Το «περιστατικό» στην Πολωνία κατέδειξε ότι, παρά τη σοβαρότητα και την επικινδυνότητα της σύρραξης στην Ουκρανία, υπάρχει ένα «φρένο έκτακτης ανάγκης». Η Ευρώπη και όλος ο κόσμος έζησαν μια νύχτα φόβου. Αλλά η εξακρίβωση των γεγονότων υπήρξε ταχεία, η υπόθεση ότι επρόκειτο για ρωσική επίθεση εναντίον χώρας του ΝΑΤΟ σύντομα διαψεύστηκε και, το κυριότερο, δεν αποτέλεσε αφορμή για άμεση επιβολή αντιποίνων με άκρως απρόβλεπτες και επικίνδυνες συνέπειες, παρά τις αρχικές πιέσεις των χωρών που απειλούνται περισσότερο από τη ρωσική επιθετικότητα, δηλαδή της Ουκρανίας και της Πολωνίας.
Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι ο κίνδυνος μιας κλιμάκωσης του πολέμου λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, αλλά και πως επί του παρόντος είναι υπό έλεγχο. Η άμεση και επιτυχής αντιμετώπιση της κρίσης μεταδίδει τρία θετικά μηνύματα, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Αντόνιο Πολίτο της Corriere della Sera.
Το πρώτο αφορά τη σύνεση και το αίσθημα ευθύνης της αμερικανικής κυβέρνησης. Ούτε ο πρόεδρος Μπάιντεν, ούτε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν, ούτε ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν επιθυμούν να σύρουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία. Ούτε μια αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα φαίνεται να τους απασχολεί (τουλάχιστον στην παρούσα φάση). «Με λίγα λόγια, δεν πρόκειται για μία “αυτοκρατορική” κυβέρνηση, αντιθέτως είναι αυτή που αποσύρθηκε από το Αφγανιστάν», υπενθυμίζει ο ιταλός σχολιαστής.
Μπορεί η χαοτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν να έδωσε στον Πούτιν την εντύπωση ότι το ΝΑΤΟ ήταν όντως παρωχημένο και εξασθενημένο, αλλά πλέον κανείς δεν αμφιβάλλει για την αποφασιστικότητα του Τζο Μπάιντεν να παραμένει προσηλωμένος στους όποιους στόχους του. Οπότε, το θετικό για τον αμερικανό πρόεδρο αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών είναι μια θετική εξέλιξη και για την Ευρώπη, καθώς «εδραίωσε μια μη απομονωτική προεδρία, έτοιμη να επωμίζεται τις ευθύνες της ως ηγέτιδα της Δύσης, δίχως να κατατρύχεται από ρεβανσιστικές προθέσεις», συνοψίζει ο Αντόνιο Πολίτο.
Επιπροσθέτως, οι διακριτικές αλλά συνεχείς αμερικανικές υποδείξεις προς το Κίεβο περί της ανάγκης να αρχίσει να γίνεται λόγος για κάποιας μορφής διαπραγματεύσεις, ανάγκασαν τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να παρέμβει στο G20, παρουσιάζοντας, για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου, ένα σχέδιο για την ειρήνη στην Ουκρανία. Μπορεί οι δέκα όροι που έθεσε ο ουκρανός πρόεδρος να απορρίφθηκαν αμέσως από τη Ρωσία ως απαράδεκτοι, αλλά η πρότασή του αποτέλεσε μια διαπραγματευτική προσφορά, μια ένδειξη ότι η έκβαση του πολέμου δεν θα κριθεί αποκλειστικά με τα όπλα.
Ο δημοσιογράφος της Corriere αναγνωρίζει, φυσικά, πως κανένας δεν μπορεί να απαιτήσει από τους Ουκρανούς, μετά από όλα όσα έχουν υποστεί έως σήμερα, να αποδεχτούν τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας τους και τη μετατροπή της σε υποτελές κράτος, όπως επεδίωκε αρχικά η ίδια η Μόσχα. Και όσο συνεχίζεται η ρωσική επιθετικότητα (την Πέμπτη η Ρωσία εξαπέλυσε νέα πυραυλική επίθεση κατά της Ουκρανίας), «η ειρήνη αναπόφευκτα θα εξαρτάται από τον πόλεμο, από τις επιχειρήσεις στο πεδίο, από τα σύνορα που καθορίζονται από τις προελάσεις και τις υποχωρήσεις των στρατευμάτων», εξηγεί ο Πολίτο.
«Οι Ουκρανοί μάχονται για τους ίδιους τους εαυτούς τους, όχι δι’ αντιπροσώπων, ούτε για λογαριασμό τρίτων. Το να προσποιούμαστε ότι αγνοούμε αυτή την αλήθεια εξυπηρετεί μόνο την προπαγάνδα του Κρεμλίνου, το οποίο, έχοντας μετατρέψει την Ουκρανία σε έρημο, τώρα θα ήθελε να μετατρέψει (την καταστροφή) σε ειρήνη», προσθέτει εύστοχα.
Το δεύτερο θετικό μήνυμα είναι ότι μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας υφίσταται πλέον μια «ρήτρα περιορισμού» της στρατιωτικής κλιμάκωσης. Κατά την πρώτη φάση της σύρραξης η κατάσταση ήταν πολύ πιο διαφορετική (και επικίνδυνη), καθώς δεν υπήρχε κανένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο πρωτευουσών και οι δύο κυβερνήσεις βάσιζαν τις εκτιμήσεις τους μόνο στις πληροφορίες των μυστικών τους υπηρεσιών.
Πλέον, ωστόσο, οι δύο πλευρές βρίσκονται σε επαφή και το γεγονός έχει επιβεβαιωθεί και επισήμως. «Σαν να ενεργοποιήθηκε ένα παλιό “ψυχροπολεμικό” αντανακλαστικό, που εδράζεται σε μια λογική αμοιβαίας αποτροπής», γράφει ο Αντόνιο Πολίτο. Αυτό σημαίνει ότι και στη Μόσχα, παρά τις ιαχές των πολλών γερακιών, γνωρίζουν όλοι τους κινδύνους μιας κλιμάκωσης του πολέμου που κήρυξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν, δίχως μάλιστα να διαθέτει, όπως αποδεικνύεται στο πεδίο, στρατιωτικές δυνάμεις ικανές να αντεπεξέλθουν στην αποστολή τους.
Ιδιαίτερα θετικό για τη Δύση είναι και το γεγονός πως, συμβαίνοντας εν μέσω του G20, μιας εκ των πιο σημαντικών διεθνών συνόδων, το «περιστατικό» στην Πολωνία απέδειξε ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη μπορούν να διαδραματίσουν διαμεσολαβητικό και εξισορροπητικό ρόλο.
Το πιο σημαντικό, όμως, όσον αφορά τη σύνοδο στο Μπαλί της Ινδονησίας, είναι ότι αποτράπηκε ο κίνδυνος μιας ολοένα εντεινόμενης αντιπαράθεσης μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου: η πολύωρη συνάντηση του Σι Τζινπίνγκ με τον Τζο Μπάιντεν, η κοινή προειδοποίηση για τον κίνδυνο χρήσης πυρηνικών όπλων, η αντίθεση στον πόλεμο, που εκφράστηκε με τη συμπερίληψη και της Ινδίας στο τελικό κείμενο, η απουσία του Πούτιν και ο περιθωριακός ρόλος που διαδραμάτισε ο απεσταλμένος του, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, «αφηγούνται την ιστορία δυνάμεων που είναι πολύ αφοσιωμένες στην πρόκληση της ανάπτυξης και της ευημερίας, για να ενδιαφέρονται για μια παρτίδα Risk», καταλήγει ο ιταλός δημοσιογράφος, αναφερόμενος στο πασίγνωστο επιτραπέζιο παιχνίδι στρατηγικής, σύγκρουσης και κατάκτησης.