Ο Τζο Μπάστιανιτς, γνωστός και από το Masterchef, δεν βλέπει βιώσιμο μέλλον στο fine dining | CreativeProtagon / Shutterstock
Θέματα

Το τέλος της υψηλής μαγειρικής και η «δημοκρατική κουζίνα» 

Διεθνώς παρατηρείται στροφή προς την εστίαση που μπορεί να προσφέρει ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μαγειρεύουμε για το πλουσιότερο 0,1%. Δεν είναι καν βιώσιμο», δηλώνει ο διάσημος μεγαλο-εστιάτορας Τζο Μπάστιανιτς
Protagon Team

Να φανταστούμε – μας προτρέπει ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera – τους υποδηματοποιούς όλου του κόσμου που κατασκευάζουν άνετα, φθηνά, λαϊκά παπούτσια και βάλλουν έτσι κατά των οίκων υψηλής υποδηματοποιίας, υποστηρίζοντας πως δεν γίνεται να φτιάχνουν υποδήματα αξίας χιλιάδων ευρώ «για το πλουσιότερο 0,1%».

Ή τους κατασκευαστές μικρών, οικονομικών αυτοκινήτων να αγανακτούν με την υπερβολική πολυτέλεια των Bugatti, Maserati και Lamborghini, προβλέποντας την εξαφάνισή τους, στο όνομα των λαϊκών και εργαζόμενων μαζών που δεν μπορούν ούτε καν να φανταστούν πώς είναι να έχεις ένα τέτοιο αυτοκίνητο.

Σύμφωνα με τον ιταλό αρθρογράφο, τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι θα ακούγονταν ως «παλαίμαχοι κομμουνιστές ή συμπαθητικοί αιθεροβάμονες, στην καλύτερη περίπτωση».

Ωστόσο δεν υπάρχει λόγος να φανταστούμε κάποιον να διαμαρτύρεται για τις υπερβολές του αποκαλούμενου fine dining και να απαιτεί το κλείσιμο των πανάκριβων, πολυτελών εστιατορίων, προβλέποντας, μάλιστα, το τέλος τους, στο όνομα του κυρίαρχου λαού.

Διότι εδώ και περίπου μία διετία, στη μετά Covid εποχή, ολοένα περισσότεροι υποστηρίζουν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και πως η υψηλή εστίαση πνέει τα λοίσθια.

Ο Τρότσινο σημειώνει πως δεν πρόκειται απλά για μια απαισιόδοξη πρόβλεψη όσον αφορά τα «αστεράτα» εστιατόρια, αλλά για κρίση η οποία, μάλιστα, λανσάρεται από τους θιασώτες της ως πρωτίστως ηθική.

Ο τελευταίος που έθιξε το ζήτημα είναι ο αμερικανοϊταλός μεγαλοεστιάτορας Τζο Μπάστιανιτς: «Πλέον επιδιώκω μια δημοκρατική κουζίνα που μπορεί να προσφέρει ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μαγειρεύουμε για το πλουσιότερο 0,1%. Δεν είναι καν βιώσιμο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που γίνεται ξεκάθαρο αντιληπτό στην αμερικανική βιομηχανία της εστίασης. Επιπλέον, δεδομένου του κόστους στις μεγάλες πόλεις, η διαχείριση ενός εστιατορίου υψηλού επιπέδου είναι πολύ δύσκολη», είπε, συνομιλώντας με την Ελεονόρα Κοτσέλα της La Repubblica.

Σύμφωνα με τον άνθρωπο ο οποίος από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως σήμερα έχει ανοίξει εξήντα εστιατόρια ενώ τώρα ελέγχει περί τα 25 (στις ΗΠΑ και στην Ιταλία) η υψηλή εστίαση «δεν περνάει κρίση, είναι νεκρή, καθώς απευθύνεται αποκλειστικά στο 0,1% του πληθυσμού. Η υψηλή εστίαση συχνά βασίζεται στις πλάτες ανθρώπων που εργάζονται σκληρά και κερδίζουν ελάχιστα. Το γεγονός ότι μπορούν να την απολαύσουν πολύ λίγοι δεν είναι καλό. Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε το φαγητό. Oλοι έχουν δικαίωμα στο καλό βιώσιμο φαγητό. Οπότε τα τελευταία χρόνια άνοιξα εστιατόρια με γνώμονα το αποκαλούμενο Fast Good Food», σημείωσε ο Τζο Μπάστιανιτς.

Σύμφωνα με τον Αλεσάντρο Τρότσινο ο ισχυρισμός του αμερικανοϊταλού μεγαλοεστιάτορα (ο οποίος είναι επίσης συγγραφέας, μουσικός και τηλεοπτική περσόνα ως κριτής σε Masterchef) περί τέλους της υψηλής εστίασης είναι υπερβολικός.

Δεν αρνείται πως ο κλάδος αντιμετωπίζει προβλήματα αλλά σημειώνει, επίσης, πως στην Ιταλία λειτουργούν 400 «αστεράτα» εστιατόρια. Οτι απευθύνονται στο 0,1% των Ιταλών, ενδέχεται να είναι αλήθεια. «Και λοιπόν;», γράφει ο δημοσιογράφος της Corriere, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως ένα διαμέρισμα αντίστοιχο με το διαμέρισμα του Μπάστιανιτς στο Μανχάταν (αξίας αρκετών εκατομμυρίων) μπορεί επίσης να το αποκτήσει ένα ελάχιστο ποσοστό.

Οσο για το ότι η υψηλή εστίαση βασίζεται «στην πλάτη ανθρώπων που εργάζονται σκληρά και αμείβονται ελάχιστα», είναι εν μέρει αλήθεια. Υπάρχουν διάσημα εστιατόρια που εκμεταλλεύονται τη φήμη τους, ώστε να προσφέρουν προβολή και εμπειρία, αντί για χρήματα, σε άμοιρους μαθητευόμενους. «Είμαστε όμως σίγουροι ότι στις “δημοκρατικές” ταβέρνες οι λαντζιέρηδες δεν πληρώνονται 300 ευρώ το μήνα; […] Και πόσο καλά πληρώνονται οι εργαζόμενοι στα fast-food», διερωτάται ο Αλεσάντρο Τρότσινο, κατηγορώντας, εμμέσως, τον Τζο Μπάστιανιτς για λαϊκισμό, δεδομένου ότι είναι πολυεκατομμυριούχος και ηγείται μιας μικρής αυτοκρατορίας πολυτελών, «ελάχιστα δημοκρατικών» εστιατορίων.

Στόχος του Ιταλού δεν είναι η εκ των προτέρων προάσπιση της υψηλής εστίασης (η υψηλή γαστρονομία είναι άλλο πράγμα) και των πολυτελών, απρόσιτων στις μάζες, εστιατορίων, αυτό που υποστηρίζει είναι πως η «δημοκρατική κουζίνα» είναι μια έννοια που στερείται νοήματος.

«Σε μια δημοκρατία μπορείς να επιλέγεις. Δεν φαίνεται ότι ο κόσμος δεν μπορεί να βρει φτηνά εστιατόρια. Και εάν δεν βρίσκει, αυτό δεν οφείλεται στο fine dining, αλλά στον πληθωρισμό, στην αύξηση τους κόστους των πρώτων υλών, στις πόλεις που έχουν ολοένα υψηλότερα ενοίκια, στην ασφυκτική γραφειοκρατία, στην πολιτική η οποία ενίοτε μερικές φορές στραγγαλίζει τις μικρές επιχειρήσεις», γράφει.