Αναπόφευκτα και δικαιολογημένα γίνεται λόγος σε όλον τον κόσμο για το «τέλος μίας εποχής» μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ. Οπως όλοι οι μονάρχες ήταν συγχρόνως ένα άτομο και ένας θεσμός. Γιόρταζε τα γενέθλιά της ως άνθρωπος, τον Απρίλιο, αλλά γιόρταζε και τα γενέθλιά της ως βασίλισσα, τον Ιούνιο, και παρότι διατήρησε το όνομά της ως μονάρχης, είχε διαφορετικούς τίτλους ανάλογα με το πού βρισκόταν.
Δεν εκδήλωνε συναισθήματα και δεν εξέφραζε απόψεις αλλά ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον ρόλο της και στα καθήκοντά της (λιγότερο από δύο ημέρες πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια πρόλαβε να διορίσει την Λιζ Τρας πρωθυπουργό της Βρετανίας) ενώ χάρη στη μακροζωία της κατέληξε όντως να ενσαρκώνει την ιδέα της σταθερότητας. Για αυτό θρηνούν οι Βρετανοί και μαζί τους εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο που ειλικρινώς συμπαθούσαν και εκτιμούσαν την Ελισάβετ.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι πρέπει και «να ωραιοποιήσουμε την εποχή της», υποστηρίζει η Μάγια Τζασάνοφ, καθηγήτρια Ιστορίας στο Χάρβαρντ και συγγραφέας τριών βιβλίων για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η Ελισάβετ ήταν επίσης «μια εικόνα: το πρόσωπο ενός έθνους που, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, είδε σχεδόν ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία να διαλύεται σε περίπου 50 ανεξάρτητα κράτη και την παγκόσμια επιρροή της να μειώνεται σημαντικά», γράφει σε άρθρο της στους New York Times.
«Η παρουσία της ως επικεφαλής του κράτους και της Κοινοπολιτείας, μιας ένωσης της Βρετανίας και των πρώην αποικιών της, επέβαλε ένα ανάλγητο συντηρητικό μέτωπο επί δεκαετίες που σημαδεύτηκαν από βίαιες αναταραχές. Ως εκ τούτου, η βασίλισσα συνέβαλε στο να συγκαλυφθεί μια αιματηρή ιστορία αποαποικιοποίησης της οποίας οι διαστάσεις και η κληρονομιά δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί πλήρως», εξηγεί η αμερικανίδα ακαδημαϊκός.
Η Ελισάβετ ανήλθε στον θρόνο το 1952, σε μια μεταπολεμική Βρετανία όπου η ζάχαρη πουλιόταν ακόμα με το δελτίο και υπήρχαν ακόμη συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο δημοσιογράφοι και σχολιαστές έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την 25χρονη βασίλισσα «ως φοίνικα που αναδύεται σε μια νέα Ελισαβετιανή Εποχή».
Η πρώτη Ελισαβετιανή Εποχή, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, σημαδεύτηκε από την μετατροπή της Αγγλίας, μιας ευρωπαϊκής χώρας δεύτερης κατηγορίας, σε υπερπόντια δύναμη, με την Ελισάβετ Α΄ να θέτει τα θεμέλια (κυρίως ενισχύοντας το Ναυτικό της) για τη δημιουργία μιας διηπειρωτικής αυτοκρατορίας.
Η Ελισάβετ Β’ από την πλευρά της μεγάλωσε σε μια βασιλική οικογένεια της οποίας η σημασία στη Βρετανική Αυτοκρατορία είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, παρότι η εξουσία της στη Βρετανία είχε συρρικνωθεί.
Η μοναρχία κατείχε την εξουσία σε έναν συνεχώς διευρυνόμενο κατάλογο αποικιών του Στέμματος, περιλαμβανομένων του Χονγκ Κονγκ (1842), της Ινδίας (1858) και της Τζαμάικα (1866). «Η βασίλισσα Βικτωρία, που ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα της Ινδίας το 1876, είχε την πρωτοκαθεδρία σε λαμπρούς εορτασμούς αυτοκρατορικού πατριωτισμού. Τα γενέθλιά της καθιερώθηκαν από το 1902 ως Ημέρα Αυτοκρατορίας. Μέλη της βασιλικής οικογένειας πραγματοποιούσαν πολυτελείς τελετουργικές περιοδείες στις αποικίες […] Το 1947, η τότε πριγκίπισσα Ελισάβετ γιόρτασε τα 21α γενέθλιά της σε μια βασιλική περιοδεία στη Νότια Αφρική, εκφωνώντας μια ομιλία κατά την οποία υποσχέθηκε ότι “όλη μου η ζωή, είτε έχει μεγάλη διάρκεια είτε είναι σύντομη, θα είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία σας και υπηρεσία της μεγάλης αυτοκρατορικής μας οικογένειας στην οποία ανήκουμε όλοι”. Βρισκόταν σε μια άλλη βασιλική περιοδεία, στην Κένυα, όταν έμαθε για τον θάνατο του πατέρα της», αναφέρει ενδεικτικά η Τζασάνοφ.
Την ημέρα της στέψης της Ελισάβετ οι λονδρέζικοι Times μετέδωσαν περήφανα την κατάκτηση της κορυφής του Εβερεστ από τον Σέρπα Τένζινγκ Νοργκάι και τον Νεοζηλανδό Εντμουντ Χίλαρι, κάνοντας λόγο για «αίσιο και δυναμικό οιωνό για μία ακόμη ελισαβετιανή εποχή».
Παρά το αυτοκρατορικό κλίμα που επικρατούσε κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας της, η Ελισάβετ δεν επρόκειτο να φέρει ποτέ τον τίτλο της αυτοκράτειρας (καταργήθηκε μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας και του Πακιστάν το 1947). Αλλά κληρονόμησε και διατήρησε μια αυτοκρατορική μοναρχία ως επικεφαλής της Κοινοπολιτείας. Το 1953, κατά το χριστουγεννιάτικο διάγγελμά της, η νεαρή βασίλισσα επισήμανε, μεταξύ άλλων, πως «η Κοινοπολιτεία δεν έχει καμία ομοιότητα με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος».
Ομως, «άλλα υποδηλώνει η Ιστορία της», γράφει η αμερικανίδα ιστορικός, εξηγώντας πως η Κοινοπολιτεία «είχε τις ρίζες της σε μια ρατσιστική και πατερναλιστική αντίληψη της βρετανικής κυριαρχίας ως μορφή κηδεμονίας, στο πλαίσιο της οποίας οι αποικίες εκπαιδεύονται στις ευθύνες της αυτοδιακυβέρνησης […] Η Κοινοπολιτεία ήταν η συνέχεια της αυτοκρατορίας και ένα όχημα για τη διατήρηση της διεθνούς επιρροής της Βρετανίας».
Σε φωτογραφίες από συνόδους ηγετών της Κοινοπολιτείας η «λευκή βασίλισσα κάθεται μπροστά και στο κέντρο ανάμεσα σε δεκάδες κυρίως μη λευκούς πρωθυπουργούς», και είναι αλήθεια πως η Ελισάβετ υπήρξε ιδιαίτερα δυναμική στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της ως επικεφαλής της Κοινοπολιτείας, μην διστάζοντας ακόμη και να συγκρουστεί με υπουργούς της, προασπιζόμενη τα συμφέροντά της.
Ωστόσο οι εν λόγω φωτογραφίες δεν αποκαλύπτουν τίποτα, όσον αφορά «τη βία που κρύβεται πίσω τους», γράφει η ιστορικός του Χάρβαρντ. Ενδεικτικά υπενθυμίζει πως το 1948 ο αποικιακός κυβερνήτης της Μαλάγια κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να πολεμήσει τους κομμουνιστές αντάρτες και τα βρετανικά στρατεύματα εφάρμοσαν τακτικές κατά της εξέγερσης που επρόκειτο να εφαρμόσουν στη συνέχεια και οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ. Το 1952 ο κυβερνήτης της Κένυας κήρυξε και αυτός τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να καταστείλει ένα αντιαποικιακό κίνημα (Μάου Μάου) με τους Βρετανούς να εγκλείουν δεκάδες χιλιάδες Κενυάτες σε στρατόπεδα και να τους υποβάλλουν σε απάνθρωπα βασανιστήρια.
Στην Κύπρο το 1955 και στο Αντεν της Υεμένης το 1963, οι βρετανοί κυβερνήτες κήρυξαν ξανά κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσουν μια σειρά από επιθέσεις κατά του καθεστώτος τους, βασανίζοντας και και εκτελώντας πολίτες. Κάποια στιγμή, η δυναμική της έκτακτης ανάγκης έφτασε και στη Βρετανία λόγω των «Ταραχών» (The Troubles) στην Ιρλανδία, με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό να δολοφονεί το 1979 τον συγγενή της βασίλισσας Λόρδο Λούις Μαουντμπάτεν, τον τελευταίο αντιβασιλέα της Ινδίας και αρχιτέκτονα του γάμου της Ελισάβετ με τον ανιψιό του, πρίγκιπα Φίλιππο.
«Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ τι ήξερε ή δεν ήξερε η βασίλισσα για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά της. Ούτε οι υπήκοοί της γνωρίζουν απαραιτήτως όλη την ιστορία. Οι αποικιακοί αξιωματούχοι κατέστρεψαν πολλά αρχεία που, σύμφωνα με μια επιστολή του υπουργού Εξωτερικών για τις αποικίες, “θα μπορούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος” και απέκρυψαν σκόπιμα άλλα σε ένα μυστικό αρχείο, η ύπαρξη του οποίου αποκαλύφθηκε μόλις το 2011», γράφει η Τζασάνοφ.
Οσον αφορά τις τελευταίες δεκαετίες της βασιλείας της, η Ελισάβετ περιορίστηκε στο να βλέπει τη Βρετανία, και, μαζί, και τη βασιλική οικογένεια, να προσπαθούν να συμβιβαστούν με τη νέα «μετά-αυτοκρατορική» πραγματικότητα.
Η μακροζωία της συνέβαλε στο να διατηρηθούν «ξεπερασμένες φαντασιώσεις» (τις οποίες καλλιέργησαν εν μέρει και ο Τόνι Μπλερ με τις εισβολές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και ο Μπόρις Τζόνσον με το Brexit) περί μίας «δεύτερης Ελισαβετιανής Εποχής».
Η Ελισάβετ ήταν ένας ζωντανός σύνδεσμος με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αντιπροσώπευε έναν πατριωτικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο Βρετανία έσωσε μόνη της τον κόσμο από τον φασισμό. Είχε προσωπική σχέση με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τον πρώτο από τους 15 πρωθυπουργούς που διόρισε κατά τη βασιλεία της.
Τώρα, όμως που εγκατέλειψε τα εγκόσμια, «η αυτοκρατορική μοναρχία πρέπει να τερματιστεί επίσης», υποστηρίζει η Μάγια Τζασάνοφ, ολοκληρώνοντας το άρθρο της. Η βασίλισσα υπηρέτησε ως αρχηγός κράτους σε περισσότερες από δώδεκα χώρες μέλη της Κοινοπολιτείας, τα περισσότερα από τα οποία μπορεί τώρα να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Μπαρμπέιντος, που αποφάσισαν «να αφήσουν πίσω πλήρως το αποικιακό παρελθόν» και να καταστούν δημοκρατία το 2021. Αν και οι ηγέτες της Κοινοπολιτείας αποφάσισαν το 2018 να εκπληρώσουν την «ειλικρινή επιθυμία» της βασίλισσας, αναγνωρίζοντας τον τέως πρίγκιπα νυν βασιλιά Κάρολο ως τον επόμενο επικεφαλής της Κοινοπολιτείας, η ένωση υπογραμμίζει ότι η θέση δεν είναι κληρονομική. Ο θάνατος της βασίλισσας θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει υπέρ μιας νέας εκστρατείας για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, στην οποία φέρεται ότι εναντιωνόταν.
«Εκείνοι που προανήγγειλαν μια δεύτερη Eλισαβετιανή Eποχή ήλπιζαν ότι η Ελισάβετ B’ θα συντηρούσε το βρετανικό μεγαλείο. Αντίθετα επρόκειτο για την εποχή της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας. Θα τη θυμόμαστε για την ακούραστη αφοσίωσή της στη δουλειά της, το μέλλον της οποίας προσπάθησε να εξασφαλίσει, αφαιρώντας τους τίτλους του ατιμασμένου πρίγκιπα Αντριου και επιλύοντας το ζήτημα του τίτλου της βασίλισσας Καμίλα. Ωστόσο, η θέση της ήταν τόσο στενά συνδεδεμένη με τη Βρετανική Αυτοκρατορία που ακόμη και όταν ο κόσμος μεταμορφωνόταν γύρω της, οι μύθοι της αυτοκρατορικής καλοσύνης εξακολουθούσαν να υφίστανται. Ο νέος βασιλιάς έχει τώρα την ευκαιρία να επιδράσει πραγματικά στην Ιστορία, μειώνοντας τη βασιλική μεγαλοπρέπεια και εκσυγχρονίζοντας τη μοναρχία της Βρετανίας, έτσι ώστε να μοιάζει περισσότερο με εκείνες της Σκανδιναβίας. Αυτό θα ήταν ένα τέλος εποχής που θα άξιζε να το γιορτάσουμε», καταλήγει η αμερικανίδα ιστορικός.