«Είμαι αρθρογράφος των Times σε θέματα εξωτερικής πολιτικής από το 1995 και ένα από τα μαθήματα που έχω πάρει είναι ότι υπάρχουν καλές και κακές εποχές σε αυτή τη δουλειά, οι οποίες καθορίζονται από τις σημαντικές επιλογές που κάνουν οι μεγαλύτεροι παίκτες». Με αυτή τη φράση συνοψίζει την μακρά εμπειρία του πεδίο της διεθνούς πολιτικής ο διακεκριμένος αρθρογράφος των New York Times, Τόμας Φρίντμαν.
Πολλά εξαρτώνται από τις επιλογές των «μεγάλων», τονίζει. Στο πρώτο μισό των σχεδόν 30 ετών αυτής της διαδρομής από το 1995, ο Φρίντμαν θυμάται να αξιολογεί πολλές κακές επιλογές -κυρίως γύρω από την αντίδραση της Αμερικής στην 11η Σεπτεμβρίου- οι οποίες συνοδεύτηκαν από άλλες πιο ελπιδοφόρες. Παραθέτει τη γέννηση της δημοκρατίας στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, την ειρηνευτική διαδικασία του Οσλο (ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), το επιταχυνόμενο άνοιγμα της Κίνας στον κόσμο, τον εναγκαλισμό της παγκοσμιοποίησης από την Ινδία, την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την εκλογή αργότερα (2008) του πρώτου μαύρου προέδρου της Αμερικής την εξέλιξη της Νότιας Αφρικής σε μια πολυφυλετική δημοκρατία, τις ενδείξεις ότι ο κόσμος άρχιζε επιτέλους να παίρνει στα σοβαρά την κλιματική αλλαγή.
«Σε γενικές γραμμές, οι επιλογές αυτές έσπρωξαν την διεθνή πολιτική σε μια πιο θετική πορεία —υπήρξε μια αίσθηση ότι περισσότεροι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους και μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους ειρηνικά» γράφει ο Φρίντμαν στους New York Times.
«Τα τελευταία χρόνια, όμως, ένιωθα το αντίθετο —ότι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου κατακεραύνωνε τις κακές επιλογές των μεγάλων παικτών» συνεχίζει και στέκεται στα εξής: Στην όλο και αυστηρότερη δικτατορία και την επιθετικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν, με αποκορύφωμα τη βίαιη εισβολή του στην Ουκρανία, την αντιστροφή του ανοίγματος της Κίνας από τον Σι Τζινπίνγκ, την εκλογή της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία του Ισραήλ, τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την απώλεια του ελέγχου των νότιων συνόρων της Αμερικής και, ίσως το πιο δυσοίωνο, τη διολίσθηση στον αυταρχισμό, όχι μόνο σε χώρες όπως η Τουρκία, η Πολωνία και η Ουγγαρία, αλλά και στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της Αμερικής.
Μια Αμερική περισσότερο αναξιόπιστη παρά απαραίτητη
«Για να το θέσουμε αλλιώς: Αν σκεφτώ τους τρεις πυλώνες που έχουν σταθεροποιήσει τον κόσμο από τότε που έγινα δημοσιογράφος το 1978 -μια ισχυρή Αμερική που δεσμεύεται να προστατεύσει μια φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη με τη βοήθεια υγιών πολυμερών θεσμών όπως το ΝΑΤΟ, μια σταθερά αναπτυσσόμενη Κίνα που είναι πάντα εκεί για να στηρίζει την παγκόσμια οικονομία, και κυρίως σταθερά σύνορα στην Ευρώπη και τον αναπτυσσόμενο κόσμο- και οι τρεις κλονίζονται από κεντρικές επιλογές μεγάλων παικτών την τελευταία δεκαετία. Αυτό πυροδοτεί έναν Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, μαζικές μεταναστεύσεις από τον Νότο προς τον Βορρά και μια Αμερική που έχει γίνει περισσότερο αναξιόπιστη παρά απαραίτητη» γράφει ο Φρίντμαν.
Ο αρθρογράφος των NYTimes στέκεται ιδιαίτερα στον παγκόσμιο χαρακτήρα που έχουν η εισβολή της Ρωσίας και ο πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς. «Διεξάγονται τόσο σε φυσικά πεδία μάχης όσο και σε ψηφιακά, με τεράστια παγκόσμια εμβέλεια και επιπτώσεις» σημειώνει. «Στον σημερινό στενά διασυνδεδεμένο κόσμο, είναι πιθανό ότι ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας -η οποία είναι περίπου διπλάσια σε μέγεθος από την Ουάσινγκτον- θα μπορούσε να κρίνει τον επόμενο πρόεδρο στην Ουάσινγκτον, καθώς ορισμένοι νέοι Δημοκρατικοί εγκαταλείπουν τον πρόεδρο Μπάιντεν λόγω της υποστήριξής του προς το Ισραήλ», προσθέτει.
O πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς «δεν ήταν τόσο αναπόφευκτος όσο κάποιοι θέλουν να πιστεύετε» υποστηρίζει ο Φρίντμαν. Απορρίπτει κάθετα τις απόψεις που διατυπώθηκαν στη Μέση Ανατολή και αλλού (ακόμη και από φοιτητές στο Χάρβαρντ) ότι η Χαμάς δεν είχε άλλη επιλογή από τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου. Δεν δέχεται ότι οι απαγωγές Ισραηλινών ηλικίας 10 μηνών έως και 86 ετών ή ο βιασμός ισραηλινών γυναικών, «θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να δικαιολογηθούν», ούτε ως «απόδραση από τη φυλακή».
Ο ίδιος εκτιμά στους NYTimes ότι αν η Χαμάς είχε αγκαλιάσει το Οσλο, «όχι μόνο ο κόσμος θα είχε παραταχθεί για να βοηθήσει και να επενδύσει σε αυτό, αλλά θα ήταν το πιο ισχυρό εφαλτήριο για ένα παλαιστινιακό κράτος στη Δυτική Οχθη, στην καρδιά της πατρογονικής πατρίδας των Παλαιστινίων». Αντίθετα, σημειώνει ο Φρίντμαν, η Χαμάς αποφάσισε να κάνει τη Γάζα εφαλτήριο για την καταστροφή του Ισραήλ.
Παράλληλα τονίζει ότι ο στόχος του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν πάντοτε να καταστρέψει μια για πάντα την επιλογή του Οσλο. «Σε αυτό, ο Μπίμπι (το παρατσούκλι του Νετανιάχου) και η Χαμάς πάντα χρειάζονταν ο ένας τον άλλον: Ο Μπίμπι για να λέει στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ισραηλινούς ότι δεν είχε άλλη επιλογή, και η Χαμάς για να λέει στους κατοίκους της Γάζας και στους νέους και αφελείς υποστηρικτές της σε όλο τον κόσμο ότι η μόνη επιλογή των Παλαιστινίων ήταν ο ένοπλος αγώνας υπό την ηγεσία της Χαμάς» τονίζει ο αρθρογράφος.
Στο πλαίσιο αυτό ο διακεκριμένος αρθρογράφος των New York Times ασκεί κριτική στις «ανοησίες» που ακούστηκαν όπως λέει από ομάδες φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Από την άλλη πλευρά, επιμένει ότι ο Νετανιάχου έχει βαλθεί να υπονομεύσει τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής πολιτικής για τη Μέση Ανατολή τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: το πλαίσιο του Οσλο των δύο κρατών για δύο λαούς που εγγυάται την παλαιστινιακή κρατική υπόσταση και την ισραηλινή ασφάλεια.
«Συνοψίζοντας, αυτός ο πόλεμος είναι τόσο άσχημος, θανατηφόρος και επώδυνος, που δεν είναι να απορεί κανείς που τόσοι πολλοί Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί θέλουν να επικεντρωθούν μόνο στην επιβίωση και σε καμία από τις επιλογές που τους οδήγησαν εδώ» σχολιάζει κλείνοντας ο Φρίντμαν. Και τονίζει πως «η κατάσταση σήμερα είναι τόσο τρομερή που οι άνθρωποι τρέχουν για να αποφύγουν την πραγματικότητα όπως τρέχουν να σωθούν από τις ρουκέτες (…) Δεν έχει νόημα να κουνάμε το δάχτυλο. Το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα».