«Ποιος είναι ο Γιάννης Τσεκλένης;» με ρώτησε με απορία 25χρονη. Αυτό είναι το δράμα μας. Διδασκόμαστε μια μούφα «μεγάλη» ιστορία και, συγχρόνως, δεν έχουμε πια χρόνο –έτσι που κυνηγάμε τον χρόνο– να μεταφέρουμε ούτε καν τη μικροϊστορία του τόπου μας.
Ακου λοιπόν. Θα σε πάω μια βόλτα στη δεκαετία του ’70. Θα την πιάσουμε από την αρχή της. Ηταν μια εποχή, που για να ψωνίσεις έπρεπε να κατεβείς στην Ερμού και μόνο. Και που το Κολωνάκι, είχε κυρίως γραφεία γιατρών. Μάλλον, για να ακριβολογήσω, είχε γιατρούς, που με το που πατούσαν τον «τόπο» του, αναβαθμίζονταν αυτόματα σε «εξαιρετικός γιατρός! Να φανταστείς έχει γραφείο στο Κολωνάκι».
Τα μαγαζιά – μπουτίκ θα έκαναν αργότερα, δειλά-δειλά την εμφάνισή τους. Τον τομέα της ένδυσης τον είχαν οι μοδίστρες. Που για να βρεις «μέρα», έπρεπε να περιμένεις με καρτερία τη σειρά σου. Κι έρχονταν στα σπίτια με τη γαζωτική τους μηχανή, Singer οπωσδήποτε, και οι γυναίκες τούς έδειχναν, στα φιγουρίνια τύπου Burda, το σχέδιο που ονειρευόντουσαν να τους ράψει. Εμένα, οι μοδίστρες με φόβιζαν. Γιατί στερέωναν στο στόμα τους καρφίτσες για την πρόβα και έτρεμα, ότι θα τις καταπιούν. Από την άλλη υπήρχαν οι Οίκοι Υψηλής Ραπτικής. Του Γιάννη Βούρου, που ραβόταν η μαμά μου, του Μαυρόπουλου, της Παπαστεφάνου, της Ζορζέτ, της Τσαμαδού, των Ευαγγελίδη-Κουρτίδη κ.λπ., που οι γυναίκες επισκέπτονταν για να ράψουν τις μάξι «τουαλέτες» τους, ήτοι τα «καλά τους» για δεξιώσεις και χορούς, που βέβαια σετάρονταν με κότσο πολλών επιπέδων και ωρών κτισίματος στα κομμωτήρια της εποχής με κάσκα και βεντάλια «Βρε Σούλα, με τσουρούφλισες!». Αλλά οι Οίκοι αυτοί, στην ουσία αντέγραφαν τους Διεθνείς στις επιταγές της μόδας, όπως έρχονταν απ’ έξω. Το «απ’ έξω» είχε απόσταση από δω ως το φεγγάρι.
Κι εμφανίζεται ο Γιάννης Τσεκλένης. Πότε; Το 1965. Και το 1970 μεταφέρει σε υφάσματα θέματα από ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία. Σε απολύτως μινιμαλιστικά σχέδια ρούχων. Ανάλαφρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Και το 1974 εμπνέεται από πίνακα του Piero Aversa.
Και αργότερα μεταφέρει σε μαντήλια σχέδια του ζωγράφου Γιάννη Γαΐτη. Νιώθεις τι σημαίνει πρωτοπορία; Τι σημαίνει εμπνευσμένοι άνθρωποι μιας άλλης, δημιουργικής Ελλάδας; Είχαμε και εργοστάσια τότε. Εσκιζε η κλωστοϋφαντουργία και η πλεκτοβιομηχανία. Βόμβυξ, Πειραϊκή Πατραϊκή, Αιγαίον, Χρυσαλίδα. Βγάζαμε μετάξι στον Έβρο ποσότητας 3.500 τόνων. Παρήγαμε το 60% του βαμβακιού στην Ευρώπη. Κατείχαμε τη 12η θέση ως εξαγωγική δύναμη στον κόσμο. Υπήρξαμε το μεγαλύτερο υπεργολαβικό εργαστήρι υφασμάτων και ραφής στην Ευρώπη.
Ο Γιάννης Τσεκλένης όμως, ήταν ο πρώτος και από τους ελάχιστους, για να μην σου πω ο μόνος, που είχε καταλάβει, ότι το θέμα ήταν να κτίσουμε ελληνικό branding, ένα δυνατό «Made in Greece», όχι να γίνουμε φασονατζήδες. Οπως ήταν τότε δυνατό το «Made in France» και όπως οργάνωναν ήδη οι Ιταλοί ένα «Made in Italy». Γιατί διαισθανόταν σοφά, ότι η κλωστοϋφαντουργία, χωρίς το δυνατό «branding», δεν θα πατούσε σταθερά στα πόδια της. Καθώς οι τιμές παίζουν παιχνίδια άσχημα και ο κόσμος της αγοράς αναζητάει αενάως φθηνότερες και φθηνότερες τιμές παραγωγής. Εμείς δυστυχώς, ως χώρα, πήραμε ανέκαθεν τον εύκολο δρόμο, του να «βρέχουμε» δάνεια αδιακρίτως άρα και να βάζουμε το μέλι στο στόμα του επιχειρηματία, να «διορίζουμε» εργάτες σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να προσεταιριζόμαστε επιχειρηματίες, να ποτίζουμε συνδικαλισμούς, να μην στήνουμε στρατηγικές με γνώμονα το «αύριο», δηλαδή προτιμούμε να κτίζουμε «στον αέρα».
Ο Γιάννης Τσεκλένης είχε και έχει (αυτά δεν χάνονται ποτέ) μια κοσμοπολίτικη ματιά άρχοντα. Εκ γενετής οραματιστής, επιχειρηματίας-καλλιτέχνης, πολύπλευρος. «Αναγεννησιακός άνθρωπος». Ετρεχε σε αγώνες αυτοκινήτων, έκανε ιστιοπλοΐα, υπήρξε διαφημιστής (όταν σχεδόν δεν «υπήρχε» διαφήμιση). Μέχρι που μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση υφασμάτων, στο κέντρο της Αθήνας. Και αμέσως αποφάσισε τη σχεδίαση δικών του υφασμάτων. Με χρώματα, όπως το μαύρο των αμφορέων, το μπλε του Αιγαίου, το πορτοκαλί της Μινωικής Κρήτης, το Διονυσιακό κόκκινο, σε παραστάσεις από αρχαιοελληνικούς αμφορείς. Μέσα σε πέντε χρόνια, αρχής γενομένης του 1970, στα 30 του χρόνια, είχε κατορθώσει να κάνει τη φίρμα «Tseklenis» συνώνυμη μιας ελληνικής μόδας που τραβούσε την προσοχή και κέρδιζε τα διθυραμβικά σχόλια των γκουρού των ξένων αγορών. Αναφορές και εξώφυλλα σε περιοδικά όπως Vogue, Vanity Fair, Elle, εφημερίδες όπως Washington Post και μοτίβα υφασμάτων που μπήκαν στις βιτρίνες του Μουσείου Victoria & Albert του Λονδίνο. Ο σχεδιασμός στα ρούχα του ακολουθούσε τη σοφία τού«η μόδα πρέπει να υπαινίσσεται και όχι ν’ απογυμνώνει». Ενας ευφυής, χαμηλών τόνων, σεμνός, πολύ γοητευτικός άνδρας που είχε δίπλα του την Εφη Μελά. Καλλονή της εποχής. Με μια ιδιαίτερη, εξίσου «μπροστά από την εποχή της» ομορφιά. Η Μελά ήταν μανεκέν. Πόσα μανεκέν είχε τότε η Ελλάδα; Κι όπου εμφανίζονταν μαζί, όλοι σχολίαζαν με θαυμασμό «τι ζευγάρι!».
Επειδή, αγαπητοί, νεότεροι αναγνώστες, γνωρίσατε τον κόσμο της μόδας των επόμενων δεκαετιών, και δη του Χρηματιστηρίου, κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι ήταν μορφωμένος άνθρωπος, που μιλούσε σωστά ελληνικά και είχε σημασία ο λόγος του καθώς μπορούσε να σταθεί ως ισότιμος, απέναντι σε διεθνείς προσωπικότητες. Είχε και έχει πάθος με την ελληνικότητα. Δεν ήταν ανεμοδαρμένη, εαυτό-δοξασμένη, χαζοχαρούμενη πεταλουδίτσα που πέταγε βατράχους και μαργαριτάρια στις κουβέντες του, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, αν και τενεκές ξεγάνωτος… Για να συνεννοούμαστε.
Ο Γιάννης Τσεκλένης έδωσε τα φώτα του σχεδιάζοντας, από τις στολές της Ολυμπιακής, διαδεχόμενος τον Pierre Cardin, μέχρι ποδιές μαθητών για το σχολείο, εγχείρημα όμως που του πρόσθεσε βάσανα στα βάσανα όταν ήρθε η κατάργηση των στολών κι έμεινε εκκρεμής μ’ ένα τεράστιο στοκ. Τις στολές αγοράζαμε από το Μινιόν, βέβαια! Και μετά; Μετά, αυτά που φώναζε, ως Κασσάνδρα, έγιναν. Συνοπτικά. Οι «αγορές» στράφηκαν σε άλλες αγορές φθηνότερες, για να ράβουν τα ρούχα. Και η κλωστοϋφαντουργία μας έχασε το παιχνίδι, πνιγμένη σε δάνεια. Τα εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο και ο Γιάννης Τσεκλένης βρέθηκε με χρέη να βαρύνουν και τη δική του παραγωγική μονάδα. Και σ’ όλα αυτά προστέθηκε και μια αρρώστια. Καρ-κί-νος. Γιατί το λέω έτσι διακεκομμένα; Για να εμπεδώσουμε τη λέξη. Γιατί και σ’ αυτό ήταν μπροστά, με κάποιο τρόπο. Καθώς τον καρκίνο μέχρι π.Τ (προ Τσεκλένη) τον ονομάζαμε «επάρατος νόσος», «ο έξω από δω», «η παλιαρρώστια». Εκείνος δεν καταδέχτηκε τέτοιες μεταποιήσεις. Καρκίνος. Το deal της μοίρας του, έλεγε «Μου δίνεις το αριστερό σου χέρι, σου αφήνω τη ζωή σου». Μα ήταν πάντα, τόση η ζωτικότητά του και τόσα τα όνειρά του, παρόλες τις πολλές δύσκολες στιγμές που του ήρθαν, ακόμα και της αναγκαστικής σχεδόν μετοίκησής του στην Αμερική για χρόνια, που ποτέ δεν στέκεται η ματιά σου στο χέρι που του λείπει.
Ο Γιάννης Τσεκλένης είναι, ναι αυτό είναι, αυτό δηλαδή σκέφτηκα ενώ μελετούσα το βλέμμα του στην έκθεση που τον συνάντησα. Είναι ένας survivor πριν από το Survivor. Οπως διαχρονικά, μόνο για survivor είναι η έννοια «Επιχειρηματικότητα εν Ελλάδι». Μετά την επιστροφή του από την Αμερική αφοσιώθηκε στον σχεδιασμό. Από τους συρμούς του ΟΣΕ, των τρόλεϊ, μέχρι τον εσωτερικό σχεδιασμό τεσσάρων μοντέλων της Fiat και το 1988 τον εσωτερικό σχεδιασμό αεροσκαφών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Μέχρι προσφάτως οικιστικά σύνολα σε Μύκονο και Τήνο και ξενοδοχειακές μικρές μονάδες στη Σαντορίνη. Πάντα με στίγμα αισθητικής τη λιτότητα, τον ελληνικό γνήσιο μινιμαλισμό, πριν από το κίνημα του μινιμαλισμού. Εν ολίγοις, έζησε όλη τη διαδρομή της χώρας μας μέχρι την ολοσχερή αποβιομηχάνισή της και έδωσε σ’ όλα τα στάδια τον προσωπικό του αγώνα.
Ποιες κινήσεις σας αναγνωρίζετε ως λάθη κοιτάζοντας τη διαδρομή σας, τώρα πια;
«Δύο λάθη θα μπορούσα να καταθέσω, μπορεί και τρία. Το πρώτο, την ώρα που χαλούσα κόσμο στον παγκόσμιο χώρο της μόδας, μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία, μου πρότεινε να με εξαγοράσει. Και δεν το έκανα γιατί είχα την τρέλα να δουλέψω από την Ελλάδα για τον κόσμο. Πιθανολογώ ότι θα ήμουν, ότι έγινε με μεγάλα ονόματα, όπως ας πούμε του Κριστιάν Λακρουά. Που ίσως δεν θα είχαμε καν ακούσει το όνομα του, αν δεν υπήρχε ο Μπερνάρ Αρνό, αφού είχε αγοράσει τον Ντιόρ, αφού είχε προσλάβει τον Φερέ και τον έκανε Πάπα της μόδας στο Παρίσι… Κι ας είχε αρχικά το εγχείρημα εκατομμύρια δολάρια ζημιές. Εβλεπαν μακριά. Μόνο ένας εμπνευσμένος έλληνας επιχειρηματίας, ο Γεωργακάς του Μινιόν, τόλμησε κάτι αντίστοιχο μαζί μου. Ολοι οι άλλοι, ήταν τα κλασικά αρπακτικά όντα, τα οποία δεν κατάλαβαν ποτέ ότι έπρεπε να είχαμε κάνει μεικτές επιχειρήσεις. Χρεώνω στον εαυτό μου, ως μεγάλο λάθος ότι αρνήθηκα, γιατί θεώρησα το ποσόν μικρομεσαίο και εν τέλει, δεν είδα πιο μακριά, τα οφέλη που θα προκύπτανε. Το δεύτερο λάθος, το κάνω έξι χρόνια μετά, όταν αφού χειρουργήθηκα για το πρόβλημα της υγείας μου και στην Ελλάδα μού έκλεισαν αυτόματα τις “βάνες” στα πάντα, εγώ τότε πήγα στην Αμερική αλλά ένοιωθα σαν το ψάρι έξω από το νερό… Αν και επισκεπτόμουν την Αμερική δέκα φορές τον χρόνο, αν και είχα σόου ρουμ εκεί, όπως και στην Οζάκα. Πλέον πήγα στην Αμερική για να επιβιώσω, με 3.000 δολάρια όλα κι όλα στην τσέπη μου. Και ο Γεωργακάς, συναισθανόμενος τον καημό μου για την πατρίδα μου, επέμενε να επανέλθω και προσπάθησε να βρει τρόπους να με βοηθήσει να αποπληρώσω τα χρέη μου. Κι εγώ επέστρεψα. Το λέω λάθος – πάθος. Καθώς είχα νοσταλγία για τη χώρα μου, την Ελλάδα. Ηθελα να επιστρέψω».
Στην Αμερική δραπετεύσατε;
«Μα, εν τη απουσία 17 μηνών, έφαγα 170 μήνες φυλακή. Χειρότερα από τον Κοσκωτά δηλαδή και με ταχύτητα ψηφιακή. Κι ενώ πάτησα τα πόδια μου στην Αμερική και τα κατάφερα, επέστρεψα στην “ερωμένη”. Ο,τι είπε ο Σεφέρης. Δεν τα πήραμε τζάμπα τα βραβεία, κυρία Βιτάλη. Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει κι όταν επιστρέψω με εξοντώνει. “Λάθος – πάθος”. Το τρίτο λάθος είναι, ότι η υπερβολική αισιοδοξία και η τόλμη των νεανικών μου χρόνων με κατηύθυνε να αναπτυχθώ χωρίς όμως να αναπτύξω κεφαλαιακές υποδομές. Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Αλλωστε, όλες οι μεγάλες επιτυχίες στον κόσμο έγιναν από ανθρώπους χωρίς κεφάλαια. Είναι όμως, όπως και να το δεις λάθος, ιδιαιτέρα στην Ελλάδα, γιατί είχες ένα τραπεζικό σύστημα που δεν κοίταζε την επιτυχία, κοιτούσε μόνο πώς να σε απομυζά. Με το που ζητούσες λοιπόν δανεισμό, πάνω στις μικρές σου επιτυχίες, σου έβγαζε το ξίγκι… 30% επιτόκιο! Τρομερά πράγματα!»
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη διαδρομή της ζωής σας με μια λέξη;
«Με όλα τα δύσκολα, πολύ ευχάριστη. Κι είχα τη χαρά, ότι πάντα έκανα αυτό που μου άρεσε. Και συνεχίζω»…
ΥΓ. 30 Ιανουαρίου 2020. Ο Γιάννης Τσεκλενης δεν είναι πια κοντά μας αλλά ανασύραμε τη συνέντευξη του από το αρχείο μας σαν ένα δικό μας αντίο σε έναν φίνο, κύριο, μαγευτικό άνθρωπο.