Πώς οι ισχυροί, άκρως καταστροφικοί και φονικότατοι σεισμοί «χρησιμεύουν ως σημεία καμπής στην τουρκική Ιστορία» περιγράφει στο The Atlantic o Aϊσεγκιούλ Σερτ, ένας τούρκος δημοσιογράφος που ζει και εργάζεται στο Παρίσι και στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται καταρχάς στον φονικό σεισμό μεγέθους 7,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που σημειώθηκε στις 17 Αυγούστου 1999 στην περιοχή του Ιζμίτ (Νικομήδεια) στη βορειοδυτική Τουρκία.
Τότε είχαν σκοτωθεί περισσότεροι από 17.000 άνθρωποι και τραυματιστεί έως και 50.000, ενώ επί πολλές εβδομάδες οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης κοιμόντουσαν σε πάρκα, σε γήπεδα, σε πλατείες, ακόμη και στον δρόμο, είτε επειδή τα σπίτια τους είχαν καταρρεύσει είτε επειδή φοβόντουσαν να επιστρέψουν σε όσα εξακολουθούσαν να στέκουν όρθια.
Η συμφορά εκείνη αποτέλεσε σημείο καμπής στην τουρκική Ιστορία επειδή «έφερε στην εξουσία το AKP, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης». Πατώντας πάνω στην ασυγχώρητη ολιγωρία που επέδειξε ο κυβερνητικός συνασπισμός του Μουσταφά Μπουλέντ Ετζεβίτ και στην αδυναμία του να διαχειριστεί την κρίση, το AKP υποσχέθηκε στον τουρκικό λαό «σύγχρονη, διαφανή διακυβέρνηση», καταφέρνοντας τελικά να κερδίσει την εξουσία, την οποία εξακολουθεί να διατηρεί.
Oμως, από τότε, αντί να προετοιμάσει την Τουρκία και τους πολίτες της για την επόμενη μεγάλη καταστροφή, παρόμοια με εκείνη που του άνοιξε τον δρόμο προς την εξουσία, το κυβερνών κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εστίασε κυρίως στην προστασία της κυριαρχίας του και στην εξυπηρέτηση των (όποιων) δικών του ιδεολογικών προτεραιοτήτων και συμφερόντων.
Ωστόσο, τη Δευτέρα, η Τουρκία και μαζί της και η Συρία επλήγησαν από δύο νέους ισχυρότατους σεισμούς, με τα 7,8 και 7,5 Ρίχτερ να αφήνουν πίσω τους περισσότερους από 16.000 νεκρούς (έως το μεσημέρι της Πέμπτης σε αμφότερες τις χώρες), αρκετές περισσότερες χιλιάδες τραυματίες και εκατομμύρια άστεγους.
Ενώπιον της ανείπωτης καταστροφής, ο τούρκος πρόεδρος κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τρεις μήνες τις περιοχές που επλήγησαν πιο βαριά από την απίστευτη καταστροφή. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε επίσης την κήρυξη εθνικού πένθους διάρκειας επτά ημερών, «γιατί στην Τουρκία αυτό κάνουμε: σήμερα πενθούμε και αύριο ξεχνάμε, μέχρι την επόμενη τραγωδία», γράφει ο Aϊσεγκιούλ Σερτ στο άρθρο του.
Ωστόσο, παρά την απόλυτη οδύνη, ο τουρκικός λαός θέτει μια σειρά από αμείλικτα όσο και επώδυνα ερωτήματα: «Πού πήγαν τα δισεκατομμύρια δολάρια που καταβλήθηκαν ως “φόροι σεισμού” από την καταστροφή του 1999 και μετά; Γιατί δεν εφαρμόστηκαν τα κατασκευαστικά πρότυπα που αποσκοπούσαν στο να καταστούν τα οικοδομήματα πιο ανθεκτικά στους σεισμούς; Γιατί, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών και τις υποσχέσεις των πολιτικών, δεν έγιναν περισσότερα για να αποφευχθεί όλος αυτός ο θάνατος;», συνοψίζει ο τούρκος δημοσιογράφος.
Μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1999, το άγνωστο τότε Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, έχοντας αντιληφθεί πως οι Τούρκοι είχαν απαυδήσει με «το παλιό σύστημα διακυβέρνησης και τους κομματικούς συνασπισμούς του, την έλλειψη διαφάνειας, την αστυνομική βία και την οικονομική ανισότητα», κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την ψήφο τους (και να ανέλθει στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000), υποσχόμενο να δημιουργήσει μια «Νέα Τουρκία».
Αντί όμως να επικεντρωθεί ουσιαστικά στην ενίσχυση και στην ανάπτυξη της χώρας, «αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια σε εθνικιστικές εκστρατείες, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά Κούρδων στην Τουρκία (σχεδόν το 20% του πληθυσμού ρης χώρας είναι κουρδικής καταγωγής) και στη Συρία, και απειλώντας την όμορη Ελλάδα. Επικεντρώθηκε στην ιδεολογία – προτρέποντας τις γυναίκες να γεννούν “τουλάχιστον τρία παιδιά” και δημιουργώντας μια “ευσεβή γενιά” μέσω της ίδρυσης πολλών θρησκευτικών σχολείων. Κατέπνιξε την αντιγνωμία απολύοντας αξιωματούχους που δεν συμμορφώνονται με τις συντηρητικές απόψεις του κόμματος», σημειώνει ο Aϊσεγκιούλ Σερτ.
«Με λίγα λόγια, εργάστηκε για να συντρίψει την ανεξιθρησκεία και τη δημοκρατία και να μετατρέψει τα πάντα σε σύμβολο της δικής του κυριαρχίας. Αυτό το κατάφερε καλλιεργώντας, σε έναν πληθυσμό που είναι σε μεγάλο βαθμό αμόρφωτος και χειραγωγείται εύκολα, τον εθνικισμό, τον φόβο του άλλου, την οικονομική εξάρτηση και την αδιαμφισβήτητη εμπιστοσύνη σε μια ηρωική πατρική φιγούρα», προσθέτει, περιγράφοντας την κατάσταση όπως διαμορφώνεται τα τελευταία πολλά χρόνια στην πατρίδα του.
Στο πλαίσιο της δημιουργίας της «Νέας Τουρκίας» που οραματίζονταν το AKP και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, απέκτησαν τεράστια σημασία τα μεγάλα έργα υποδομών, καθώς «όσο περισσότερο έχτιζε η κυβέρνηση, τόσο πιο ισχυρή φαινόταν». Ωστόσο, αντί να στραφεί προς την Ευρώπη, «θεωρούσε πρότυπα τους ουρανοξύστες του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας», ενώ την οικοδόμηση αυτής της «Νέας Τουρκίας» την ανέλαβαν σχεδόν αποκλειστικά κατασκευαστικές εταιρείες προσκείμενες στο Κόμμα, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μίζες και ψήφους.
Θυμίζοντας πως το 2021, με αφορμή την ολοκλήρωση της κατασκευής μιας νέας γέφυρας, ο τούρκος πρόεδρος είχε δηλώσει πως «οι ξένοι βλέπουν πλέον τους δρόμους, τις γέφυρες και τα αεροδρόμιά μας με φθόνο όταν έρχονται στην Τουρκία», ο Aϊσεγκιούλ Σερτ γράφει πως «αν αυτό ήταν ποτέ αλήθεια, πλέον δεν είναι».
Επικαλούμενος όλους όσοι από συμπατριώτες του, μετά από σκάνδαλα διαφθοράς, δήλωναν πως «εντάξει, είναι αλήθεια, κλέβουν. Και λοιπόν, τι έγινε; Ολες οι κυβερνήσεις μας έκλεψαν. Τουλάχιστον προσφέρουν στους ανθρώπους χτίζοντας γέφυρες, αεροδρόμια και δρόμους», σημειώνει πως «τώρα οι γέφυρες έχουν καταστραφεί, τα αεροδρόμια έχουν κλείσει και οι δρόμοι έχουν ανοίξει σαν να έπεσαν πάνω τους μετεωρίτες».
Απευθυνόμενος στο σύνολο του τουρκικού λαού, υπενθυμίζει πως πριν από την εκατοστή επέτειο της ίδρυσης της τουρκικής δημοκρατίας, τον Οκτώβριο, στην Τουρκία πρόκειται να διεξαχθούν βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, τον Μάιο. Αναγνωρίζει, φυσικά, πως τους σεισμούς δεν τους προκάλεσε ούτε ο τούρκος πρόεδρος ούτε η κυβέρνησή του, αλλά θεωρεί πως «την ημέρα των εκλογών θα πρέπει να σταματήσουμε να εκχωρούμε την εξουσία μας σε ένα κόμμα που την έχει καταχραστεί, που νοιάζεται περισσότερο για την επιβίωσή του παρά για την ευημερία του λαού και να θυμόμαστε τα γυμνά χέρια των διασωστών και των κατοίκων που ξεθάβουν ανθρώπους κάτω από τις πόλεις μας. Η Τουρκία ήταν εργοτάξιο. Μετατράπηκε σε νεκροταφείο. Αξίζει καλύτερα».