Δεν γίνεται έργο χωρίς αντιπαράθεση στην Ελλάδα. Η δημόσια ατζέντα γεμίζει πολεμικά ανακοινωθέντα, η εξέλιξη της μελέτης και των εργασιών γίνεται μονοπάτι για να περάσει η όποια αντιπολιτευτική γραμμή. Κάθε project αποκτά τόση πολιτική και κοινωνική φόρτιση, που μετατρέπεται σε στοίχημα. Για τον ειδικό που το αναλαμβάνει, για το υπουργείο που το τρέχει, για την κυβέρνηση που το θέτει ως στόχο της. Για όλους αυτούς που το υποστηρίζουν.
Στην περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην Πατησίων, είναι πολλοί αυτοί που το πιστεύουν, που ανυπομονούν να δουν την πραγμάτωσή του και ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να απολαύσουν ένα κομμάτι Αθήνας λιγότερο άσχημο, επικίνδυνο και γκρίζο, περισσότερο «ευρωπαϊκό», πράσινο και φιλικό στον κάτοικο, τον επισκέπτη.
Η ταλανισμένη Πατησίων, αλλοτινό στολίδι, περιμένει να ξαναλάμψει, τουλάχιστον σε εκείνο το σημείο. Οχι αδίκως: το γραφείο του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ στο Βερολίνο, σε συνεργασία με το γραφείο μελετών Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη, έχουν παρουσιάσει μια καλοδουλεμένη πρόταση, με κοσμοπολίτικο αέρα.
Αμφότερα έχουν άλλωστε διεθνή, αναγνωρισμένη παρουσία, τέτοια που να μη θέτει σε κίνδυνο το όραμα των Λάνγκε και Τσίλερ, των αρχιτεκτόνων του κτιρίου του 19ου αιώνα. Μόνο προσφάτως, το όνομα του Τσίπερφιλντ (με συνολικά τέσσερα γραφεία, στην Ευρώπη και τη Σαγκάη) έχει συνδεθεί με το νέο campus του London School of Economics και την αναγέννηση κτιριακού μπλοκ του καναδικού Κοινοβουλίου στην Οτάβα.
Το γραφείο Τομπάζη έχει καμάρι στην εργογραφία του την κατάκτηση του πρώτου βραβείου σε διεθνή διαγωνισμό, για την κατασκευή καθολικής εκκλησίας στη Φάτιμα, ίσως τον πιο σημαντικό τόπο προσκυνήματος των καθολικών –σε συνεργασία με το γραφείο της Πάολα Σάντος. (Και ίσως μπορεί να κατανοήσει –έχοντας ζήσει την ιστορία από την ανάποδη– το τι μπορεί να σημαίνει να κερδίζει κανείς σε ξένο «τερέν»…)
Ο Σταύρος Γυφτόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εκπρόσωπος του γραφείου Τομπάζη στην πρόσφατη εκδήλωση παρουσίασης του αρχιτεκτονικού σχεδίου, παρουσία του Πρωθυπουργού, τονίζει μιλώντας στο Protagon ότι μουσεία και πολιτιστικοί οργανισμοί έχουν αποτελέσει πολλές φορές εργαλεία αναβάθμισης κάποιου αστικού κενού, σημείου που έχει εγκαταλειφθεί ύστερα από μια αποβιομηχάνιση, φέρ’ ειπείν, ή μιας υποβαθμισμένης περιοχής.
Αναφέρεται στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ και την αρχιτεκτονική έμπνευση του διάσημου Φρανκ Γκέρι, που έκανε ολόκληρο το λιμάνι του Μπιλμπάο να βρει ζηλευτή ταυτότητα. Στο Βερολίνο και την περιοχή του Κρόιτσμπεργκ, που μεταμορφώθηκε μετά την αρχιτεκτονική αναγέννησή της. Αλλά και στη δική μας οδό Πειραιώς, που έχει αλλάξει σε πολλά τμήματά της όψη, χάρη στην Τεχνόπολη, το Μουσείο Μπενάκη, το Σχολείον της Ειρήνης Παπά.
«Σκέφτομαι και τους συναδέλφους που έχουν κερδίσει τον διαγωνισμό στην περιοχή της πλατείας Θεάτρου… Η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός γίνονται εργαλεία ανάταξης ολόκληρων περιοχών. Δείτε τι συνέβη με το Μουσείο της Ακρόπολης – σε συνδυασμό με την πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Με αυτό ίσως θα μπορούσε να συγκριθεί το εγχείρημα στην Πατησίων. Μπορεί να γίνει πυκνωτής εξελίξεων το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Τα στοιχήματα, ειδικά αυτού του βεληνεκούς, και ιδίως όταν αφορούν δημόσια έργα, απαιτούν χρόνο, υπομονή, επιμονή. Τίποτε δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Το στάδιο των μελετών υπολογίζεται –σύμφωνα με πληροφορίες του Protagon– να διαρκέσει ακόμη δύο χρόνια (προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής – τεύχη δημοπράτησης) έως ότου υπάρξει πράσινο φως και αδειοδότηση για ένα τόσο σημαντικό ιστορικό κτίριο. Στο στάδιο της κατασκευής, δε, μπορεί να κλείνουν κατά τόπους τμήματα του ήδη υπάρχοντος Μουσείου, για ευνόητους λόγους.
Κοινώς, η καλή αρχιτεκτονική θέλει θυσίες. Ο κ. Γυφτόπουλος γίνεται σκεπτικός όταν καλείται να απαντήσει πόσο εξοικειωμένη είναι η ελληνική κοινωνία με την έννοια της «καλής αρχιτεκτονικής». «Η Αθήνα είναι μια πολύ ζωντανή πόλη, με πολλές ποιότητες και δυσκολίες στον δημόσιο χώρο, χτίσθηκε όμως ερήμην της αρχιτεκτονικής. Δεν είναι εδραιωμένη η “μορφή” της στη συλλογική συνείδηση. Πιστεύω ότι τα μεγάλα έργα μπορούν να αποδώσουν τη καθοριστική σημασία της».
Ισως όταν η σημασία αυτή αποδοθεί, και εμβληματικά projects αλλάξουν επιτέλους την πόλη, να λείψει και η φόρτιση, να εξαϋλωθεί και η ένταση, η εμπάθεια. Μέχρι τότε, κάθε στοίχημα θα διατηρεί τον βασικό κανόνα του και θα έχει κερδισμένους και χαμένους. Ποιος θέλει να ανήκει στους τελευταίους;