Πρόσφατα ο Ενρίκο Λέτα, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος (PD), τάχθηκε υπέρ της δραστικής αύξησης του φόρου κληρονομιάς στην πατρίδα του, ούτως ώστε να λάβουν οι 18άρηδες της Ιταλίας (που επλήγησαν άνισα από την πανδημία) περί τα δέκα χιλιάδες ευρώ έκαστος.
Η πρότασή του προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αρνητικές ως επί το πλείστον, με τον Μάριο Ντράγκι να δηλώνει ξεκάθαρα πως «τώρα είναι η ώρα να δώσουμε λεφτά στους πολίτες, όχι να πάρουμε λεφτά από τους πολίτες».
Ωστόσο σύμφωνα με τον Τομά Πικετί, τον διάσημο γάλλο οικονομολόγο, συγγραφέα των έργων «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» και «Κεφάλαιο και Ιδεολογία» τα οποία επαινέθηκαν και επικρίθηκαν εξίσου, η πρόταση του Ενρίκο Λέτα είναι σωστή μεν «πολύ μετριοπαθής» δε.
Με αφορμή τη συμμετοχή του διακεκριμένου μελετητή των ανισοτήτων στο 16ο Φεστιβάλ Οικονομίας του Τρέντο, στην Ιταλία, που ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή, ο Φραντσέσκο Μανακόρντα της La Repubblica υπενθυμίζει σε κείμενό του ότι ο Τομά Πικετί πρεσβεύει τον αποκαλούμενο «συμμετοχικό σοσιαλισμό». Περισσότερο από τις ΗΠΑ, «η πρότασή του εστιάζει στις ευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατίες, καταρχάς στη Σουηδία, όπου το κοινωνικό κράτος είναι ισχυρό, η φορολογία εισοδήματος ιδιαίτερα προοδευτική και οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στη διοίκηση των επιχειρήσεων όπως και στο γερμανικό μοντέλο», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
Το ότι συγκεκριμένες προτάσεις του Πικετί με στόχο την καταπολέμηση των οικονομικών ανισοτήτων ανά τον κόσμο θεωρούνται ακραία ριζοσπαστικές, είναι ευρέως γνωστό. Υποστηρίζει, για παράδειγμα, πως όλοι όσοι έχουν εισόδημα 10.000 φορές μεγαλύτερο από το μέσο εισόδημα πρέπει να φορολογούνται με συντελεστή έως και 90%. Τάσσεται επίσης υπέρ της θέσπισης ενός ετήσιου εξίσου υψηλού φόρου μεγάλης περιουσίας.
Ομως στη συνέντευξη που έδωσε στην ιταλική εφημερίδα ο Πικετί αναφέρθηκε καταρχάς στον κορονοïό. «Η πανδημία, πέρα από τις καταστροφικές συνέπειες σε όλον τον κόσμο, απέδειξε την ευθραυστότητα του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου μας. Ολοι αντιλήφθηκαν ότι χρειαζόμαστε καλές δημόσιες υπηρεσίες, όπως είναι οι υπηρεσίες υγείας, και πως υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα από τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ και τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η κρίση του 2008, και τώρα αυτή η κρίση, σηματοδοτούν την έξοδο από μία συγκεκριμένη μορφή υπερκαπιταλισμού και νεοφιλελευθερισμού, που ήταν υπέρ το δέον αισιόδοξοι όσον αφορά την ικανότητα των αγορών να αυτορυθμίζονται και να επιλύουν όλα τα προβλήματα», υποστήριξε.
Οσον αφορά τις οικονομικές ανισότητες και το ενδεχόμενο να εντάθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, o 50χρονος ακαδημαϊκός θεωρεί πως είναι ακόμα νωρίς για έναν τελικό απολογισμό της κρίσης. Γνωρίζουμε ήδη, ωστόσο, ότι τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και όλοι όσοι εργάζονται κάτω από επισφαλείς συνθήκες, επλήγησαν περισσότερο από όσους βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, από τους υπαλλήλους, για παράδειγμα, που είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν άμεσα στις νέες συνθήκες και να εργάζονται εξ αποστάσεως.
Συγχρόνως, οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη αύξησαν σημαντικά τον πλούτο τους, ειδικά εκείνοι που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας. Ο Πικετί θεωρεί ότι ο διάλογος όσον αφορά την αναδιανομή του πλούτου θα επισπευστεί εξαιτίας της πανδημίας και των συνεπειών της. Υπογράμμισε, όμως, πως ένας αέρας αλλαγής είχε αρχίσει ήδη να πνέει πριν από την πανδημία.
«Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ. Οταν το 2016 είχα μιλήσει στην Δημοκρατική γερουσιαστή
Ο ίδιος, ωστόσο, εάν ήταν στο χέρι του, θα έκανε περισσότερα. «Να αυξηθεί ο φόρος κληρονομιάς, βεβαίως, αλλά χρειάζεται επίσης η επιβολή ενός ετήσιου φόρου στις μεγάλες περιουσίες. Εάν θέλουμε πραγματικά να αναδιανείμουμε τον πλούτο, πριν να δημιουργήσουμε την “κληρονομιά για όλους” που εγώ υπερασπίζομαι, είναι απαραίτητο ένα σύστημα εγγυήσεων, ένας κατώτατος μισθός για τους εργαζόμενους ή ένα βασικό εισόδημα. Και πρέπει να προσέξουμε μην τυχόν αυτή “η κληρονομιά για όλους” καταστεί μέσο για την κατάργηση άλλων πτυχών του κοινωνικού κράτους, όπως η δημόσια Υγεία και η δημόσια Παιδεία. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος φιλελεύθερος να βρει την ευκαιρία για να επωφεληθεί, δηλώνοντας “πάρε τα δυο χιλιάρικά σου και σταμάτα να μας ενοχλείς”», προειδοποιεί ο Πικετί.
Ερωτηθείς για την αντίδραση του Μάριο Ντράγκι στην πρόταση Λέτα –«δεν είναι ώρα για νέους φόρους», υποστήριξε ο ιταλός πρωθυπουργός– ο Πικετί σημείωσε καταρχάς πως τον εκτιμά ιδιαίτερα. «Αλλά δεν νομίζω πως ο Ντράγκι πιστεύει ότι μπορεί να χρηματοδοτήσει τα πάντα μέσω της αύξησης του χρέους. Εξαρτάται από τον ορίζοντά του. Εάν σκέφτεται να παραμείνει στη θέση του για ένα ακόμη χρόνο, τότε η αντίδραση του είναι κατανοητή. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει η πενταετία ή δεκαετία, η περίοδος κατά την οποία αυτά τα προβλήματα θα τεθούν αναπόφευκτα», είπε.
Σχολιάζοντας τις προσπάθειες της ΕΕ για την επανεκκίνηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, ο Πικετί εξήγησε ότι «πιστεύεται πως είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση μόνο μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία δανείζει χρήματα στα κράτη με μηδενικά επιτόκια. Αλλά αυτή η κατάσταση που εκ πρώτης όψεως δείχνει να λειτουργεί, στην πραγματικότητα είναι πολύ εύθραυστη».
Γιατί τα μηδενικά επιτόκια επιλύουν το πρόβλημα της αύξησης του δημόσιου χρέους, αλλά δημιουργούν ένα άλλο πρόβλημα, που σχετίζεται με την ανισότητα των περιουσιών. «Για τους μικρούς αποταμιευτές τα μηδενικά επιτόκια δεν είναι απαραίτητα επωφελή, ενώ για όλους όσοι έχουν μεγάλη περιουσία και τη δυνατότητα να επενδύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή σε ακίνητα, μπορούν να καταστούν ιδιαίτερα επικερδή. Θεωρώ ότι είναι απαραίτητη μια νέα μορφή νομισματικής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας τα χρήματα θα προσφέρονται απευθείας στους απλούς ανθρώπους και όχι στις τράπεζες και σε όσους μπορούν να δανειστούν. Και στη συνέχεια, κάποια μέρα θα χρειαστεί σίγουρα και η συνεισφορά των πλουσιότερων», επανέλαβε ο Πικετί.
«Ολες οι μεγάλες κρίσεις δημοσίου χρέους επιλύθηκαν και με αυτόν τον τρόπο. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1952, θεσπίστηκε έκτακτη εισφορά στις μεγαλύτερες ατομικές περιουσίες ύψους έως και 50%, κίνηση που επέτρεψε την ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους και τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης», ανέφερε σχετικά.