφέρει πως ο αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ χτύπησε την πόρτα της σουίτας του πρωθυπουργού κατά την πρώτη επίσκεψη του Τσόρτσιλ στον Λευκό Οίκο τον Δεκέμβριο του 1941, για να διαπιστώσει ότι «ήταν εντελώς γυμνός, με ένα ποτό στο ένα χέρι και ένα πούρο στο άλλο». Ο Ρούσβελτ, φανερά ταραγμένος, προσφέρθηκε να αποχωρήσει, αλλά ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε: «Βλέπετε, κύριε πρόεδρε, δεν έχω τίποτα να κρύψω». Στη συνέχεια οι δυο ηγέτες συνομίλησαν επί μία ώρα…

Η βρετανική επιθεώρηση θυμίζει ότι ο Τσόρτσιλ έμεινε στον Λευκό Οίκο τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια των τριών θητειών του Ρούσβελτ (μαζί με άλλες τέσσερις επισκέψεις στο Χάιντ Παρκ, το καταφύγιο του Ρούσβελτ στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης) και μία φορά επί προεδρίας του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος και ο κόπος ενός μεγάλου θαλάσσιου ταξιδιού, οι επισκέψεις του ήταν συχνά παρατεταμένες – η πρώτη διήρκεσε από τις 22 Δεκεμβρίου 1941 έως τις 14 Ιανουαρίου 1942. Είναι αμφίβολο αν κάποιος ξένος ηγέτης πέρασε έκτοτε περισσότερο χρόνο ως φιλοξενούμενος στον Λευκό Οίκο.

Ο Τσόρτσιλ έμενε σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «υπνοδωμάτιο της βασίλισσας». Δεν ήταν ο ευκολότερος φιλοξενούμενος, καθώς είχε περίεργα ωράρια, εργαζόταν και μιλούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η Ελινορ Ρούσβελτ είχε πει ότι ο σύζυγός της «χρειαζόταν πάντα  αρκετές ημέρες για να προλάβει να κοιμηθεί μετά την αναχώρηση του κ. Τσόρτσιλ». Περπατώντας ξυπόλητος στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου με το «κοστούμι της σειρήνας» (μια φόρμα που άρχισε να φοράει κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών στο Λονδίνο), ο Τσόρτσιλ κέρδισε τον θαυμασμό του προσωπικού του Λευκού Οίκου για την τεράστια όρεξή του. Ενας αξιωματικός της Μυστικής Υπηρεσίας δήλωσε ότι «κατανάλωνε κονιάκ και ουίσκι με χάρη και ενθουσιασμό που μας άφηνε όλους με το στόμα ανοιχτό από δέος».

Ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ λειτουργούσαν διαφορετικά, αναφέρει πάντως ο Economist: ο αμερικανός πρόεδρος ήταν προσεκτικός, συγκρατημένος και επιφυλακτικός, ενώ ο βρετανός πρωθυπουργός ήταν διαχυτικός, επιβλητικός, και είχε πολύ μεγαλύτερη εμπειρία σε στρατιωτικές υποθέσεις. Παρ’ όλα αυτά οι συναντήσεις τους ήταν παραγωγικές. Η δεύτερη, μετά τη συντριπτική ήττα στο Τομπρούκ (από τους Γερμανούς στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο), αφορούσε τις μελλοντικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη και η τρίτη την απόβαση στη Νορμανδία.

O Τσόρτσιλ (δεξιά) με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Νουάιτ Αϊζενχάουερ τον Δεκέμβριο του 1953 στη νήσο Βερμούδα (KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho via Getty Images)

Η τέταρτη επίσκεψη και συνάντηση με τον Ρούσβελτ ήταν σύντομη και διήρκεσε μόλις 32 ώρες. Ο Ρούσβελτ είχε παραγκωνίσει –και τουλάχιστον μία φορά ειρωνεύτηκε ανοιχτά– τον Τσόρτσιλ, σε μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά στον Ιωσήφ Στάλιν. Η τελευταία επίσκεψη του Τσόρτσιλ, επί Αϊζενχάουερ, είχε μια πένθιμη χροιά. Είχε αρχίσει να φαίνεται η ηλικία του, ενώ τόσο η Βρετανική Αυτοκρατορία όσο και η θέση της Βρετανίας στον κόσμο είχαν υποχωρήσει σημαντικά.

Ο Τσόρτσιλ προσπάθησε, αλλά απέτυχε, να οργανώσει μια σύνοδο κορυφής μεταξύ του ίδιου, του αμερικανού προέδρου και του Στάλιν. Παρά τον σεβασμό του Αϊζενχάουερ για τον Τσόρτσιλ, ήταν πια για εκείνον άνθρωπος του χθες. Ωστόσο εξακολουθούσε να διαθέτει τον προσωπικό μαγνητισμό του.

Σύμφωνα με τον Economist, το βιβλίο του Σμουλ είναι μια μελέτη περίπτωσης για την έξυπνη αξιοποίηση των soft skills στην πολιτική, δηλαδή τον συνδυασμό των διαπροσωπικών ικανοτήτων επικοινωνίας, της συναισθηματικής νοημοσύνης, της προσέγγισης για τη ζωή και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του. Ο Τσόρσιλ διέθετε απ’ όλα και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό.

«Ο Τσόρτσιλ ήξερε πότε να πιέζει και πότε να κολακεύει, πότε να ηγείται και πότε να ακολουθεί (ή τουλάχιστον να δίνει την εντύπωση ότι ακολουθεί), πώς να γοητεύει και πώς να εμπνέει. Γνώριζε επίσης την αξία της καλής δημοσιότητας: ό,τι κι αν αισθανόταν στην πραγματικότητα για τον Ρούσβελτ και τον Αϊζενχάουερ, τον βόλευε να πιστεύει ο κόσμος πως ήταν πολύ καλοί φίλοι, οπότε αυτή την ιστορία που διατυμπάνιζε στον Τύπο και στο κοινό» σχολιάζει ο Economist.

Η συγκεκριμένη μέθοδος όχι μόνο κρατούσε τους προέδρους στο πλευρό του και εξασφάλιζε ότι ο ίδιος παρέμενε ενήμερος, αλλά έκανε επίσης «τον παχουλό ανθρωπάκο με το χοντρό μαύρο πούρο», όπως τον περιέγραψε μια εφημερίδα, βαθιά δημοφιλή σε όλη την Αμερική.

Η δημοτικότητα είχε διάρκεια: Αμερικανοί ιστορικοί όπως ο Σμουλ εξακολουθούν να γράφουν βιβλία γι’ αυτόν, σχεδόν 80 χρόνια μετά την τελευταία του επίσκεψη στον Λευκό Οίκο.