| Reuters/CreativeProtagon
Θέματα

Ισραήλ – Τουρκία: Παιχνίδια κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή

Παρά το γεγονός ότι το τοπίο παραμένει ακόμα ρευστό, όσο κάθεται η σκόνη του πολέμου στη Δαμασκό, Ισραηλινοί και Τούρκοι μετρούν τα κέρδη τους. Ο μεν Νετανιάχου κυνηγώντας ανηλεώς τον σιιτικό εχθρό και τους συνεργούς του, ο δε Ερντογάν βαδίζοντας στα χνάρια του νέο-οθωμανικού οράματός του. Πόσο όμως πιθανή είναι πλέον μια απευθείας ρήξη Ισραήλ - Τουρκίας;
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Λίγες ώρες μετά την εισβολή της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωνε ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στη Μέση Ανατολή. Οταν η Τουρκική Δημοκρατία συμπλήρωνε 100 χρόνια ζωής, το 2023, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει ότι «θα αποτινάξει τα δεσμά της Συνθήκης της Λωζάννης» –δεσμευόταν εμμέσως πλην σαφώς ότι μετά τον Κεμάλ θα είναι ο επόμενος που θα μεγαλώσει την επικράτεια της Τουρκίας.

Ενάμιση χρόνο μετά, στην εκπνοή του 2024, το Ισραήλ έχει εξολοθρεύσει μεγάλο μέρος του δικτύου της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, μείωσε δραστικά τη δύναμη πυρός της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, ενίσχυσε τη στρατιωτική παρουσία του στο έδαφος της Συρίας και κατέστρεψε σημαντικό μέρος των όπλων στην πολύπαθη χώρα, προκειμένου «να μην πέσουν σε λάθος χέρια».

Στον ίδιο περίπου χώρο και χρόνο, η Τουρκία πιστώνεται την ξαφνική (;) ανατροπή του Ασαντ, ενισχύει τον Εθνικό Στρατό που δρα στον Βορρά μισθοφορικά και εξ ονόματός της, προετοιμάζεται για μια ακόμα επιχείρηση κατά των Κούρδων ανταρτών του YPD και αναδεικνύεται από τον επερχόμενο Ντόναλντ Τραμπ ως ο «κλειδοκράτορας» της περιοχής. Ο δε ισχυρός άνδρας της νέας εξουσίας στη Δαμασκό, Μοχάμεντ Αλ Τζολάνι, της δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη διαμόρφωση του μετεμφυλιακού μέλλοντος της Συρίας.

Παρά το γεγονός ότι το τοπίο παραμένει ακόμα ρευστό, όσο κάθεται η σκόνη του πολέμου στη Δαμασκό, Ισραηλινοί και Τούρκοι μετρούν με ικανοποίηση τα κέρδη τους. Δρουν, αμφότεροι, υπέρ της θωράκισης του δικού τους συστήματος ασφαλείας, καλύπτοντας ταυτοχρόνως και τις ταυτοτικές ανάγκες των εσωτερικών ακροατηρίων, γεγονός που ενίσχυσε την- πληττόμενη- εικόνα τους εντός των συνόρων. Ο μεν Ερντογάν βαδίζοντας στα χνάρια του νεο-οθωμανικού οράματός του, ο δε Νετανιάχου κυνηγώντας ανηλεώς τον σιιτικό εχθρό και τους συνεργούς του- δηλαδή όλους όσοι υπό την καθοδήγηση του Ιράν υπονομεύουν την ακεραιότητα του Ισραήλ. Αρκούν, όμως, στους δύο ηγέτες τα τετελεσμένα που έχουν δημιουργήσει στο έδαφος της Συρίας ή υπάρχει ενδεχόμενο να ανοίξουν νέα μέτωπα ή ακόμα και να στραφούν ο ένας έναντι του άλλου ικανοποιώντας τη διαφαινόμενη μεγαλομανία τους; Θα περιοριστεί το Ισραήλ στο Γκολάν και το όρος Ερμών και αντιστοίχως η Τουρκία στην ενοποίηση μιας ζώνης- αναχώματος στους Κούρδους;

«Η προέλαση του ισραηλινού στρατού ήταν αναμενόμενη, τη στιγμή μάλιστα που οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες δεν κατάφεραν να ελέγξουν την περιοχή νοτίως της Δαμασκού», λέει στο Protagon ο Γαβριήλ Χαρίτος, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τις Ισραηλινές Σπουδές και την Ιστορία των Ελληνοϊσραηλινών Σχέσεων. Εκτιμά δε ότι «η τακτική που εφαρμόζουν το Ισραήλ και η Τουρκία είναι “οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος”: δημιουργία τετελεσμένων επί του εδάφους έως την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων της διακυβέρνησης Τραμπ, προκειμένου στο μέλλον, να οριστικοποιήσουν τις δικές τους “ζώνες ασφαλείας” στην νότια και στην βόρεια Συρία αντίστοιχα, την διαφύλαξη των οποίων θα επιχειρήσουν να αναθέσουν σε φιλικούς τους τοπικούς δρώντες».

Σύμφωνα, μάλιστα, με τον ίδιο θα ήταν λάθος να αποκλειστεί περαιτέρω ισραηλινή προέλαση. «Άλλωστε, μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδηλωθεί αντίσταση», σημειώνει. Πάντως, ο κ. Χαρίτος δεν είναι βέβαιος ότι έχει δικαιωθεί απολύτως η στρατηγική του Νετανιάχου. «Ναι μεν, η Χεζμπολάχ και η Χαμάς επλήγησαν σημαντικά, ωστόσο τίποτα δεν έχει κριθεί απολύτως σε κανένα πολεμικό μέτωπο», υποστηρίζει. Αντιθέτως, προσθέτει, «δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι οι τρέχουσες συγκυρίες δικαιώνουν την νέο-οθωμανική ρητορική του τούρκου προέδρου. Ωστόσο, οι επόμενοι μήνες θα καταδείξουν εάν η μαξιμαλιστική επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή θα μπορέσει να εδραιωθεί. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι οι διακυβερνήσεις Τραμπ και Πούτιν εμπιστεύονται εξίσου τον τουρκικό περιφερειακό παράγοντα, έως του σημείου να “του χαρίσουν” έναν τόσο σημαντικό ρόλο, που να είναι σε θέση, κυριολεκτικά, να “μεταμορφώσει” τη Μέση Ανατολή και κατ’ επέκταση την Ανατολική Μεσόγειο».

Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο

Αν για το Τελ Αβίβ απώτερος σκοπός είναι να στραφεί ανατολικά, δηλαδή κατά της Τεχεράνης ή έστω να μειώσει δραστικά την ιρανική στρατιωτική απειλή, διακηρυγμένος στόχος της Τουρκίας του Ερντογάν είναι καταστεί ηγεμονική δύναμη όχι μόνο μόνο πέρα από τα νότια σύνορά της, αλλά και δυτικότερα. Θέτοντας η Τουρκία υπό την επιρροή της το ισλαμιστικό καθεστώς στη Δαμασκό αποκτά τον έλεγχο εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων μεσογειακής ακτογραμμής, ενισχύει τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου μετατρέποντάς τα σε καίρια νησιωτική στρατιωτική βάση, ενώ διατηρώντας παραλλήλως τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Λιβύης καθίσταται ρυθμιστής των πραγμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Καθώς η εν λόγω περιοχή άπτεται του ελληνικού συστήματος ασφαλείας, στην Αθήνα επικρατεί εύλογη ανησυχία. Και μπορεί τις τελευταίες ημέρες τα τουρκικά ΜΜΕ να επέβαλαν στην εγχώρια δημόσια σφαίρα μια συζήτηση περί πιθανής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Συρίας και Τουρκίας αγνοώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου –κάτι που προς το παρόν μοιάζει αρκετά πρωθύστερο καθώς οι προτεραιότητες των εμπλεκόμενων είναι άλλες– στην πραγματικότητα όμως αυτό που συντελείται είναι αφενός η υλοποίηση των σχεδίων του τουρκικού αναθεωρητισμού, αφετέρου η επικίνδυνη περικύκλωση τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου.

Προς το παρόν η ελληνική πρωτεύουσα παρακολουθεί σχετικά ανήσυχη τις εξελίξεις, κυρίως διότι στη μεταβατική αυτή φάση δεν είναι πολλά αυτά που μπορεί να κάνει- είτε στο πεδίο, είτε στη διπλωματία. Κυριάκος Μητσοτάκης και Γιώργος Γεραπετρίτης επαναλαμβάνουν ότι αυτό που προέχει είναι η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας χωρίς εξωτερικές επιρροές (βλ. Τουρκία), ενώ επιχειρούν να εμπλέξουν ενεργότερα στην εξίσωση τους Ευρωπαίους, με την πρόταση ορισμού Ειδικού Απεσταλμένου από τις Βρυξέλλες στη Δαμασκό, προκειμένου να εγγυηθούν τα συμφέροντα στα εξωτερικά σύνορα της Ενωσης.

«Είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Ελλάδα να καταστεί επιδραστική στην περιοχή – είτε ως κράτος-μέλος της ΕΕ είτε λειτουργώντας αυτοδύναμα και αναπτύσσοντας μια εθνική πολιτική», υπογραμμίζει ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας, επισημαίνοντας ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας στη Συρία είναι αδύνατο να αγνοηθούν. «Η Ελλάδα θα μπορούσε να επιδιώξει να περιορίσει τα οφέλη και τα κέρδη που μπορεί να αποκομίσει η Τουρκία (και αφορούν την Ελλάδα), όπως το ενδεχόμενο συμφωνίας της Τουρκίας με την νέα κυβέρνηση της Συρίας για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει αρνητικά για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο, με συνέπεια την διακοπή της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και την συνακόλουθη ακύρωση της όποιας προόδου έχει επιτευχθεί», προσθέτει.

Μια επιλογή για την Αθήνα και τη Λευκωσία θα ήταν η ενίσχυση του τριμερούς σχήματος με το Τελ Αβίβ, υπό την αιγίδα της Ουάσινγκτον. Αυτή τη στιγμή, όμως, το ευρισκόμενο σε πόλεμο διαρκείας Ισραήλ δεν δίνει προτεραιότητα στις πολυμερείς συνεργασίες, ενώ οι στρατιωτικές πρακτικές στη Γάζα, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές επαφές της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο, αλλά και ορισμένες διπλωματικές κινήσεις της Αθήνας, έχουν οδηγήσει σε ατονία τις διμερείς σχέσεις, οι οποίες πάντως παραμένουν σε στρατηγικό επίπεδο. Στην ελληνική πρωτεύουσα τελούν σε εγρήγορση και όσον αφορά πιθανά ενεργειακά σχέδια της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία ως γνωστόν εφόσον υλοποιηθούν οδηγούν και στην αναδιάταξη των γεωπολιτικών ισορροπιών.

«Οι εξελίξεις στην Συρία προσφέρουν και άλλες “ευκαιρίες” στην Τουρκία προκειμένου να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο», προειδοποιεί ο κ. Τσάκωνας. «Για παράδειγμα, μέσω της δημιουργίας ενός αγωγού φυσικού αερίου στα δυτικά της Συρίας και σύνδεσής του με το υπάρχον δίκτυο Arab Gas Pipeline (που συνδέει τη Συρία, την Ιορδανία και την Αίγυπτο) η Τουρκία θα μπορούσε να προσφέρει στην Αίγυπτο, η οποία παράγει φυσικό αέριο, μια εμπορικά πιο βιώσιμη διαδρομή προς τις ευρωπαϊκές αγορές απ’ ό,τι η τρέχουσα εναλλακτική λύση με LNG».

Υπάρχει, άραγε, ελληνική αντίδραση; «Η “απάντηση” της Ελλάδας (σε συνεργασία με την Κύπρο) θα μπορούσε να είναι η άμεση δρομολόγηση και υλοποίηση μιας συγκεκριμένης διάστασης του υφιστάμενου τριμερούς σχήματος συνεργασίας (Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας) που αφορά στο –υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ και την ΕΕ– έργο της Ηλεκτρικής Διασύνδεσης Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος (Great Sea Interconnector)» εκτιμά ο κ. Τσάκωνας.

Πόσο πιθανή είναι μια απευθείας ρήξη Ισραήλ – Τουρκίας;

Εκ πρώτης όψεως τα συμφέροντα της Τουρκίας και του Ισραήλ δεν αλληλοσυγκρούονται στη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο. Αντιθέτως, μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι οι δύο κερδισμένοι της συριακής κρίσης θα μπορούσαν το λιγότερο να αλληλοαγνοηθούν, αν όχι να συμπορευθούν σε παράλληλες διαδρομές- ειδικά αν κανείς αναλογιστεί ότι σε λιγότερο από ένα μήνα επανέρχεται στο Λευκό Οίκο ο Τραμπ, ο οποίος συνομιλεί απευθείας τόσο με τον Νετανιάχου, όσο και με τον Ερντογάν.

«Το Ισραήλ θα είναι ο βασικός προωθητής των αμερικανικών συμφερόντων» στην περιοχή εκτιμά ο κ. Τσάκωνας, προσθέτοντας πάντως ότι η Ουάσινγκτον δεν θα επιδιώξει διπλωματική σύγκρουση με την Αγκυρα: «Προφανώς ο Τραμπ αντιλαμβάνεται ότι δεν πρέπει “να τα σπάσει” με την Τουρκία, η οποία θα έχει βαρύνοντα λόγο και ρόλο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής σχέσης με την νέα συριακή κυβέρνηση που θα αφορά τόσο στην ανοικοδόμηση της Συρίας (κυρίως από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες) όσο και σε ευνοϊκές για την Τουρκία αμυντικές συμφωνίες».

«Αυτή τη στιγμή η συμπόρευση –με την έννοια της συνεργασίας– Τουρκίας και Ισραήλ είναι μάλλον απίθανη. Το Ισραήλ συνεχίζει την εκκαθάριση της Λωρίδας της Γάζας από τους τρομοκράτες της Χαμάς και όλα εκείνα τα στοιχεία που πολιτικά έχει υποστηρίξει η Τουρκία. Παράλληλα, έχει εξοντώσει την ηγεσία της Χεζμπολάχ και παρά το γεγονός ότι η τελευταία ήταν βασικός παράγοντας της επιβίωσης τα προηγούμενα χρόνια του Ασαντ, ήταν και εχθρός του Ισραήλ και αυτό βόλευε την Αγκυρα και την αντιισραηλινή της πολιτική», υπογραμμίζει ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου Κώστας Υφαντής.

«Δεν υπάρχει συμπόρευση συμφερόντων Τουρκίας- Ισραήλ», προσθέτει ο κ. Χαρίτος, επισημαίνοντας όμως ότι «υπάρχει συμπόρευση τακτικής με στόχο την διασφάλιση της εδαφικής τους ακεραιότητας. Προφανώς, οι ισραηλινές και οι τουρκικές κινήσεις εφαρμόζονται κατόπιν συνεννόησης τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με τη Ρωσία. Ωστόσο, Τουρκία και Ισραήλ καλούνται να μην ξεπεράσουν συγκεκριμένα όρια, εξ ου και η ενδιαφέρουσα “ανεκτική” στάση που εκδηλώνει η ηγεσία της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS), υπό τον Μοχάμεντ Αλ Τζολάνι».

Πώς, όμως θα διαχειριστεί το Τελ Αβίβ την επιρροή της Αγκυρας σε ένα σκληρό ισλαμιστικό καθεστώς στη Δαμασκό, το οποίο θα μπορούσε αργότερα να στραφεί εναντίον των ισραηλινών δυνάμεων; Ο κ. Υφαντής εκτιμά ότι οι πιθανότητες σύγκρουσης Τουρκίας- Ισραήλ είναι λίγες: «Το μέλλον των Τουρκο-Ισραηλινών σχέσεων δεν προβλέπεται να είναι συγκρουσιακό στο βαθμό που η Άγκυρα συνειδητοποιεί ότι μια αντιπαράθεση με το Τελ Αβίβ έχει μόνο κόστος και κανένα όφελος. Κατά τα άλλα, αν η μετάβαση στη Συρία παραμείνει ειρηνική, τότε η συνύπαρξη των δύο θα είναι το ίδιο».

Τουρκία και Ισραήλ, όμως, θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν και για τη διαχείριση των Κούρδων, με τις μελλοντικές εξελίξεις πάντως στο εν λόγω ζήτημα να ορίζονται και πάλι από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Προς το παρόν ο Τραμπ επιλέγει μέσω του μελλοντικού υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο να στείλει προς την Τουρκία πολύ ισχυρά μηνύματα που υπερβαίνουν την στρατιωτική υποστήριξη της κουρδικής οργάνωσης YPG-PYD και αφορούν πλέον στην δημιουργία κουρδικού κράτους», σημειώνει ο κ. Τσάκωνας, εκτιμώντας πάντως ότι στη νέα διοίκηση δεν υπάρχει αποκρυσταλλωμένη άποψη για τη στάση έναντι των Κούρδων. «Γενικότερα οι ΗΠΑ εξυπηρετούνται με την διατήρηση ενός εξαιρετικά σημαντικού προβλήματος (μιας «υπαρξιακής απειλής») στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Οι εξελίξεις στην Συρία προσφέρουν στον Τραμπ την δυνατότητα (και μέσω Ισραήλ) “μόχλευσης” και περιορισμού των επιδιώξεων και της συμπεριφοράς της Τουρκίας», προσθέτει ο ίδιος. Και ως γνωστόν, η πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων επηρεάζει κατά κόρον τις εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.