Ο Μάρσαλ Απλγουάιτ τζούνιορ γεννήθηκε στο Τέξας τον Μάιο του 1931, ήταν γιος ενός πρεσβυτεριανού ιερέα και στο πανεπιστήμιο επέλεξε να σπουδάσει φιλοσοφία. Κάποια στιγμή τον κάλεσαν να υπηρετήσει στον στρατό ενώ όταν απολύθηκε, θέλησε να αφοσιωθεί στη μουσική. Εχοντας ήδη παντρευτεί και αποκτήσει δύο παιδιά, αποφάσισε να σπουδάσει μουσικολογία στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές μετέβη στη Νέα Υόρκη με την ελπίδα να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής αλλά δεν τα κατάφερε τελικά και στράφηκε στη διδασκαλία.
Αρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα αλλά έχασε τη θέση του λόγω της σχέσης που σύναψε με έναν μαθητή του. Δίδαξε, όμως, στη συνέχεια και σε άλλα πανεπιστήμια ενώ για κάποιο διάστημα εργάστηκε και σε ένα αλλαντοπωλείο. Μια χρονιά εξέτισε ποινή φυλάκισης για κλοπή αυτοκινήτου. Η ζωή του άλλαξε όταν στην ηλικία των 41 ετών γνώρισε την Μπόνι Νετλς, μία νοσοκόμα παθιασμένη με την θεοσοφία και τις βιβλικές προφητείες, στο πλευρό της οποίας ο Μάρσαλ Απλγουάιτ ξεπέρασε κάθε όριο.
Αποφάσισε να ιδρύσει μία αίρεση ονόματι Heaven’s Gate ενώ συμμετείχε και σε πλήθος τηλεοπτικών εκπομπών για τους εξωγήινους με τους οποίους ισχυριζόταν ότι βρισκόταν σε επαφή. Κατάφερε να καταστεί διάσημος όχι με το πραγματικό του όνομα αλλά ως «Dο». Είχε συστήσει ένα «πλήρωμα» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος, μια ομάδα φανατικών οπαδών του που πίστευαν τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες του και περιφέρονταν μαζί του ανά τις ΗΠΑ και «προς το φως».
Τελικά το 1997 έδωσε εντολή στα μέλη της αίρεσης του να αυτοκτονήσουν μαζικά ούτως ώστε να μεταβούν, μόνον οι ψυχές τους, με ένα διαστημόπλοιο που επρόκειτο να τις παραλάβει σε ένα παραδεισένιο προορισμό. Σε ένα ράντσο της Καλιφόρνιας οι αρχές εντόπισαν νεκρούς 39 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του ηγέτη τους.
Κάποιος άλλος, κάπου αλλού…
Εκείνη την ίδια χρονιά, σύμφωνα με μία πρόσφατη καταγγελία, στην έξοδο των τουαλετών μιας VIP αίθουσας στο στάδιο της Νέας Υόρκης όπου διεξάγεται το Αμερικανικό Οπεν, μία νεαρή μοντέλα ηλικίας 24 ετών παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τον άνδρα που την είχε προσκαλέσει εκεί, μας πληροφορεί ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι της La Repubblica, αποκαλύπτοντας πως ο δράστης της επίθεσης ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ ,«κτηματομεσίτης όπως κι ο πατέρας του, εκατομμυριούχος από τα γεννοφάσκια του και σε όλη τη ζωή του χάρη στους πτωχευτικούς νόμους τους οποίους εκμεταλλεύτηκε έξι φορές. Ενα πρόσωπο επιρρεπές στα κατά συρροή ψέματα και στην παραβίαση των κανόνων, ακόμα και στο αγαπημένο του γκολφ. Κατέστη πασίγνωστος χάρη σε μία τηλεοπτική εκπομπή στην οποία η μεγαλομανία και η σκληρότητα προβλέπονταν στο σενάριο αλλά αυτός είναι από φυσικού του τέτοιος».
Σύμφωνα με τον ιταλό συγγραφέα και δημοσιογράφο «αυτός ο άνθρωπος ήταν κατάλληλος για να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο ήταν πιστευτός ως προφήτης ο Μάρσαλ Απλγουάιτ». Αφορμή για να σαλτάρει ο αμερικανός ψευδοπροφήτης και να διατάξει τους οπαδούς του να εγκαταλείψουν οικειοθελώς τα εγκόσμια, στάθηκε το πέρασμα του κομήτη Χέιλ – Μποπ το 1997. Αφορμή για να ξεφύγει εντελώς ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος και να προτρέψει τους πιο σκληροπυρηνικούς και αλλοπρόσαλλους από τους υποστηρικτές του να εισβάλουν στο Καπιτώλιο στάθηκε η εκλογική του ήττα, υποστηρίζει ο Ρομανιόλι.
Ολα όσα εκτυλίχτηκαν στην Ουάσιγκτον την περασμένη Τετάρτη σίγουρα θα μείνουν στην Ιστορία ως γεγονότα ανείπωτα και τραγικά αλλά κατά την προηγούμενη τετραετία ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσε σημάδια γραφής όσον αφορά το τι είναι ικανός να κάνει, σημάδια τα οποία διέκριναν εκείνοι που δεν μπέρδεψαν «την προσοχή των Μέσων για το πρόσωπό του με την επικινδυνότητα του, τα καραγκιοζιλίκια με τον αυταρχισμό, τις μεγαλοστομίες με τα ψεύδη», σημειώνει ο Ρομανιόλι.
Κι αναφέρεται στο «UNFIT- The Psycology of Donald Trump», ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο και στο οποίο επιφανείς γιατροί και λοιποί ειδικοί στην ψυχική υγεία, έπειτα από χρόνια παρατήρησης καταθέτουν τις απόψεις τους για τη συμπεριφορά και τον ψυχισμό του Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο του «καθήκοντός τους να προειδοποιούν» την κοινή γνώμη για επικείμενους κινδύνους.
Η επιστήμη απεφάνθη…
Σύμφωνα με τον Τζον Γκάρτνερ, ψυχολόγο, ψυχοθεραπευτή και ιδρυτή της οργάνωσης «Duty to Warn» ο Ντόναλντ Τραμπ πάσχει από το σύνδρομο του κακοήθους ναρκισσισμού, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι ο εγωκεντρισμός, η παράνοια, η αντικοινωνικότητα και ο σαδισμός και κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε πολλές φορές και εγωκεντρικός και παρανοϊκός και αντικοινωνικός και σαδιστής.
Το «UNFIT» αρχίζει με τον Τραμπ να δηλώνει πως το αμερικανικό όνειρο είναι νεκρό αλλά και να δεσμεύεται πως θα το αναγεννήσει. Αποπειράθηκε να πραγματοποιήσει τα όποια σχέδια του, δίνοντας φωνή σε μία ξεχασμένη Αμερική. Ηττήθηκε, ωστόσο, στις εκλογές και κατέστη αυτομάτως ένας «loser», γεγονός που τον εξώθησε στα άκρα.
Λίγο πριν το τέλος ζήτησε από το «πλήρωμά» του, έναν εσμό ανθρώπων έτοιμων να πιστέψουν και να κάνουν οτιδήποτε στο όνομά του, ακόμα και να θυσιαστούν, όπως ακριβώς και οι οπαδοί του Μάρσαλ Απλγουάιτ Τζούνιορ, να αποπειραθούν να καταλάβουν το Καπιτώλιο ούτως ώστε να μην απωλέσει την εξουσία. Αμφότεροι αισθάνονταν το τέλος να πλησιάζει.
Ομως στην προκειμένη περίπτωση «ο άνθρωπος που φέρει την ευθύνη για τη συγκέντρωση αυτού του όχλου δεν ήταν ο ηγέτης κάποιας περίεργης θρησκευτικής αίρεσης, αλλά ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», θέλησε να επισημάνει σε κείμενό του και ο Γιάσα Μουνκ.
Ο γνωστός (και στην Ελλάδα) πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο Johns Hopkins υπενθυμίζει στο κείμενό του πως σύμφωνα με την «Ποιητική» του Αριστοτέλη το τέλος ενός δράματος πρέπει να είναι απροσδόκητο και συγχρόνως αναπόφευκτο. «Εάν ισχύει αυτό, τότε τα τέσσερα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ ολοκληρώθηκαν με τον κατάλληλο τρόπο», αναφέρει.
Γιατί τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ήταν σίγουρα απροσδόκητα, πέρα από τραγικά και ντροπιαστικά, καθώς «η τελευταία φορά που οι εχθροί της δημοκρατίας κατάφεραν να επιτεθούν κατά του Καπιτωλίου ήταν το 1814, όταν βρετανικά στρατεύματα παρήλαυναν στους δρόμους της Ουάσιγκτον». Ωστόσο για τους μελετητές του αυταρχικού λαϊκισμού τα γεγονότα τη 6ης Ιανουαρίου ήταν επίσης αναπόφευκτα.
Η «φωνή του λαού»
«Από τότε που εισήλθε στην πολιτική, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πάντα ξεκάθαρος όσον αφορά το ότι εκείνος και μόνος εκείνος αντιπροσωπεύει πραγματικά τον λαό. Αυτή η πεποίθησή του τον κατέστησε ετοιμοπόλεμο ενάντια σε κάθε δημοκρατικό θεσμό που περιόριζε τη δυνατότητά του να ασκεί την εξουσία παρορμητικά. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του ούτε οι δικαστές ούτε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί είχαν το δικαίωμα να υπονομεύσουν την βούληση του αμερικανικού λαού, όπως την ερμηνεύει ο ίδιος με το ναρκισσιστικό του μυαλό», εξηγεί ο Μουνκ. Αυτή η εγωκεντρική πεποίθηση του Τραμπ εξηγεί επίσης γιατί αδυνατεί να αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα: από τη στιγμή που θεωρεί ότι «αυτός αποτελεί την πραγματική φωνή του λαού, οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία αποδεικνύει το αντίθετο, δεν μπορεί να είναι ούτε ελεύθερη ούτε δίκαιη».
Παρά, ωστόσο, τον κακοήθη ναρκισσισμό του, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν κατάφερε τελικά να νικήσει την αμερικανική δημοκρατία η οποία πέρασε μία εξαιρετικά δύσκολη δοκιμασία κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί των ΗΠΑ έχουν πληγεί βαριά και στην καλύτερη περίπτωση θα χρειαστούν δεκαετίες, προβλέπει ο Μουνκ, για να αποκατασταθεί το κύρος τους. Ομως στις ΗΠΑ νικήθηκε, τελικά, ο λαϊκισμός, σε αντίθεση με άλλες χώρες από την Ευρώπη έως την Ασία και από την Αφρική έως τη Λατινική Αμερική, όπου αυταρχικοί λαϊκιστές κατάφεραν να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους το πολιτικό σύστημα.
Το ότι την 20η Ιανουαρίου, έπειτα από ένα δράμα διάρκειας 4 ετών που ολοκληρώθηκε με τον πλέον αριστοτελικό τρόπο, ο Ντόναλντ Τραμπ θα εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, σημαίνει ότι η επικράτηση του λαϊκισμού δεν είναι αναπόφευκτη.
Γνωρίζοντας, ωστόσο, τα πλήγματα που κατάφερε «ένας νάρκισσος σταρ reality show στην πιο παλιά δημοκρατία του κόσμου», δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε εάν τον δούμε να επικρατεί σε άλλες χώρες ανά την υφήλιο. «Η ιστορική μάχη μεταξύ δημοκρατίας και λαϊκισμού μόλις άρχισε», καταλήγει ο Μουνκ.