Ο Αλέξανδρος Λιώκης εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από το 2011, στην Ιταλία με όλο και μεγαλύτερες ευθύνες, πλέον στο Centro Stile του γκρουπ της Stellantis και συγκεκριμένα στην Alfa Romeo, δηλαδή στο σχεδιαστικό της κέντρο. Τελευταίο του δημιούργημα η εξωτερική σχεδίαση της Alfa Romeo Tonale, ενός SUV που η αλήθεια είναι πως γυρνάς και το κοιτάς. Και, ως γνωστόν, τα SUV δεν γυρνάς και τόσο ενστικτωδώς να τα κοιτάς.
Παράλληλα, ωστόσο, με την εμπλοκή του στην πρώτη γραμμή των σχεδιαστικών εξελίξεων της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Αλέξανδρος Λιώκης τρέφει μια μεγάλη αγάπη για αυτοκίνητα περασμένων δεκαετιών. Όχι οτιδήποτε, φυσικά. Μόνο με προσωπικότητα, ιδιαίτερα σχεδιαστικά και με μοναδικό στυλ. Ήδη, για παράδειγμα, στο γκαράζ του στην Ιταλία βρίσκονται, μεταξύ άλλων, ένα πρώτης γενιάς Mazda MX-5 (NA), ένα Renault 5, ένα Fuego, όπως και μία Alfa Romeo 116 του 1983. Όσο για αυτά που ονειρεύεται κάποια στιγμή να στεγάσει; Χμμμ. Δύσκολη ερώτηση. Όπως λέει ο ίδιος, «η λίστα είναι τεράστια. Πάντως, αν είχα τη δυνατότητα, θα ήθελα μία Giulia QV, ενώ πιο ρεαλιστικός μου στόχος είναι ένα BMW Z3 Coupe – ο χαρακτήρας που λέγαμε».
Σήμερα, πάντως, το θέμα μας είναι αυτό το τόσο χαρισματικό δίθυρο της Fiat. Οργανικό σχήμα, προβολείς που παραπέμπουν σε αμφίβιο, ακμές και τόλμη. Ξεκάθαρα και διά γυμνού οφθαλμού: το Coupe κουβαλάει πολλά κιλά προσωπικότητας. Επί του τυπικού; Καρπός του «αιρετικού» Κρις Μπανγκλ, του ανθρώπου που άλλαξε δραστικά τις BMW όσο κανείς άλλος στις αρχές του μιλένιουμ, και του οίκου Pininfarina. Ο πρώτος ανέλαβε την εξωτερική σχεδίαση και ο δεύτερος το κόκπιτ και την κατασκευή του.
Ο Αλέξανδρος βρέθηκε φέτος να γυρνά στην Ελλάδα με το προσωπικό του Fiat Coupe. Όπως μου λέει, πρόκειται για ένα αυτοκίνητο που είχε απωθημένο εδώ και πολλά χρόνια. «Είχα προσπαθήσει να αγοράσω και παλαιότερα ένα τέτοιο αλλά δεν τα είχα καταφέρει. Ανεξαρτήτως κινητήρα (σ.σ. το Coupe έβγαινε με κινητήρες 1.8 και 2.0 λίτρων ενώ το «πιστόλι» ήταν ο πεντακύλινδρος 20V Turbo), ήθελα να βρω κάποιο, αυστηρά ή σε κίτρινο ή σε μπλε», λέει.συγκεκριμένο μπλε. Τι του κλικάρει; «Το βρίσκω τόσο μοντέρνο και προωθημένο αλλά και τόσο ιταλικό και φινετσάτο, ταυτόχρονα. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για instant classic», προσθέτει.
Προσωπικά, θυμάμαι ακόμη την εμπειρία ενός δημοσιογραφικού ασημί 20V, κάποτε. Το αυτοκίνητο ήταν πύραυλος εδάφους με τα μέτρα των επιδόσεων της εποχής. Κάτι σαν Φεράρι της διπλανής πόρτας, δεν πιανόταν. Και ήταν αυτό με το οποίο, στην παλιά εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης, είχα κάνει personal best. Ο συνολικός χρόνος δεν γράφεται γιατί θα κατέληγα Κορυδαλλό και, ευτυχώς, το αδίκημα έχει παραγραφεί.
Αυτήν την έκδοση, λοιπόν, τη δυνατή, με τα 220 PS και τα 310 Nm ροπής από το δίλιτρο μοτέρ, έχει ο Αλέξανδρος. Όπως εξομολογείται, «αυτό το 20V του 1998 το βρήκα τυχαία καθώς ο άτιμος ο αλγόριθμος του Facebook πλέον γνωρίζει τα γούστα μου και μου το ‘’έβγαλε’’. Όταν, λοιπόν, το είδα σε μπλε και χαμηλή τιμή (υπήρχε λόγος), δεν έχασα δευτερόλεπτο και πήγα να το δω. Δυστυχώς βρήκα ακριβώς αυτό που φοβόμουν. Ένα αυτοκίνητο που ήθελε πολλή δουλειά αλλά δεν ήταν τόσο κακό ώστε να το εγκαταλείψω. Ναι, είχε 335.000 χιλιόμετρα και ξέρω ότι οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος θα το προσπερνούσε. Όμως έχω φετίχ να βρίσκω και να σώζω τέτοια αυτοκίνητα. Μου αρέσει πολύ η διαδικασία της αποκατάστασης, σε συνδυασμό με πολλή προσωπική εργασία».
Αντίθετα με ό,τι ίσως φαντάζεστε για έναν άνθρωπο που ζει και εργάζεται στην Ιταλία, ο Αλ. Λιώκης βρήκε το Fiat Coupe 20V στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στη Γλυφάδα. Αφημένο για καιρό και έχοντας βαρέσει πιστόνι. Έρμαιο της εντροπίας και του χρόνου. Στη συνέχεια ξεκίνησε να ψάχνει το γενεαλογικό «δέντρο» του αυτοκινήτου. Μάλιστα, στο παρελθόν, το συγκεκριμένο είχε φιγουράρει και σε εξώφυλλο ειδικού περιοδικού, με 420 ίππους, παρέα με μία M3 και ένα Evo, συνοδευόμενο μάλιστα και με DVD. Το σύμπαν συνωμότησε και υπήρξε φίλος του Αλέξανδρου από τη Θεσσαλονίκη που είχε στην κατοχή του το συγκεκριμένο τεύχος και το οποίο, γενναιόδωρα, του το χάρισε. Και κάπως έτσι, τυχαία και από το πουθενά, ο Λιώκης βρέθηκε να ψαχουλεύει τον χώρο της αναβάθμισης. Βρήκε τον μηχανικό του αυτοκινήτου, στην Κυψέλη, αυτόν που το συντηρούσε επί δεκαπέντε χρόνια, και αποφάσισαν να κρατήσουν τις μετατροπές κάνοντάς το ακόμα καλύτερο. Η λέξη-κλειδί είναι «σφυρήλατο». Μετά από ένα χρόνο δουλειάς, το άλλοτε παρατημένο Fiat Coupe 20V ήταν έτοιμο, τουλάχιστον μοτερικά.
Ο Αλέξανδρος έχει σημειώσει και την ημερομηνία. Ήταν 14 Αυγούστου του 2022 όταν το πρωτοπήρε από το συνεργείο. Μόνο που δεν πρόλαβε να κάνει εκατό μέτρα και έσβησε. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν και τόση σημασία, ωστόσο έχοντας βαθιά γνώση των αυτοκινήτων, συνειδητοποιημένος και αενάως βενζινοαίματος, ξέρει πως ένα αυτοκίνητο 25 ετών που ήταν παρατημένο για αρκετά χρόνια θα βγάλει προβλήματα μέχρι να αντικατασταθούν τα πάντα.
Στην πορεία το υπέροχο μπλε Coupe του ’98 του έχει χαρίσει «φοβερές συγκινήσεις και αρκετές σφαλιάρες», όπως μας εξηγεί. «Όταν δουλεύει, είναι φανταστικό. Πέραν του σχεδιαστικού που με γοήτευσε αρχικά, ανακάλυψα ότι είναι και εξαιρετικό οδηγικά – όχι, δεν είναι μόνο για ευθείες. Από τη στιγμή που χώνεσαι στο μπάκετ της Recaro, ο βόμβος του πεντακύλινδρου σε συνδυασμό με το συριγμό της τουρμπίνας αποτελούν μοναδική εμπειρία. Το τιμόνι έχει το βάρος που χρειάζεται με αρκετά γρήγορη κρεμαγιέρα. Η αλήθεια είναι ότι το μοτέρ κρεμάει μέχρι τις 3.500 rpm, όμως μετά έρχεται μια καταιγιστική έκρηξη, κατευθείαν από τα ’90s, που σε κολλά στο κάθισμα καθώς παλεύεις με το μπλοκέ διαφορικό που σε τραβάει όπως θέλει αυτό. Το Fiat Coupe 20V θέλει σεβασμό αλλά, αν το μάθεις, είναι πολύ ρυθμίσιμο και συμμετοχικό», περιγράφει από τη θέση του οδηγού.
Φέτος, τον Μάη, το έφερε στη γενέτειρά του, το Τορίνο, όπου ζει και εργάζεται. Έχει κάνει ένα κάρο διαδρομές μαζί του. Μέχρι και κάποια 800 χιλιόμετρα «έγραψε» πρόσφατα σε ένα Σαββατοκύριακο στις Άλπεις χωρίς κανένα πρόβλημα και, μάλιστα, πιέζοντας αρκετά. Για να τα λέμε κι όλα, προγενέστερα, δυο εβδομάδες αφότου το είχε φέρει στο Τορίνο, σε μια γερά τουρμπισμένη 2η ακούστηκε ένα πολύ γερό «μπαμ» και το διαφορικό έγινε θρύμματα. Ο Αλέξανδρος, μαθημένος σε τέτοια, το έφτιαξε και έκτοτε δεν έχει ξαναμείνει.
Έχουν να γραφτούν κι άλλα για την ιστορία αυτού του ιδιαίτερου Fiat αλλά θα πάει μακριά η βαλίτσα. Οπότε το κλείνω εδώ με τον επίλογο να ανήκει αυτονόητα στον ίδιο τον Αλέξανδρο Λιώκη: «Στα αυτοκίνητα με ελκύει ο χαρακτήρας και το συγκεκριμένο έχει περίσσιο. Τόσο σχεδιαστικά όσο και μηχανολογικά. Όπως και ο ήχος του πεντακύλινδρου. Είναι όλα τόσο dramatic. Σαν μια σχέση πάθους που θα σου προσφέρει ένα δυνατό κοκτέιλ συναισθημάτων».