Οι τρεις πρωταγωνιστές του «Κονκλάβιου» (από αριστερά, Λίθγκοου, Φάινς και Τούτσι) μαζί με τη συμπρωταγωνίστριά τους Ιζαμπέλα Ροσελίνι | Focus Features
Θέματα

Τρεις ηθοποιοί συζητούν για θρησκεία και πολιτική

Οι Ρέιφ Φάινς, Τζον Λίθγκοου και Στάνλεϊ Τούτσι, πρωταγωνιστές της ταινίας «Κονκλάβιο», ένα από τα φαβορί για τα επερχόμενα βραβεία Οσκαρ, συνομίλησαν από κοινού με δημοσιογράφο του Guardian για τη ζωή, τη φήμη, την αμαρτία και τον Ντόναλντ Τραμπ. Το αποτέλεσμα είναι αποκαλυπτικό
Protagon Team

Θρησκεία, θάνατος, μανιώδες άτμισμα… Η ταινία «Κονκλάβιο», φαβορί για τα Οσκαρ του 2025, τα περιλαμβάνει όλα. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Χάρις, σε σενάριο του Πίτερ Στρον (δημιουργού της αριστουργηματικής τηλεοπτικής σειράς «Wolf Hall») και σε σκηνοθεσία του Εντουαρντ Μπέργκερ (από το οσκαρικό «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»), είναι ένα υπαρξιακό δράμα που έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές.

Ο Ρέιφ Φάινς πρωταγωνιστεί ως καρδινάλιος Λόρενς, ο οποίος, μετά τον ξαφνικό θάνατο του πάπα, πρέπει να ξεπεράσει τις θρησκευτικές αμφιβολίες του για να κερδίσει την ψήφο των 113 καρδιναλίων που εκλέγουν τον ποντίφικα στο Βατικανό. Ανάμεσά τους ο ευγενικός προοδευτικός Μπελίνι (Στάνλεϊ Τούτσι) και ο απαλός παραδοσιακός Τρέμπλεϊ (Τζον Λίθγκοου). Και οι δύο έχουν μυστικά που μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία εκλογής του νέου πάπα.

Η ταινία γυρίστηκε στη Ρώμη πριν από 20 μήνες – χρόνος αντίστοιχος με εκείνον που χρειάστηκε ώστε οι τρεις εξαιρετικοί πρωταγωνιστές να συντονίσουν το βεβαρυμένο επαγγελματικό τους πρόγραμμα για να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της δημοσιογράφου του Guardian, Κάθριν Σορντ να συζητήσουν μέσω τηλεδιάσκεψης για τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία, αλλά και για την επικαιρότητα.

Περί πίστης και Καθολικής Εκκλησίας

Στην ερώτησή της αν κάποιος εκ των τριών ανανέωσε την πίστη του ή την απαρνήθηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Λίθγκοου λέει ότι ευρισκόμενος στη Ρώμη με την αναγεννησιακή της τέχνη, η εμπειρία του υπήρξε βαθιά πνευματική και χριστιανική. Ο Τούτσι αποκαλύπτει ότι έζησε για έναν χρόνο στη Φλωρεντία και μεγάλωσε ως καθολικός, αλλά σύντομα απαρνήθηκε την Εκκλησία και τους μύθους της θρησκείας.

Από την άλλη, η επιστροφή του στη γενέτειρά του τού προκάλεσε συγκίνηση, κυρίως λόγω των έργων τέχνης που συνάντησε ξανά στις εκκλησίες τις οποίες επισκέφθηκε – χωρίς αυτό να επηρεάσει τις απόψεις του για τη θρησκεία. Αλλά και ο Βρετανός Φάινς μεγάλωσε σε βαθιά καθολικό περιβάλλον, όπου πολλοί συγγενείς του ήταν ιερείς και θεολόγοι. Στα 13 του έκανε την επανάστασή του, αρνούμενος να πάει στην εκκλησία.

Δηλώνει μη θρησκευόμενος, αλλά με μια μόνιμη, βαθιά περιέργεια σχετικά με τα μυστικά της πίστης και τη σχέση της θρησκείας με την τέχνη. Πρόσφατα επισκέφθηκε ένα μουσείο θρησκευτικών εικονογραφιών στη Θεσσαλονίκη και συγκινήθηκε. Ο Φάινς συναρπάζεται από τη γενικότερη ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν σε κάτι άυλο, ενάντια στα δεδομένα της λογικής και της επιστήμης.

Στην ερώτηση «γιατί οι άνθρωποι έλκονται από την πίστη», ο Φάινς καταδεικνύει το ακατάστατο και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και την ανάγκη για μια αίσθηση συνοχής και μια σειρά ηθικών κανόνων. Πιστεύει ότι, από τη μία, η θρησκεία προσφέρει μια αίσθηση τάξης, αλλά από την άλλη, έχοντας επισκεφθεί κοινότητες ιθαγενών στον Καναδά, έχει παρατηρήσει τις τραυματικές επιπτώσεις που επέφερε η έλευση του χριστιανισμού σε αυτές.

Ο Τούτσι εστιάζει στην αίσθηση της συντροφικότητας και της κοινότητας που επιφέρει η οργανωμένη θρησκεία, και επισημαίνει ότι η δημιουργία της ιδέας του Θεού προέρχεται από την ανάγκη των ανθρώπων να καταπολεμήσουν τις φοβίες τους για τον θάνατο και για το χάος που επικρατεί στον κόσμο. Η θρησκεία, λέει, δημιουργεί τάξη εκεί που υπάρχει χάος – όπως ακριβώς και η τέχνη. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τοποθετεί την πίστη του στη δύναμη της τέχνης.

Ο Λίθγκοου συμφωνεί με τους δύο συναδέλφους του και επαινεί το σενάριο του «Κονκλαβίου» ως μια εξαιρετική αφήγηση ενός γεγονότος που συνδυάζει τόσο θρησκευτικές όσο και πολιτικές διαστάσεις. Επισημαίνει πως, παρότι το κονκλάβιο των καρδιναλίων αποτελείται από ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη χριστιανική πίστη, όταν έρχεται η ώρα της ψηφοφορίας βγάζουν στην επιφάνεια τις ζήλιες και τις προσωπικές φιλοδοξίες τους.

Η πολιτική στη θρησκεία και η θρησκεία στην πολιτική

Η Σορντ τους ρωτάει αν οι διαδικασίες εκλογής πάπα από το κονκλάβιο εμπεριέχουν μια μορφή εθισμού στις πολιτικές προεκλογικές καμπάνιες της εποχής μας. Ο Λίθγκοου απαντά ότι είναι αναπόφευκτο κάθε φιλόδοξος θρησκευτικός ηγέτης να έχει χαρακτηριστικά πολιτικού. Θυμίζει στη δημοσιογράφο του Guardian ότι την εποχή των γυρισμάτων της ταινίας διαδραματιζόταν το πολιτικό δράμα της εκλογής του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ.

Χρειάστηκαν 15 διαδοχικές ψηφοφορίες για την εκλογή του Ρεπουμπλικανού Κέβιν Μακάρθι στην προεδρία της Βουλής, και αυτό, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λίθγκοου, ήταν ακριβώς το σενάριο της ταινίας τους. Από την άλλη, επισημαίνει τις μη συντηρητικές και φιλελεύθερες παραδόσεις του Χόλιγουντ, τις οποίες ο ίδιος ασπάζεται, μέσω ιδεαλιστικών ταινιών όπως το κλασικό «Ο κ. Σμιθ Πάει στην Ουάσινγκτον» –  παραδόσεις που ακολουθεί και το σενάριο του «Κονκλάβιου».

Ο Ρέιφ Φάινς στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λονδίνου, στην πρεμιέρα της ταινίας «Κονκλάβιο», όπου πρωταγωνιστεί (Gareth Cattermole/Getty Images/BFI/Ideal Image)

Μετά λύπης του ο Λίθγκοου παρακολουθεί την ανατροπή αυτών των φιλελεύθερων ιδεών στο σύγχρονο πολιτικό σκηνικό, θεωρώντας ότι με τη στροφή των ψηφοφόρων σε πιο αναχρονιστικές, συντηρητικές πρακτικές, η ταινία αποκτά έναν ουτοπικά ιδεαλιστικό χαρακτήρα. Ο Τούτσι συμφωνεί, προσθέτοντας ότι τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία ακολουθούν ένα συναρπαστικό και γεμάτο κακοτοπιές μονοπάτι προς τη λύτρωση και το χάπι εντ.

Στην ερώτηση της Σορντ σχετικά με μια εύστοχη ατάκα της ταινίας, ότι ίσως ο τίτλος του πάπα να μην έπρεπε να προσφέρεται σε έναν κληρικό ηλικίας άνω των 80, ο Φάινς απαντά αστειευόμενος ότι αν εφαρμοζόταν κάτι τέτοιο στην αμερικανική πολιτική, θα ήταν θετικό, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τη θητεία του στη μέση. Ο Λίθγκοου επισημαίνει, επίσης χαριτολογώντας, πως κάτι τέτοιο δεν θα εγκρινόταν ποτέ από το αμερικανικό Κογκρέσο.

Ο Φάινς, από την πλευρά του, θεωρεί ότι ένα ηλικιακό όριο στο εκλογικό σύστημα δεν είναι κακή ιδέα, αλλά επισημαίνει ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που μπορούν άνετα να ανταποκριθούν στις προκλήσεις μιας απαιτητικής εργασίας στα 75, στα 80, ακόμα και στα 85 τους. Για τον ίδιο, το βασικό πρόβλημα είναι η κληρονομιά της πατριαρχίας στην πολιτική – η προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους.

Τραμπ, φασισμός και πατριαρχία

Οταν η δημοσιογράφος του Guardian επισημαίνει ότι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές σηματοδότησαν της επιστροφή στην πατριαρχία, ο Φάινς δίνει μια διαφορετική ερμηνεία για το γεγονός. Εστιάζει στην επιτυχία του αφηγήματος του Τραμπ, το οποίο, παρά τις ρατσιστικές και σεξιστικές κορώνες του –τις οποίες και ο ίδιος απεχθάνεται– ήταν ελκυστικό για τους ψηφοφόρους, την ώρα που οι Δημοκρατικοί μοιάζουν σαν μια ελίτ αποκομμένη από τα προβλήματα των πολιτών.

Ο Λίθγκοου συμφωνεί, τονίζοντας ότι το αφήγημα του Τραμπ ήταν ισχυρότερο, είχε την υποστήριξη μεγάλου αριθμού μέσων ενημέρωσης και ο θόρυβος που προκάλεσε ήταν τόσο βροντερός ώστε να το περάσει στους ψηφοφόρους. Τα πάντα έχουν να κάνουν με τη δυναμική του αφηγήματος, υποστηρίζει ο Λίθγκοου.

Ο μεγαλωμένος και στη Φλωρεντία αμερικανός ηθοποιός και πρωταγωνιστής στο «Κονκλάβιο» Στάνλεϊ Τούτσι στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο (Gareth Cattermole/Getty Images/BFI)

Ο Τούτσι επισημαίνει την απλοποίηση του αφηγήματος του Τραμπ, που έκανε τις ιδέες του πιο κατανοητές για τον μέσο πολίτη, και ο Λίθγκοου συμπληρώνει ότι κάπως έτσι λειτουργεί η τυραννία. Ο Τούτσι προσθέτει ότι ο μεγιστάνας έπαιξε με τους φόβους των Αμερικανών, ακολουθώντας τη λογική πολλών πολιτικών με φασιστικές ιδέες, που δημιουργούν αποδιοπομπαίους τράγους. Πρόκειται για ένα άθλιο αλλά αποτελεσματικό ψέμα, προσθέτει.

Η πολιτική συζήτηση φουντώνει, με τον Φάινς να ισχυρίζεται ότι το ύψος του πληθωρισμού στις ΗΠΑ ενοχλεί τους ψηφοφόρους, και τον Λίθγκοου να του απαντά ότι ο πληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα της πανδημίας και η κυβέρνηση Μπάιντεν τον χειρίστηκε εξαιρετικά, αλλά δεν μπόρεσε να μετατρέψει την επιτυχία της σε αποτελεσματικό αφήγημα. Τώρα, μάλιστα, ο ηθοποιός φοβάται περαιτέρω αύξησή του με την επιβολή των δασμών που έχει εξαγγείλει ο Τραμπ.

Κηρύγματα από άμβωνος και από σανίδι

Η Σορντ του Guardian παρεμβαίνει, επισημαίνοντας ότι η θρησκευτική παράμετρος, που αποτελεί τη θεματική του «Κονκλάβιου», έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εκλογές, με την αμέριστη υποστήριξη του Τραμπ από τη θρησκευτική Δεξιά και τον τρόπο που εκείνος μιλούσε: ως κήρυκας. Ο Φάινς κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον αντίκτυπο του πολιτικο-θρηκευτικού κηρύγματος και της ερμηνείας ενός ηθοποιού.

Τονίζει τη δυναμική σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και το κοινό, συγκρίνοντάς την με εκείνη του κήρυκα και του ποιμνίου. Θυμάται κηρύγματα που βασίζονταν σε μια μορφή πρόκλησης προς τους πιστούς και θεωρεί ότι η ερμηνεία στο θεατρικό σανίδι έχει παρόμοια χαρακτηριστικά. Ο Λίθγκοου συμφωνεί, προσθέτοντας ότι η δουλειά του ηθοποιού είναι να πείθουν το κοινό για την εγκυρότητα μιας ιστορίας που δεν είναι δική τους.

Τέλος, η δημοσιογράφος του Guardian εστιάζει στη δημοσιότητα των τριών ηθοποιών, που ναι μεν αντιμετωπίζονται ως ημίθεοι από το κοινό, αλλά και οι αποτυχίες τους μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ο Λίθγκοου απαντά ότι μόνιμη πρόθεσή του είναι να εκπλήσσει, τόσο με τις ερμηνείες όσο και με τις επιλογές ρόλων, καθώς, όπως λέει, διαλέγει συχνά ρόλους «κακών», ψυχοπαθών ή υποκριτών, με έναν διεστραμμένο ενθουσιασμό για την ανατροπή των προσδοκιών του κοινού.

Ο αμερικανός ηθοποιός Τζον Λίθγκοου, ο τρίτος από τους πρωταγωνιστές στο «Κονκλάβιο» (Shutterstock/Tinseltown)

Ο Τούτσι θεωρεί ότι όποιος βρίσκεται στη σφαίρα της δημοσιότητας περνάει από εξονυχιστικό δημόσιο έλεγχο. Αλλά προσθέτει ότι με το πέρασμα των χρόνων, οι κάποτε απρόσιτοι ηθοποιοί στο σανίδι και στην οθόνη γίνονται όλο και πιο προσιτοί στη σημερινή εποχή του διαδικτύου – σχεδόν τόσο μικροί που μπορείς να τους βάλεις στο τσεπάκι σου.

Αυτό το γεγονός, λέει, ανατρέπει τον τρόπο που το κοινό αντιμετωπίζει τους διάσημους ερμηνευτές. Στο παλιό Χόλιγουντ, τα όποια σεξουαλικά σκάνδαλα και οι καταχρήσεις αλκοόλ και ναρκωτικών μαθαίνονταν μετά τον θάνατο ενός σταρ. Σήμερα, όμως, που ο καθένας μπορεί να τους βλέπει ακόμα και από το smartwatch του, ο κόσμος καταλαβαίνει ότι και οι ηθοποιοί είναι άνθρωποι με αδυναμίες – γι’ αυτό και τους κρίνει αναλόγως.

Ο Φάινς δίνει μια διαφορετική διάσταση, εστιάζοντας στο γεγονός ότι οποιοσδήποτε γίνεται κήρυκας –είτε από άμβωνος είτε στο σανίδι και στην οθόνη– γίνεται παράδειγμα είτε προς αποφυγή είτε προς μίμηση. Η σόουμπιζ έχει γίνει πλέον τόσο μεγάλη που το κοινό συχνά συγχέει τον ρόλο με τον ερμηνευτή, ο οποίος δεν είναι παρά το μέσον. Ετσι, ο ηθοποιός συνειδητοποιεί ότι του ζητείται να ανταποκριθεί σε άδικες προσδοκίες – και αυτό, για τον ίδιο, είναι μάλλον ανησυχητικό.