Ο Fendi, ένας από τους πιο διάσημους οίκους μόδας στον κόσμο, ιδρύθηκε το 1925 στη Ρώμη από την Αντέλε και τον Εντοάρντο Φέντι, και είναι ένας από τους λίγους, που εξακολουθεί να είναι οικογενειακή επιχείρηση με την καλλιτεχνική διεύθυνση να περνάει από μάνα σε κόρη, έστω και αν από το 1999 το πλειοψηφικό μερίδιο (51%) ανήκει στον όμιλο ειδών πολυτελείας LVMH.
Ξεκίνησε ως εργαστήριο γουναρικών και δερματίνων ειδών στη Βία ντελ Πλεμπισίτο. Το 1932, οι Φέντι άνοιξαν μια μπουτίκ στην Βία Πιάβε, που έγινε αμέσως δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Στη συνέχεια, η επιχείρηση πέρασε στις πέντε κόρες των Φέντι, Πάολα, Αννα, Φράνκα, Κάρλα και Αλντα. Το 1965, ο Καρλ Λάγκερφελντ ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή για τα γουναρικά και τις συλλογές των γυναικείων prêt-à-porter συλλογών του οίκου, που λανσαρίστηκαν το 1977. Και τη δεκαετία του 1980, ο Fendi επεκτάθηκε στα αρώματα, τα οπτικά, τα τζιν ακόμη και στα είδη σπιτιού.
Η Σίλβια Βεντουρίνι Φέντι, κόρη της Αννα, μπήκε επίσης στην οικογενειακή επιχείρηση και από το 1994 είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια των αξεσουάρ και co-designer μαζί με τον Λάγκερφελντ των γυναικείων σειρών του οίκου. Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο ιδιοφυής γερμανός designer -μια από τις μεγαλύτερες διάνοιες στον χώρο της μόδας- εκτός από τον οίκο Chanel, εργάστηκε και σε πολλούς άλλους οίκους υψηλής ραπτικής (μεταξύ των οποίων οι Jean Patou, Charles Jourdan, Pierre Balmain, Krizia, Tiziani, Valentino και Chloé) ακόμη και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους απογειώνοντας τη φήμη και τις πωλήσεις τους.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα και με τον Κιμ Τζόουνς (αν και έχουν πολύ διαφορετική αισθητική), ο οποίος έχει συνδέσει ο όνομά του με διάσημα brands, μεταξύ των οποίων των Hugo Boss, Mulberry, Iceberg, Dunhill, Louis Vuitton και Kanye West για τη σειρά Pastelle. Οταν ο Λάγκερφελντ απεβίωσε ξαφνικά το 2019, ο Τζόουνς ορίστηκε κατά κάποιον τρόπο διάδοχός του. Ο πρωτοπόρος βρετανός designer είναι πλέον ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ανδρικής συλλογής του Dior στο Παρίσι και ο σχεδιαστής των γυναικείων ενδυμάτων του Fendi στη Ρώμη.
Το 2020 ο Τζοουνς έφερε στον οίκο Fendi την Ντελφίνα Ντελετρέζ Φέντι, κόρη της Σίλβια Βεντουρίνι Φέντι, ως καλλιτεχνική διευθύντρια κοσμημάτων. Η Vogue γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Fendi ήταν πάντα μια ιστορία γυναικών και ανδρών», όπως θυμήθηκε η Βεντουρίνι Φέντι. «Είναι ωραίο να βλέπεις ότι αυτό το είδος αλχημείας επαναλαμβάνεται σήμερα με τον ερχομό του Κιμ αλλά και της Ντελφίνα», πρόσθεσε.
Στη φετινή επίδειξη μόδας του Fendi στο Παρίσι, λοιπόν, οι πολύτιμοι λίθοι έλαμψαν στα αυτιά, τον λαιμό και τα δάχτυλα των μοντέλων, που περπάτησαν στην πασαρέλα, αλλά και στις ζώνες και τις τσάντες που κρατούσαν. Λευκόχρυσος και διαμάντια στόλιζαν ακόμη και τα φουτουριστικά γυαλιά που σχεδίασε η Ντελφίνα Φέντι για να συνοδεύσει τις δημιουργίες του Τζόουνς. Και τα οποία γυαλιά θα είναι μοναδικά, όπως όλα τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν στην επίδειξη.
Πρόκειται για μια ξέφρενη περίοδο στο ημερολόγιο των οίκων υψηλής μόδας, με τη σεζόν των βραβείων σε πλήρη εξέλιξη και τον ανταγωνισμό για το δικαίωμα στο ντύσιμο των υποψηφίων για Οσκαρ να κορυφώνεται, σημειώνει η Σάσα Σλέιτερ στην Telegraph, στην ανταπόκρισή της από τη γαλλική πρωτεύουσα, όπου ο πυρετός των επιδείξεων μόδας ανεβαίνει καθημερινά.
Ο Κιμ Τζόουνς, δημιουργικός διευθυντής του οίκου Fendi, παρουσίασε φέτος στο Παρίσι μια συλλογή γυναικείων ενδυμάτων που ήταν μεν λαμπερή αλλά και «άνετη». «Η πελάτισσα θέλει να μπορεί να κινείται και να κάθεται», εξήγησε στην πρες κόνφερανς πριν από το ντεφιλέ.
Και μπορεί μεν να έχει δίκιο, αλλά η άνεση είναι δευτερεύον ζήτημα όταν πρόκειται για μια τουαλέτα με πούλιες καλυμμένες με μικρές ασημένιες αλυσίδες, που χρειάστηκαν τρεις εβδομάδες και τρεις ειδικοί για να δημιουργηθεί. Ωστόσο, όπως είπε ο γεννημένος στο Λονδίνο designer, εκείνο που έχει πραγματικά σημασία, είναι η αποκλειστικότητα: «Καμιά πελάτισσα δεν θέλει να ξοδέψει 180.000 ευρώ για ένα φόρεμα και να πάει σε ένα πάρτι και να δει κάποια άλλη να το φοράει επίσης».
Ετσι, κάθε ένδυμα του Fendi είναι πλέον διαθέσιμο αποκλειστικά και μόνο για ένα άτομο σε όλο τον κόσμο, δίνεται μετά από κλήρωση και οι πελάτισσες του οίκου πρέπει να είναι ταχύτατες για να εξασφαλίσουν την εμφάνιση που θέλουν.
Αλλοι σχεδιαστές έχουν παρουσιάσει κολεξιόν με βολάν και φρίλια σε επιχρυσωμένα δωμάτια ροκοκό, ο Fendi, όμως, ένας οίκος σχετικά νέος στο παιχνίδι -παρουσίασε την πρώτη του επίδειξη υψηλής ραπτικής μόλις το 2017– το κάνει διαφορετικά. Το σκηνικό του ντεφιλέ θύμισε το όχι και τόσο μακρινό μέλλον του «Γκάτακα» (1997) με ασημί τοίχους και πολύ λευκό φως. Μαυροφορεμένοι υπηρέτες με ξεσκονόπανα στα παπούτσια τους γλιστρούσαν πάνω στο αλουμινένιο πάτωμα για να εξαφανίσουν τυχόν σημάδια και γρατσουνιές.
Η απλότητα ήταν το χαρακτηριστικό της συλλογής. Ακόμη και τα πιο αέρινα σιφόν σε ασημί, λευκό, ροζ, μαύρο και σοκολατί ήταν μινιμαλιστικά, με την επιδεξιότητα της μοδίστρας να είναι ορατή μόνο στις καθαρές γραμμές.
Η εξέλιξη της υψηλής μόδας ήταν επίσης παρούσα. Αν και ο Fendi ξεκίνησε ως ρωμαϊκός οίκος γουναρικών, τα μοντέλα του δεν θα φορούν πια βιζόν ή αλεπού στην πασαρέλα. Αλλά, ο Τζόουνς δημιούργησε φέτος το εφέ της γούνας, τον όγκο και την υφή της, σε ένα φουσκωτό καφέ παλτό και ένα μακρύ πετρόλ-μπλε φόρεμα, χρησιμοποιώντας μεταλλικές κλωστές.
Ακόμη, κλείνοντας για άλλη μια φορά το μάτι στο παρελθόν του ιταλικού οίκου, παρουσίασε τσάντες baguette από εξωτικά δέρματα στολισμένες με βιζόν, και μερικά μαύρα φορέματα και σακάκια με κροκό εφέ σε στιλ Κρουέλα ντε Βιλ.
H Ζεντάγια, γράφει η Σάσα Σλέιτερ στην Telegraph, καθόταν στην πρώτη σειρά του ντεφιλέ του Fendi. Αλλά όπως σημειώνει η δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας, είναι μάλλον απίθανο να κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο κόκκινο χαλί με ένα από αυτά τα μοντέλα. Ωστόσο, η νεαρή αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια θα μπορούσε να τραβήξει αρκετά την προσοχή φορώντας το εφαρμοστό μάξι λευκό πλεκτό με το κλος τελείωμα που σκουπίζει το πάτωμα…