Στις αρχές του περασμένου αιώνα επιστρέφει ο Τζανλούκα ντι Φέο της La Repubblica, συγκεκριμένα στην αποκαλούμενη Ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914, μια σειρά από εκτεταμένες ανεπίσημες εκεχειρίες που καταγράφηκαν στο Δυτικό Μέτωπο τις ημέρες των Χριστουγέννων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. «Οταν οι στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα για να γιορτάσουν μαζί, ο Μεγάλος Πόλεμος είχε μόλις αρχίσει. Την επόμενη χρονιά, τα ανάλογα επεισόδια ήταν σποραδικά, ενώ το 1916 είχαν εκλείψει: ένα τείχος μίσους είχε διχάσει τους στρατούς, εξαλείφοντας κάθε ορμή για διάλογο», θυμίζει, για να σημειώσει πως, περισσότερο από έναν αιώνα μετά, στην Ουκρανία όλα συνέβησαν πολύ πιο γρήγορα.
«Η πληγή που άνοιξε μεταξύ των δύο λαών με την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου είναι ήδη πολύ βαθιά. Στις αναφορές από το μέτωπο αναδεικνύεται ένα κρεσέντο σκληρότητας από το οποίο δεν γλιτώνει τίποτα και κανένας: εντείνεται καθημερινά από τις βολές των κανονιών και τις πυραυλικές επιδρομές», συνοψίζει ο ιταλός δημοσιογράφος. «Η εκεχειρία του Πούτιν απορρίφθηκε από το Κίεβο με εχθρική δυσπιστία», προσθέτει. Μάλιστα η ουκρανική κυβέρνηση υπενθύμισε ότι η τελευταία κατάπαυση του πυρός στην πρόσφατη παγκόσμια Ιστορία –εκείνη της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς το 1968– επέτρεψε στους Βιετκόνγκ να οργανώσουν τη θανατηφόρα επίθεση του Τετ.
Στην Ουκρανία οι εχθροπραξίες συνεχίζονται ακατάπαυστα, από το Χάρκοβο έως τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ στο πεδίο, παρότι η κατάσταση παραμένει ουσιαστικά στάσιμη, αμφότερες οι πλευρές μετρούν καθημερινά δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Εστιάζοντας την προσοχή του στη διεθνή σκηνή ο Ντι Φέο γράφει πως στις πρωτεύουσες του κόσμου, «υπάρχει η αίσθηση ότι έχει αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση». Μέσα σε δύο μήνες, οι μάχες θα ξαναρχίσουν με μεγάλη σφοδρότητα. Αμφότεροι οι στρατοί εκπαιδεύουν πολλές χιλιάδες νέους άνδρες – οι Ουκρανοί για να ενισχύσουν περαιτέρω τις θέσεις τους ενώ οι Ρώσοι για να αναπληρώσουν τις σημαντικές απώλειες που υπέστησαν κατά τους προηγούμενους μήνες. Συσσωρεύουν πυρομαχικά και στρατιωτικά οχήματα, τα οποία το Κίεβο παραλαμβάνει με μεγαλύτερη δυσκολία από τους συμμάχους και η Μόσχα βγάζει από τις αποθήκες της σοβιετικής εποχής. Επιδιώκουν επίσης να τελειοποιήσουν τις όποιες τακτικές τους και να αξιοποιήσουν την τεχνολογία για να εκπλήξουν, όσο το δυνατόν πιο δυσάρεστα, οι μεν τους δε.
Την ίδια ώρα όλες αυτές οι προετοιμασίες απασχολούν ιδιαίτερα τα γενικά επιτελεία και τις κυβερνήσεις των δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας που λαμβάνουν υπόψη διάφορα πολεμικά σενάρια. Καταρχάς συζητιέται το ενδεχόμενο οι ρωσικές δυνάμεις να εξαπολύσουν μια «επίθεση-τρίαινα», εφορμώντας από τη Λευκορωσία και εστιάζοντας τις προσπάθειές τους στην ευρύτερη περιοχή του Χαρκόβου ή ακόμη και της πρωτεύουσας της Ουκρανίας. Πιθανό θεωρείται επίσης να διατάξει ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πρώτος τα στρατεύματά του να αντεπιτεθούν κατά των εισβολέων στην Ζαπορίζια ή στη Μελιτόπολη οι οποίες τελούν υπό ρωσικό έλεγχο.
Ανεξάρτητα, όμως, από το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος την άνοιξη, οι στρατιωτικές διοικήσεις των δυτικών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ έχουν καταλήξει σε δύο συμπεράσματα τα οποία θεωρούν σχεδόν βέβαια. Το πρώτο είναι ότι καμία πλευρά δεν θα καταφέρει να επιτύχει μια ξεκάθαρη και οριστική νίκη: «η επόμενη μεγάλη σύγκρουση θα αποτελέσει σφαγή, με δεκάδες χιλιάδες θύματα. Οι οχυρώσεις που έχουν κατασκευαστεί –οι Ρώσοι δημιουργούν παντού τριπλές αμυντικές γραμμές– μαζί με την ποσότητα των αρμάτων μάχης και τις δυνάμεις πυροβολικού που εμπλέκονται θα εμποδίσουν ωστόσο την επίτευξη αποφασιστικής επιτυχίας», εξηγεί ο Ντι Φέο.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι εκείνο που γεννά τα πιο ανησυχητικά ερωτήματα όσον αφορά το μέλλον, καθώς σύμφωνα με το ΝΑΤΟ, κατά την επόμενη φάση του πολέμου, χειρότερα, πιθανώς ανεπανόρθωτα, θα πληγούν μάλλον οι δυνάμεις της Ρωσίας. Σε αυτήν την περίπτωση αναπόφευκτα θα αμφισβητηθεί ολόκληρο το σύστημα εξουσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο ιταλός αναλυτής επικαλείται πρόσφατο άρθρο των Λιάνα Φιξ και Μάικλ Κίμνατζ στο Foreign Affairs με τον τίτλο «Η ύστατη προσπάθεια του Βλαντίμιρ Πούτιν» στο οποίο οι δύο ειδικοί από τις ΗΠΑ προβλέπουν την πτώση του επικεφαλής του Κρεμλίνου και μια περίοδο αστάθειας στην Ευρώπη και στην Ασία. Οσον αφορά τους κινδύνους μιας τέτοιας εξέλιξης, είναι πολλοί, από το να διεκδικήσουν πιο ενεργό ρόλο εντός των τειχών του Κρεμλίνου σκληροπυρηνικά γεράκια, όπως ο Εβγκένι Πριγκόζιν, ο επικεφαλής της διαβόητης Ομάδας Βάγκνερ, έως το να καταφύγει ο Πούτιν στη χρήση πυρηνικών όπλων, ούτως ώστε να αποτρέψει ακόμη μία ατιμωτική και πιθανώς μοιραία, κυρίως για τον ίδιο και το καθεστώς του, ήττα των δυνάμεών του στο πεδίο.
Λόγω αυτού του εφιαλτικού σεναρίου άρχισε να επανέρχεται σταδιακά στο προσκήνιο η διπλωματία. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, ο Τζο Μπάιντεν αποπειράθηκε να πείσει τον ουκρανό ομόλογό του για την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών με στόχο την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης, με στόχο «όχι μια ειρήνη αλλά μία βιώσιμη εκεχειρία, ούτως ώστε να επιβραδυνθεί η πορεία προς την άβυσσο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ντι Φέο.
Οσον αφορά τους πιθανούς διαμεσολαβητές, ο πρόσφατος διορισμός του Κιν Γκανγκ, πρώην πρέσβη της Κίνας στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο, στο κινεζικό ΥΠΕΞ ερμηνεύτηκε ως έκφραση της διαθεσιμότητας του Πεκίνου να διαδραματίσει ενεργό ρόλο εάν το επιτρέψει η συγκυρία. Υπάρχει, φυσικά, και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώ στο να ανοίξει ένας νέος δίαυλος επικοινωνίας θα μπορούσαν να συμβάλουν και οι στενές σχέσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.
«Εν ολίγοις, κάτι κινείται. Αλλά ο δρόμος για μια συμφωνία δεν έχει ακόμα διανοιχθεί. Και παραμένει πιο μακρύς από το μέτωπο των χαρακωμάτων μήκους 800 χιλιομέτρων, όπου 400.000 άνδρες πυροβολούν ο ένας τον άλλο καθημερινά», καταλήγει ο Τζανλούκα Ντι Φέο.