Μπορεί τις πρώτες ημέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία οι περισσότεροι αναλυτές να εκτιμούσαν ότι η Τουρκία θα εγκατέλειπε τη στρατηγική του αναθεωρητισμού, επηρεαζόμενη από τις ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατανομές και τηρώντας το ρόλο που θα όφειλε η ίδια να διαδραματίσει ως ένας εκ των ισχυρών πυλώνων του ΝΑΤΟ, όμως ο Ταγίπ Ερντογάν έκανε ακριβώς το αντίθετο. Η έξαρση του τουρκικού επεκτατισμού, πλην της μεγέθυνσης της επικράτειας της γείτονος, λειτουργεί φανερά και ως μοχλός πίεσης προς την Ουάσινγκτον. Η Αγκυρα πιστεύει πως κραδαίνοντας τις απειλές πολέμου θα φέρει τους Αμερικανούς στα μέτρα της και θα ανοίξει τον δρόμο για την υλοποίηση των επιλογών της.
Τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκονται σε εξέλιξη δύο παράλληλες στρατηγικές επιχειρήσεις της Τουρκίας, με σαφή αναθεωρητική κατεύθυνση. Η πρώτη ξεκίνησε με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά κουρδικών στόχων στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ και συνεχίζεται με το σχεδιασμό χερσαίας επιχείρησης, η οποία στοχεύει στην κατάληψη ζώνης με βάθος περίπου 30 χιλιομέτρων επί του συριακού εδάφους. Η τουρκική ηγεσία θεωρεί πως δι’ αυτής της οδού αφενός θα εξολοθρεύσει τις «τρομοκρατικές οργανώσεις» του ΡΚΚ/ YPG, που στρέφονται κατά της εθνικής ασφάλειας, αφετέρου θα επεκτείνει τα τουρκικά εδάφη προς τα νοτιοανατολικά, κάνοντας πράξη το μεγάλο ερντογανικό όραμα του 2023: Όταν θα συμπληρώνονται 100 χρόνια απ’ την ίδρυση της Δημοκρατίας τα «δεσμά» που επέβαλε στο έθνος η Συνθήκη της Λωζάννης θα έχουν αποτιναχθεί.
Κι ενώ μετά τις αεροπορικές επιδρομές οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες τήρησαν μια αξιοπερίεργη στάση σιωπής, όταν άρχισε να γίνεται γνωστό ότι εκπονείται τουρκικό σχέδιο εισβολής, οι αντιδράσεις ήταν αλλεπάλληλες και σφοδρές. Ηχηρότερη, αυτή της Ουάσινγκτον. Οι Αμερικανοί προειδοποιούν τους Τούρκους, σχεδόν καθημερινά, ότι πιθανή εισβολή στη Συρία θα έχει επιπτώσεις. Η Ουάσινγκτον, άλλωστε, είναι αυτή που εδώ και χρόνια χρηματοδοτεί τους Κούρδους μαχητές, οι οποίοι λειτουργούν ως το βασικό αμερικανικό έρεισμα στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά όσον αφορά την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και ως αντίβαρο στις έτερες σιιτικές οργανώσεις. Η δε ισχυρή ρωσική παρουσία στη Συρία, καθιστά την αμερικανο-κουρδική συμμαχία ακόμα πιο αναγκαία, ενώ όπως προειδοποίησε προσφάτως ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, οι Τούρκοι θα πρέπει ν’ αναλογιστούν ότι στη Συρία υπάρχουν και αμερικανικά στρατεύματα.
Το δεύτερο αναθεωρητικό αφήγημα αναπτύσσεται σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο την τουρκική εμμονή για την ανατροπή του στάτους κβο, αφενός δια της παράλογης σύνδεσης της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών με την αποστρατιωτικοποίηση τους, αφετέρου δια του θεωρήματος της Γαλάζιας Πατρίδας, με αιχμή του δόρατος το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Νέο στοιχείο στην υπόθεση- που όμως δεν προκαλεί έκπληξη- είναι το διάβημα της φιλοτουρκικής κυβέρνησης της Λιβύης προς την Αθήνα, δια του οποίου η Τρίπολη αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, υιοθετώντας επί της ουσίας την τουρκική επιχειρηματολογία: Οι Λίβυοι δεν αναγνωρίζουν τη μέση γραμμή μεταξύ των ακτών τους και της Κρήτης, άρα δεν αναγνωρίζουν την επήρεια των ελληνικών νησιών, άρα και το δικαίωμα αυτών των νησιών, ανεξαρτήτως μεγέθους, σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Αυτά ακριβώς ισχυρίζονται οι Τούρκοι, οι οποίοι επιχειρούν να κυριαρχήσουν στην Ανατολική Μεσόγειο, αγνοώντας την παρουσία όχι μόνο της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά ακόμα και της Αιγύπτου και του Ισραήλ.
Οι δύο στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας τέμνονται από μια τρίτη διαδικασία, που δεν είναι άλλη από τη μεγάλη διαπραγμάτευση που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ Αγκυρας και Ουάσινγκτον περί της επανεκκίνησης του προγράμματος των F-16. Όσο οι Τούρκοι μένουν εκτός του αμερικανικού εξοπλιστικού νυμφώνος, τόσο αυξάνουν την ένταση και στα δύο μέτωπα. Θεωρούν ότι μέσω της απειλής εισβολής στη Συρία και δια της αύξησης των πιθανοτήτων ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο θα φέρουν τους Αμερικανούς στα νερά τους, ώστε οι τελευταίοι να συναινέσουν και να δώσουν το πράσινο φως για την άκρως αναγκαία αναβάθμιση της τουρκικής αεροπορίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τις τελευταίες εβδομάδες ο Σύμβουλος Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν έχει συνομιλήσει τουλάχιστον τρεις φορές με τον Ιμπραήμ Καλίν, τον στενότερο συνεργάτη του τούρκου προέδρου- μία δε από αυτές τις συνομιλίες έγινε εκ του σύνεγγυς στην Κωνσταντινούπολη. Εξίσου χαρακτηριστικό, ότι μετά από κάθε επαφή η Άγκυρα ρίχνει τους τόνους έναντι της Ελλάδας, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα. Όσο όμως οι αμερικανο-τουρκικές συνομιλίες θα συναντούν τα εμπόδια που θέτουν τα νομοθετικά σώματα στην Ουάσινγκτον, τόσο η Άγκυρα θα πιέζει, απειλώντας με περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Πρόκειται για μια κλασική α λα τούρκα διαπραγμάτευση, όπου πολλές και ετερογενείς επιλογές μπαίνουν και βγαίνουν κατά συρροήν από το τραπέζι.
Η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας δεν αμφισβητείται από κανέναν, ειδικά εν μέσω της ανατροπής που συντελείται με επίκεντρο την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Παρά την τρέχουσα λυκοφιλία με τη Μόσχα, η Τουρκία, από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου έως σήμερα, αποτελεί το βασικό ανάχωμα της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Εξ ου και ο Ερντογάν έχει τη δυνατότητα να πατά ταυτοχρόνως σε δύο βάρκες, χωρίς η επαμφοτερίζουσα στάση του να κλονίζει τη διπλωματική θέση της χώρας. Και μπορεί κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην χρειάστηκαν την έμπρακτη συνδρομή της Άγκυρας για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου», σήμερα όμως η αμερικανική διπλωματία είναι διατεθειμένη να δώσει πολλά ώστε να εξασφαλίσει ότι η Τουρκία στο τέλος της ημέρας θα παραμείνει προσδεδεμένη στο νατοϊκό άρμα. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Λευκός Οίκος θέλει να έχει λυμένα τα χέρια του στο θέμα των εξοπλισμών. Στο επιτελείο του Μπάιντεν πιστεύουν ότι η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση βρίσκεται σε σημείο καμπής και τώρα είναι η στιγμή που όλα τα μέλη της Συμμαχίας πρέπει να βρίσκονται στην ίδια σελίδα.
Αργά ή γρήγορα η Τουρκία θα πάρει τα F-16 ή έστω την αναβάθμισή τους. Έως τότε, όμως, και στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο, θα συνεχίσει να πιέζει με κάθε τρόπο σε όλα τα μέτωπα, εντείνοντας το αναθεωρητικό αφήγημά της. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στους γείτονες, αλλά στην Αθήνα θεωρούν ότι μια συμπληρωματική σχέση Ηνωμένων Πολιτειών – Τουρκίας λειτουργεί υπέρ των ελληνικών συμφερόντων καθώς, σε περίπτωση που χρειαστεί, η Ουάσινγκτον είναι αυτή που θα παρέμβει και η Άγκυρα αυτή που θα υπακούσει. Γνωρίζουν, όμως, επίσης πως το νεο-οθωμανικό όραμα του Ερντογάν δεν είναι απλώς ένα προσωρινό προεκλογικό τέχνασμα, το οποίο θα τεθεί στο περιθώριο όταν ικανοποιηθούν τα τουρκικά αιτήματα. Είναι στρατηγική επιλογή που ήρθε για να μείνει.